THEPOWERGAME
«Εργαζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις», λέει ο Armin Papperger, διευθύνων σύμβουλος της Rheinmetall, της μεγαλύτερης γερμανικής εταιρείας κατασκευής όπλων. Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, τον περασμένο Φεβρουάριο, η κατασκευάστρια αρμάτων μάχης, πυρομαχικών και άλλου στρατιωτικού εξοπλισμού με έδρα το Ντίσελντορφ έχει κατακλυστεί από παραγγελίες. Στις 10 Αυγούστου η εταιρεία ανέφερε ότι οι πωλήσεις των στρατιωτικών ειδών της κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους αυξήθηκαν κατά 12% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2022 και ο κ. Papperger αναμένει ότι για το σύνολο του έτους η αύξηση θα φθάσει το 20%-30%. Λίγες ημέρες αργότερα η εταιρεία ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε παραγγελία από τον ουκρανικό στρατό για μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ στις 18 Αυγούστου εγκαινίασε ένα νέο μεγάλο εργοστάσιο στην Ουγγαρία. Από τις αρχές του περασμένου έτους η τιμή της μετοχής της περίπου τριπλασιάστηκε.
Τις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι δυτικοί αμυντικοί προϋπολογισμοί μειώθηκαν, οι αποφάσεις προμηθειών μπήκαν στον πάγο και η βιομηχανία μείωσε την παραγωγή της. Ο πόλεμος στην Ουκρανία την επανάφερε στη δράση. «Οι αμυντικοί προϋπολογισμοί κινούνται ανάλογα με τη γεωπολιτική απειλή», λέει ο George Zhao της χρηματιστηριακής εταιρείας Bernstein. Αυτή η απειλή είναι πλέον πολύ ξεκάθαρη για τις κυβερνήσεις, οδηγώντας σε κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης για όπλα. Αυτό δεν ισχύει πουθενά περισσότερο απ’ ό,τι στην Ευρώπη.
Πέρυσι οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί παγκοσμίως αυξήθηκαν κατά 3,7%, σε 2,2 τρισ. δολάρια. Στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 13%, ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα έντονη στις χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία. Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός της Φινλανδίας αυξήθηκε κατά 36%, της Λιθουανίας κατά 27%, της Σουηδίας κατά 12% και της Πολωνίας κατά 11%. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της ηπείρου, επιτέλους αντιστρέφει την επί δεκαετίες «τσιγκουνιά» της όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες. Τον περασμένο Φεβρουάριο η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της χώρας από περίπου 1,4% του ΑΕΠ σε 2% και ανακοίνωσε ένα «ειδικό ταμείο» 100 δισ. ευρώ (110 δισ. δολάρια) για τις ένοπλες δυνάμεις.
Τα παραπάνω μεταφράζονται σε μεγάλες δουλειές για τους Ευρωπαίους εργολάβους αμυντικών προϊόντων, οι οποίοι τους τελευταίους μήνες έχουν εξασφαλίσει σειρά νέων συμβάσεων για στρατιωτικά προϊόντα. Τον Απρίλιο ο βρετανικός βραχίονας της MBDA, μιας πανευρωπαϊκής κατασκευάστριας πυραύλων, υπέγραψε σύμβαση ύψους 1,9 δισ. λιρών (2,4 δισ. δολαρίων) για την προμήθεια συστημάτων αεράμυνας στην Πολωνία. Τον Ιούνιο η Safran, μια γαλλική εταιρεία κατασκευής όπλων, πούλησε πολλά τακτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη στον ελληνικό στρατό. Τον Ιούλιο η βρετανική αμυντική εταιρεία BAE Systems έκλεισε συμφωνία για την αναπλήρωση του αποθέματος βλημάτων πυροβολικού του βρετανικού στρατού. Τον ίδιο μήνα η Rheinmetall κέρδισε σύμβαση για πυρομαχικά από τη γερμανική κυβέρνηση αξίας έως και 4 δισ. ευρώ και σύμβαση ύψους 1,9 δισ. ευρώ για την προμήθεια περισσότερων των 3.000 αερομεταφερόμενων οχημάτων στους Γερμανούς και τους Ολλανδούς. «Αυτή θα είναι η καλύτερη χρονιά μας σε παραγγελίες», δηλώνει με ικανοποίηση ο κ. Papperger της Rheinmetall.
Οι αναλυτές της βιομηχανίας αναμένουν ότι τα βιβλία παραγγελιών θα συνεχίσουν να εμπλουτίζονται καθώς η ήπειρος αναβαθμίζει τους στρατούς της. Αν μη τι άλλο, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αναμένουν ότι το περιβάλλον ασφαλείας θα γίνει απειλητικότερο τα επόμενα χρόνια. «Η ανοδική τάση των αμυντικών δαπανών θα διαρκέσει», προβλέπει η Lucie Béraud-Sudreau του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), ενός κέντρου μελετών. Πέρυσι η Rheinmetall πρόσθεσε 2.000 άτομα προσωπικό στους σχεδόν 30.000 εργαζομένους της και σχεδιάζει να συνεχίσει τις προσλήψεις. Η σουηδική ομότιμη εταιρεία Saab πρόσθεσε 1.000 στους 18.000 εργαζομένους της.
Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα για τους κατασκευαστές όπλων της Ευρώπης. Τον Ιούνιο οι επικεφαλής της βιομηχανίας συναντήθηκαν με τους Ευρωπαίους υπουργούς Άμυνας στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες για να εκφράσουν ορισμένα παράπονα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της βιομηχανίας στην ήπειρο.
Ένα πρόβλημα είναι η έλλειψη ορατότητας. Ο Michael Schöllhorn, επικεφαλής του αμυντικού τμήματος της Airbus, παραπονιέται ότι πολλές χώρες μοιράζονται ελάχιστα σχετικά με τα μακροπρόθεσμα σχέδια δαπανών τους, γεγονός που δυσκολεύει τις εταιρείες να επενδύσουν. Ο Micael Johansson, επικεφαλής της Saab, γκρινιάζει ότι η εταιρεία του έχει αναλάβει μέχρι στιγμής όλο το ρίσκο της αύξησης της παραγωγής.
Τα αφεντικά καταγγέλλουν επίσης τη γραφειοκρατία, η οποία προκαλεί σημαντικές καθυστερήσεις στις αμυντικές προμήθειες. Στη Γερμανία κάθε αμυντική σύμβαση αξίας άνω των 25 εκατ. ευρώ πρέπει να εγκρίνεται από την επιτροπή προϋπολογισμού της Bundestag, γεγονός που οδηγεί σε οδυνηρές καθυστερήσεις. Αφότου ο Olaf Scholz, ο καγκελάριος της Γερμανίας, ανακοίνωσε το νέο στρατιωτικό ταμείο της χώρας τον περασμένο Φεβρουάριο, χρειάστηκε να περάσει ο Δεκέμβριος για να εγκρίνουν οι νομοθέτες ένα πακέτο δαπανών ύψους 13 δισ. ευρώ για μαχητικά αεροσκάφη και άλλον στρατιωτικό εξοπλισμό.
Ένα τελευταίο πρόβλημα είναι η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των Ευρωπαίων συμμάχων. Πολλές κυβερνήσεις επιλέγουν να αγοράζουν άρματα μάχης και άλλα κομμάτια του πολεμικού τους μηχανισμού, είτε από εθνικούς πρωταθλητές, είτε από αμερικανικές εταιρείες, περιορίζοντας τις δυνατότητες για οικονομίες κλίμακας μεταξύ των αμυντικών εργολάβων της ηπείρου. Ενώ γίνεται πολύς λόγος για «ευρωπαϊκή άμυνα», η πραγματικότητα είναι πολύ πιο κατακερματισμένη, λέει ο κ. Schöllhorn της Airbus. Ο κ. Johansson της Saab υποστηρίζει ότι, έπειτα από χρόνια υποεπενδύσεων, οι Ευρωπαίοι εργολάβοι στον τομέα της άμυνας θα πρέπει να συνεργαστούν σε θέματα όπως οι συμφορήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, προκειμένου να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση.
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου οι δυσκολίες αυτές μπορεί να μειωθούν. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήδη συμμαζεύουν τις αμυντικές τους προμήθειες. Ο Boris Pistorius, ο νέος υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, συνεργάστηκε με τον Christian Freuding, έναν στρατηγό του στρατού, για τη μείωση της γραφειοκρατίας. Ο υπουργός Άμυνας της Γαλλίας, Sébastien Lecornu, βρίσκεται σε παρόμοια αποστολή. Υπάρχουν επίσης σημάδια βελτίωσης του συντονισμού. Τον Νοέμβριο η Γαλλία, η Ισπανία και η Γερμανία κατέληξαν επιτέλους σε συμφωνία για την κατασκευή ενός ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους, ενώ η ενοποίηση της κατακερματισμένης αμυντικής βιομηχανίας της Ευρώπης θα μπορούσε να βοηθήσει. Την 1η Αυγούστου η Rheinmetall ολοκλήρωσε την εξαγορά της Expal, μιας ισπανικής εταιρείας παραγωγής πυρομαχικών. Ο κ. Johansson πιστεύει ότι είναι πιθανό να υπάρξουν και άλλες τέτοιες συμμαχίες.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδότησε μια απότομη αλλαγή έπειτα από δεκαετίες ειρήνης στην Ευρώπη. Για τους κατασκευαστές όπλων της ηπείρου, οι οποίοι μαράζωσαν κατά τη διάρκεια της γεωπολιτικής ηρεμίας, η αλλαγή αυτή προμηνύει ένα περισσότερο κερδοφόρο μέλλον.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com