THEPOWERGAME
Στην ταινία κινούμενων σχεδίων «Οι Δώδεκα Άθλοι του Αστερίξ» του 1976, ένας από τους άθλους του μικροσκοπικού Γαλάτη είναι να εξασφαλίσει μια κυβερνητική άδεια. Για να το κάνει πρέπει να επισκεφθεί ένα τεράστιο γραφείο που ονομάζεται Το Μέρος που σε Τρελαίνει. Σε πρόσφατη ανοιχτή επιστολή του ο Wolfram Axthelm, επικεφαλής της Γερμανικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας, παρομοίασε την εξοργιστική γραφειοκρατία της σύγχρονης Γερμανίας με την πρόκληση του Αστερίξ. Ιδιαίτερα παράπονα αφορούσαν τις περίπου 150 άδειες που απαιτεί η Autobahn GmbH, μια κρατική εταιρεία που διαχειρίζεται τους περίφημους αυτοκινητοδρόμους της Γερμανίας, για τη μεταφορά υπερμεγέθων εξαρτημάτων των ανεμογεννητριών, όπως τα πτερύγια. Ανάμεσα στους δαιδαλώδεις κανόνες σχετικά με τις διαστάσεις του φορτίου, το ελαττωματικό λογισμικό, τα οδικά έργα σε εκκρεμότητα και την έλλειψη προσωπικού για την επεξεργασία των παραπόνων, έχει συσσωρευτεί ένα ανεκτέλεστο υπόλοιπο περίπου 20.000 αιτήσεων. Μια εταιρεία που πρόσφατα μετέφερε με φορτηγό μια ανεμογεννήτρια από το λιμάνι της Βρέμης σε μια τοποθεσία στο βόρειο κρατίδιο του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν διαπίστωσε ότι αν και η απόσταση είναι μόλις 100 χιλιόμετρα (62 μίλια), οι οδικοί περιορισμοί έκαναν το ταξίδι πέντε φορές μεγαλύτερο.
Όλες οι χώρες διαθέτουν αδέξιους αξιωματούχους, αλλά η Γερμανία έχει ένα ιδιαίτερο «χάρισμα» στο να σαμποτάρει τον εαυτό της. Το κόστος της μάχης μεταξύ αυτοκινητοδρόμων και ανεμογεννητριών, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και στρατηγικό. Η περσινή απότομη διακοπή των ρωσικών εισαγωγών καυσίμων οδήγησε τη χώρα να αναζητήσει ενέργεια, κατά προτίμηση τοπική και ανανεώσιμη. Ο Olaf Scholz, ο καγκελάριος, δηλώνει ότι η Γερμανία, για να επιτύχει τους στόχους της για τη μείωση των εκπομπών, πρέπει να κατασκευάζει τρεις ή τέσσερις νέες ανεμογεννήτριες καθημερινά. Ο σημερινός ρυθμός είναι λίγο πάνω από μία την ημέρα.
Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα γερμανικών αυτογκόλ. Η απόφαση της κυβέρνησης, εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, να θέσει εκτός λειτουργίας τα τρία τελευταία πυρηνικά εργοστάσια, δεν ωφέλησε ούτε τους καταναλωτές ενέργειας της χώρας, ούτε την υγεία των πολιτών της, καθώς, για να καλυφθεί τη ζήτηση, έπρεπε προσωρινά να λειτουργήσουν τα βρόμικα εργοστάσια άνθρακα. Οι τοπικές κυβερνήσεις, εν τω μεταξύ, καθυστερούν τις άδειες για ηλιακές και αιολικές εγκαταστάσεις ή την κατασκευή δικτύων μεταφοράς ενέργειας μεταξύ του πιο ανεμοδαρμένου βορρά και του πιο ηλιόλουστου νότου της χώρας.
Η τάση για αυτοτραυματισμούς υπερβαίνει κατά πολύ τον ενεργειακό τομέα. Η επιμονή της Γερμανίας σε ένα Schuldenbremse, ή «φρένο χρέους» (το οποίο απαγορεύει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δανείζεται καθαρά πάνω από το 0,35% του ΑΕΠ), μπορεί να ευχαριστεί τους πολίτες που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση, αλλά εμπόδισε με στρεβλό τρόπο τις γερμανικές κυβερνήσεις να δανειστούν προκειμένου να επενδύσουν από το 2012-19, όταν τα επιτόκια ήταν χαμηλά. Το αποτέλεσμα είναι δρόμοι σε συμφόρηση, ένας εθνικός φορέας σιδηροδρόμων με ένα από τα χειρότερα ρεκόρ συνέπειας στην Ευρώπη και ένα από τα πιο αδύναμα ποσοστά διείσδυσης ευρυζωνικού διαδικτύου στην ΕΕ. Τα ανώτατα όρια δαπανών έχουν επίσης αναγκάσει τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν ειδικά κονδύλια εκτός προϋπολογισμού για να πληρώσουν τα μέτρα στήριξης για την Covid-19, την υποσχόμενη ενίσχυση της άμυνας και τους στόχους για την κλιματική αλλαγή.
Η οικονομική μιζέρια έχει φέρει σε δύσκολη θέση και τους Γερμανούς διπλωμάτες: η υποχρηματοδοτούμενη Luftwaffe δυσκολεύεται να συντηρήσει τον επίσημο εναέριο στόλο, έχοντας καθηλώσει σε αεροδρόμια του εξωτερικού δύο φορές αυτό το καλοκαίρι την Annalena Baerbock, την υπουργό Εξωτερικών. Πιο βαθιά ανησυχητική είναι η ουσία μιας σειράς αποφάσεων που η χώρα έλαβε φαινομενικά στον αυτόματο πιλότο και για τις οποίες έχει μετανιώσει. Για χρόνια οι Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής απέκρουαν τις προειδοποιήσεις για τον Nord Stream 2, έναν αγωγό αξίας 11 δισ. δολαρίων, που κινδύνευε να εγκλωβίσει τη χώρα, αυξάνοντας την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο της Σιβηρίας. Ολοκληρώθηκε αμέσως πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έκτοτε ανατινάχθηκε και πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ. Οι συμβουλές για επιφυλακτικότητα απέναντι στους Κινέζους εργολάβους ηλεκτρονικών ειδών, ομοίως, είχαν μέχρι φέτος αγνοηθεί. Μια πρόσφατη έκθεση στο εβδομαδιαίο ειδησεογραφικό περιοδικό Der Spiegel αποκάλυψε ότι το κόστος μόνο για το εθνικό σιδηροδρομικό σύστημα από την αντικατάσταση εξαρτημάτων της κινεζικής εταιρείας Huawei θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 400 εκατ. ευρώ (437 εκατ. δολάρια).
Λιγότερο προφανείς αποφάσεις έχουν υπονομεύσει το κύρος της Γερμανίας με λιγότερο σημαντικούς τρόπους. Δύο πρώην επικεφαλής κατασκοπείας παραπονιούνται ότι η υπερβολική εποπτεία και η πολιτική επιφυλακτικότητα έχουν εμποδίσει τη συλλογή πληροφοριών. Η Γερμανία, μέχρι και την τελευταία στιγμή, δεν ήθελε να πιστέψει ότι η Ρωσία θα εισέβαλε στην Ουκρανία. Η έλλειψη μιας υπηρεσίας εξειδικευμένης στις ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις μπορεί να αποτελεί μια προφανή εξήγηση. Επίσης, μια πρόσφατη απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Γερμανίας παρείχε στους ξένους υπηκόους στο εξωτερικό την ίδια προστασία από τη γερμανική παρακολούθηση με τους Γερμανούς πολίτες στη χώρα τους. Δεν είναι περίεργο που η Γερμανία εξακολουθεί να εξαρτάται από τους συμμάχους για πληροφορίες. Οι δικές της υπηρεσίες, δήλωσαν οι πρώην αρχηγοί σε άρθρο γνώμης στην Bild, κινδυνεύουν να γίνουν «άδοντες φύλακες με φίμωτρα και σιδερένιες αλυσίδες».
Οι Γερμανοί γραφειοκράτες δεν κάνουν πάντα λάθη και όταν τα κάνουν, μερικές φορές το φταίξιμο δεν είναι δικό τους: όπως σε κάθε χώρα, η πολιτική συχνά υπερισχύει της ορθής πολιτικής. Το κλείσιμο των πυρηνικών εργοστασίων αποτελεί ιερό μάντρα για τους Πράσινους, ενώ η δημοσιονομική εντιμότητα παίζει τον ίδιο ρόλο για τους φιλοεπιχειρηματικούς Ελεύθερους Δημοκράτες. Πρόκειται για τα δύο μικρότερα κόμματα του συνασπισμού που ο κ. Scholz πρέπει να διατηρεί ικανοποιημένους. Εκτός από τα κόμματα, ο κ. Scholz πρέπει να κατευνάσει τα ισχυρά κρατίδια της Γερμανίας. Ο γερμανικός Τύπος, εν τω μεταξύ, διαπρέπει στο να ξεσηκώνει θύελλες για το τίποτα. Η αγωνία ωθεί τους πολιτικούς να απαντούν με υπερβολική νομοθέτηση. Αποτέλεσμα αυτής είναι η δυσκίνητη γραφειοκρατία που απαιτείται από τους υπερ-άγρυπνους νόμους της Γερμανίας για την προστασία των δεδομένων.
Είναι επίσης αλήθεια ότι όταν οι γερμανικές κυβερνήσεις τα κάνουν θάλασσα, είναι πιο επιμελείς από τις περισσότερες στο να διορθώσουν τα λάθη. Η κυβέρνηση του κ. Scholz, για παράδειγμα, επενδύει επιτέλους δυναμικά στην ενέργεια, τις μεταφορές και την πληροφοριακή υποδομή. Δημιούργησε γρήγορα εναλλακτικές πηγές για να αντικαταστήσει τα ρωσικά καύσιμα και πόνταρε πολλά σε αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως το υδρογόνο. Ο συνασπισμός σχεδιάζει ακόμα και έναν Νόμο για τη Βελτίωση της Γραφειοκρατίας, που υπόσχεται να τη μειώσει.
Πρόσφατα το Βερολίνο δαπάνησε περίπου 15 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις, προκειμένου να προσελκύσει την Intel και την TSMC, δύο εταιρείες παραγωγής ημιαγωγών, να κατασκευάσουν εργοστάσια στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Το κατά πόσο αυτό είναι σοφό μένει να το δούμε, αλλά εκτός από τους στρατηγικούς στόχους, η πολιτική λογική είναι σαφής: μια τοπική οικονομική ώθηση μπορεί να αποσπάσει ψήφους από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD), το οποίο είναι ισχυρό εκεί. Το ΑfD θέλει να μειώσει τη μετανάστευση, αν και οι Γερμανοί εργοδότες αναζητούν απεγνωσμένα εργαζόμενους, να αποδυναμώσει την ΕΕ, οι κανόνες της οποίας στήριξαν τη γερμανική ευημερία επί 60 χρόνια, και να διακόψει τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, προσκαλώντας τους ρωσικούς στρατούς πιο κοντά στη Γερμανία. Αν το κόμμα περάσει την πολιτική του, η Γερμανία μπορεί να προσθέσει και νέα αυτογκόλ στο μέλλον.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com