THEPOWERGAME
«Βρισκόμαστε σε επικίνδυνο σημείο», δηλώνει με ανησυχία ο Arndt Kirchhoff, επικεφαλής της Ένωσης Εργοδοτών στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και ένας από τους τρεις αδελφούς που διευθύνουν την Kirchhoff, μια εταιρεία κατασκευής εξαρτημάτων αυτοκινήτων. Η Γερμανία διολίσθησε πρόσφατα σε τεχνική ύφεση. Πολλές εταιρείες επενδύουν στο εξωτερικό, παρά στο εσωτερικό. Οι Κινέζοι καταναλωτές εισάγουν λιγότερα μετά την άρση των περιορισμών για την πανδημία απ’ ό,τι ήλπιζαν οι Γερμανοί κατασκευαστές. Και η αντεπίθεση της Ουκρανίας κατά των Ρώσων εισβολέων φέρνει αβεβαιότητα στην πίσω αυλή της Γερμανίας.
Τον Μάιο ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης του Ινστιτούτου Ifo, ενός κέντρου μελετών, μειώθηκε για πρώτη φορά μέσα σε επτά μήνες (βλ. διάγραμμα). Στις 5 Ιουνίου η ζοφερή διάθεση των κατασκευαστών έγινε ακόμα ζοφερότερη όταν η VDMA, η κύρια ομάδα πίεσης των κατασκευαστών μηχανημάτων, ανακοίνωσε ότι οι παραγγελίες για τις μηχανολογικές εταιρείες μειώθηκαν κατά 20%, σε ετήσια βάση, τον περασμένο μήνα. Μια μικρή συρρίκνωση του ΑΕΠ (η γερμανική παραγωγή μειώθηκε κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο) μπορεί να έχει μεγάλη επίπτωση στις παραγγελίες για τους κατασκευαστές μηχανημάτων. Ωστόσο, η πτώση των παραγγελιών «αντανακλά επίσης την πρόσφατη επιδείνωση του κλίματος της οικονομίας», δηλώνει ο Olaf Wortmann της VDMA. Έχοντας υποσχεθεί μια νέα «γερμανική ταχύτητα» σε επιχειρηματικά και οικονομικά θέματα, ο κυβερνητικός συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών, των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατών παραδίδει κάτι που για τα απογοητευμένα αφεντικά της Γερμανίας μοιάζει όλο και περισσότερο να λειτουργεί μετά βίας.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε βιομηχανικές επιχειρήσεις, οι πιο πιεστικές ανησυχίες των εργοδοτών είναι οι τιμές των πρώτων υλών και της ενέργειας (και οι δύο παραμένουν υψηλές), η διαθεσιμότητα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού (το οποίο βρίσκεται σε έλλειψη) και η αύξηση των μισθών (που ανεβάζουν περαιτέρω το κόστος). Και δεν μιλάμε για τη γραφειοκρατία. Οι γραφειοκρατικές εγκρίσεις εξακολουθούν να είναι χρονοβόρες. Ένας δύσκολος νέος νόμος απαιτεί από τις εταιρείες με προσωπικό άνω των 3.000 ατόμων στη Γερμανία να παρακολουθούν αν οι προμηθευτές τους σε όλο τον κόσμο πληρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Χρειάστηκαν δέκα χρόνια για την κατασκευή του αιολικού πάρκου που εγκαινίασε ο υπουργός Οικονομίας, Robert Habeck, στο Bad Berleburg της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας στις 6 Ιουνίου. «Πρέπει να επιταχύνουμε τις διαδικασίες έγκρισης», παραδέχθηκε ο κ. Habeck κατά τη διάρκεια των εγκαινίων. Επέμεινε ότι η Γερμανία θα καταφέρει να διπλασιάσει την αιολική της ισχύ μέχρι το 2030. Αλλά αυτό θα απαιτούσε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, τριπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης των αιολικών πάρκων.
Οι γερμανικές επιχειρήσεις είναι όλο και πιο απρόθυμες να καταβάλουν προσπάθειες για επενδύσεις και επέκταση. Η χώρα τους κατατάσσεται στη 18η θλιβερή θέση μεταξύ 21 βιομηχανικών χωρών ως τόπος δραστηριοποίησης οικογενειακών επιχειρήσεων, σύμφωνα με το ZEWMannheim, ένα ινστιτούτο οικονομικών ερευνών (η Αμερική, ο Καναδάς και η Σουηδία καταλαμβάνουν τις τρεις πρώτες θέσεις). «Βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο τα τελευταία 20 χρόνια», λέει η Natalie Mekelburger, διευθύνουσα σύμβουλος της Coroplast, κορυφαίας εταιρείας παραγωγής κολλητικής ταινίας. Η καθοδηγητική παρέμβαση του κράτους στις επιχειρήσεις «καταστρέφει έμμεσα τις επιχειρηματικές δυνάμεις», λέει η κ. Mekelburger, η οποία κατηγορεί ιδιαίτερα τους Πράσινους για μια «προσέγγιση σχεδιασμένης οικονομίας».
Σχεδόν το ένα τρίτο των γερμανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων σκέφτεται να μεταφέρει την παραγωγή και τις θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, ενώ μία στις έξι το έχει ήδη υλοποιήσει. Η BioNTech, μια πρωτοποριακή εταιρεία βιοτεχνολογίας που συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός εμβολίου κατά του Covid-19, κατασκευάζει το κέντρο έρευνας για τον καρκίνο στη Βρετανία. Η Viessmann, κατασκευάστρια εταιρεία εξοπλισμού θέρμανσης, πωλεί την κύρια δραστηριότητά της στον τομέα των αντλιών θερμότητας στην αμερικανική Carrier. «Διατρέχουμε τον κίνδυνο της υφέρπουσας αποβιομηχάνισης», προειδοποιεί ο Nikolas Stihl, επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου της Stihl, κορυφαίου κατασκευαστή αλυσοπρίονων.
Η εταιρεία του κ. Stihl δεν σχεδιάζει να μεταφέρει την παραγωγή αλλού. Ελπίζει όμως ότι οι αποφάσεις της BioNTech και της Viessmann θα λειτουργήσουν ως προειδοποίηση για την κυβέρνηση. Καμία από τις δύο κινήσεις δεν θα είχε συμβεί, λέει, αν η Γερμανία ήταν τόσο φιλική προς τις επιχειρήσεις όσο παλαιότερα.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com