THEPOWERGAME
Πριν από λίγες ημέρες ο Ron DeSantis, κυβερνήτης της Φλόριντα και κύριος αντίπαλος του Donald Trump για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, επέλεξε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τον Λευκό Οίκο μέσω του Twitter.
Η ζωντανή ηχητική ανακοίνωση, την οποία φιλοξένησε ο ιδιοκτήτης του κοινωνικού δικτύου, Elon Musk, κατέληξε σε φάρσα, καθώς οι διακομιστές του Twitter δυσκολεύτηκαν να αντεπεξέλθουν στους μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ακροατές που είχαν συντονιστεί. Όταν μπόρεσε να ακουστεί, ο κ. DeSantis δήλωσε ότι αποφάσισε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του στην πλατφόρμα επειδή, σε αντίθεση με τα «παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης», το Twitter είναι ένας «φάρος της ελευθερίας του λόγου».
Η συζήτηση σχετικά με το ποιος μπορεί να λέει τι στο Διαδίκτυο αναζωπυρώνεται για ακόμα μια φορά σε παγκόσμιο επίπεδο. Το Twitter, το αγαπημένο δίκτυο των πολιτικών και του Τύπου, τελεί υπό την ασταθή νέα διαχείριση του κ. Musk, ενός αυτοανακηρυγμένου απολυταρχικού της ελευθερίας του λόγου, ο οποίος έχει αποκαταστήσει λογαριασμούς χρηστών που είχαν αποκλειστεί στο παρελθόν, όπως ο κ. Trump. Η Meta, ένας μεγαλύτερος ανταγωνιστής, φέρεται να ετοιμάζει το δικό της δίκτυο βασισμένο σε κείμενο, το οποίο θα λανσαριστεί το καλοκαίρι. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης θα δοκιμαστούν τους επόμενους 18 μήνες, καθώς πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στην Αμερική, ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ διαδικτυακής χολής και παραπληροφόρησης στον κόσμο.
Σε αυτήν τη μάχη ρίχνονται πολιτικοί και δικαστές με ρυθμιστικές προτάσεις. Με το Κογκρέσο σε αδιέξοδο, τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα και τα δικαστήρια της Αμερικής χαράζουν νέες γραμμές γύρω από τα όρια του λόγου. Στην Ευρώπη τα νομοθετικά σώματα έχουν προχωρήσει περισσότερο. Οι κινήσεις αυτές εμπνέουν κυβερνήσεις σε λιγότερο δημοκρατικά μέρη του κόσμου να γράψουν τους δικούς τους νέους κανόνες. Το τι μπορεί να ειπωθεί και να ακουστεί στο Διαδίκτυο βρίσκεται υπό εξονυχιστικό έλεγχο.
Η αστυνόμευση του διαδικτυακού δημόσιου χώρου είναι δύσκολη. Αν και τα πράγματα έχουν ηρεμήσει λίγο μετά την αποχώρηση του κ. Trump από το αξίωμα και την υποχώρηση της Covid-19 (μαζί με το σχετικό κύμα παραπληροφόρησης), πέρυσι οι τρεις μεγαλύτερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης στον κόσμο -το Facebook και το Instagram, που ανήκουν στη Meta, και το YouTube, που ανήκει στην Google- αφαίρεσαν ή μπλόκαραν 11,4 δισ. αναρτήσεις, βίντεο και σχόλια χρηστών. Τα αυτοματοποιημένα φίλτρα εξαλείφουν το μεγαλύτερο μέρος αυτών, αλλά η Meta και η Google απασχολούν παράλληλα περισσότερους από 40.000 αξιολογητές περιεχομένου.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαχείρισης είναι αδιαμφισβήτητο: το 90% των αναρτήσεων που το Facebook, το μεγαλύτερο δίκτυο, κατέβασε πέρυσι ήταν απλώς ανεπιθύμητα μηνύματα (spam). Ωστόσο, πολλές από τις υπόλοιπες αποφάσεις μετριασμού είναι δύσκολες (βλ. γράφημα). Κατά το τελευταίο τρίμηνο το Facebook αφαίρεσε ή μπλόκαρε 10,7 εκατ. αναρτήσεις που θεώρησε ως ρητορική μίσους και 6,9 εκατ. που εκτίμησε ως εκφοβισμό -και οι δύο έννοιες που αφήνουν αρκετά περιθώρια διαφωνίας. Ας δούμε ένα πρόσφατο δίλημμα: η Meta διέταξε πρόσφατα να επανεξεταστεί κατά πόσο υπήρξε υπερβολικός ζήλος στην αστυνόμευση της αραβικής λέξης shaheed, η οποία γενικά μεταφράζεται ως «μάρτυρας», αλλά η σημασία της οποίας μπορεί να αλλάξει ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Οι πλατφόρμες έχουν ως επί το πλείστον αφεθεί να λύσουν τέτοιου είδους διλήμματα μόνες τους.
Τώρα, πλέον, παρεμβαίνουν και οι πολιτικοί. Στην Αμερική, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί συμφωνούν ότι τα κοινωνικά δίκτυα κάνουν άθλια δουλειά όσον αφορά τη διαχείριση του περιεχομένου τους και ότι είναι καιρός να αλλάξει το Άρθρο 230 του Νόμου περί Αξιοπρέπειας των Επικοινωνιών, το οποίο προστατεύει τις διαδικτυακές πλατφόρμες από την ευθύνη για το περιεχόμενο που αναρτούν οι χρήστες (με εξαιρέσεις όπως το περιεχόμενο που συνδέεται με τη σεξουαλική διακίνηση). Ωστόσο, διαφωνούν πλήρως για το τι πρέπει να γίνει.
Οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι κατηγορούν τους δισεκατομμυριούχους της τεχνολογίας ότι υποδαυλίζουν την οργή και την παραπληροφόρηση για να αυξήσουν τα κλικ, θέλουν οι πλατφόρμες να αφαιρούν περισσότερο περιεχόμενο. Οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι αφυπνισμένοι πολυπράγμονες της Καλιφόρνιας φιμώνουν τους συντηρητικούς, θέλουν να αφαιρούν λιγότερα (σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών Pew, μια αμερικανική δεξαμενή σκέψης, οι ψηφοφόροι υποψιάζονται τις εταιρείες τεχνολογίας ότι ευνοούν τις φιλελεύθερες απόψεις έναντι των συντηρητικών σε αναλογία τρία προς ένα). Το αποτέλεσμα είναι το Κογκρέσο να βρίσκεται σε αδιέξοδο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τροποποιήσει το Άρθρο 230. Όμως στις 18 Μαΐου, σε αποφάσεις για δύο παρόμοιες υποθέσεις που αφορούσαν το YouTube και το Twitter, τα οποία είχαν φιλοξενήσει περιεχόμενο που είχαν ανεβάσει τρομοκράτες, αρνήθηκε να αλλάξει το status quo, απορρίπτοντας την ιδέα ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν ευθύνη για εγκλήματα που διαπράττουν οι χρήστες τους. Η NetChoice, μια ομάδα πίεσης υπέρ της τεχνολογίας, χαρακτήρισε την απόφαση ως «τεράστια νίκη για την ελευθερία του λόγου στο Διαδίκτυο». Το Άρθρο 230 φαίνεται προς το παρόν ασφαλές.
Χωρίς τύχη σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι μεταρρυθμιστές της αριστεράς και της δεξιάς επικεντρώνονται στις πολιτείες. Πέρυσι η Καλιφόρνια ψήφισε νόμο που υποχρέωνε τις εταιρείες τεχνολογίας να συλλέγουν λιγότερα δεδομένα από τα παιδιά, μεταξύ άλλων. Αρκετές πολιτείες έχουν ψηφίσει ή προτείνει νόμους που απαιτούν από τα άτομα κάτω των 18 ετών να ζητούν την άδεια των γονέων τους πριν χρησιμοποιήσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις 17 Μαΐου η Μοντάνα απαγόρευσε εντελώς το TikTok, λόγω της κινεζικής ιδιοκτησίας του (το TikTok κάνει αγωγή και αναμένεται να κερδίσει).
Η πιο αμφιλεγόμενη κίνηση είναι ότι το 2021 η Φλόριντα και το Τέξας, αμφότερες ελεγχόμενες από τους Ρεπουμπλικανούς, ψήφισαν νόμους που μείωναν τη δυνατότητα των κοινωνικών δικτύων να περιορίζουν τον πολιτικό λόγο. Τα δικαστήρια επικύρωσαν τον νόμο του Τέξας και κατέρριψαν τον νόμο της Φλόριντα, θέτοντας τις βάσεις για επιστροφή στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται να ασχοληθεί με τις υποθέσεις αργότερα φέτος. «Αν το δικαστήριο ανοίξει την πόρτα για ρύθμιση σε αυτόν τον χώρο, πολλές [πολιτείες] θα αρπάξουν την ευκαιρία», λέει η Evelyn Douek του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Θα έχουν για οδηγό δύο μοντέλα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο Κανονισμός της ΕΕ για τις ψηφιακές υπηρεσίες (DSA), που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2022, θα τεθεί σε εφαρμογή το επόμενο έτος. Το νομοσχέδιο της Βρετανίας για τη διαδικτυακή ασφάλεια, που ετοιμάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια, αναμένεται να τεθεί σε ισχύ αργότερα φέτος. Και τα δύο ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση από την Αμερική. Αντί να μεταβάλλουν το ποιος έχει την ευθύνη για το διαδικτυακό περιεχόμενο (το ερώτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της συζήτησης για το Άρθρο 230), υποχρεώνουν τις πλατφόρμες να εκτελούν ένα είδος δέουσας επιμέλειας, ώστε να περιορίζουν στο ελάχιστο το κακό περιεχόμενο.
Ο ευρωπαϊκός DSA ζητεί από τις διαδικτυακές πλατφόρμες να δημιουργήσουν διαδικασίες χειρισμού παραπόνων και απαιτεί να ενημερώνουν τους χρήστες για τον τρόπο λειτουργίας των αλγορίθμων τους, επιτρέποντάς τους να αλλάζουν τις συστάσεις που λαμβάνουν. Οι μικρότερες πλατφόρμες, οι οποίες ορίζονται ως εκείνες με λιγότερους από 45 εκατομμύρια χρήστες στην ΕΕ, θα απαλλαγούν από ορισμένες από αυτές τις υποχρεώσεις για να μην πνιγούν στη γραφειοκρατία (ορισμένοι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές προειδοποιούν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τις καταστήσει καταφύγιο για επιβλαβές υλικό). Για όσους είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να πληρούν τις προϋποθέσεις για πλήρη εποπτεία, ο DSA αντιπροσωπεύει «σημαντικό οικονομικό βάρος», λέει ο Florian Reiling της δικηγορικής εταιρείας Clifford Chance. Στην Ουάσινγκτον υπάρχει μια ευρύτερη δυσαρέσκεια, εξαιτίας του ότι από τις 19 πλατφόρμες που έχουν μέχρι στιγμής επιλεγεί από την ΕΕ για πιο εντατικό έλεγχο, μόνο μία, η Zalando, ένας γερμανικός ιστότοπος ηλεκτρονικού εμπορίου, είναι ευρωπαϊκή.
Το Twitter, το οποίο έχει μειώσει το προσωπικό του κατά περίπου 80% από τότε που ανέλαβε ο κ. Musk τον Οκτώβριο, μπορεί να είναι ένα από αυτά που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του DSA. Ο κ. Musk φαίνεται να έχει πάρει τη θέση του Mark Zuckerberg, του αφεντικού της Meta, ως ο μεγαλύτερος κακός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στα μάτια ορισμένων. Στις 26 Μαΐου ο Ευρωπαίος επίτροπος Thierry Breton έγραψε στο Twitter ότι η πλατφόρμα εγκατέλειψε τον εθελοντικό κώδικα πρακτικής της ΕΕ κατά της παραπληροφόρησης. «Μπορείς να τρέξεις, αλλά δεν μπορείς να κρυφτείς», πρόσθεσε.
Η παράλληλη νομοθετική προσπάθεια της Βρετανίας είναι πιο εκτεταμένη. Το Νομοσχέδιο για την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο σχεδιάστηκε το 2019, μετά την αυτοκτονία ενός 14χρονου που είχε εκτεθεί σε αλγοριθμικά προτεινόμενο καταθλιπτικό υλικό. Τέσσερις πρωθυπουργούς αργότερα, το κείμενο του νομοσχεδίου έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε έκταση. Μια αμερικανική εταιρεία τεχνολογίας το έχει αποκαλέσει «ένα από τα πλέον πολύπλοκα νομοσχέδια οπουδήποτε στον κόσμο».
Προχωράει περισσότερο από την ΕΕ, με τη χαλαρά διατυπωμένη απαίτησή της για τις πλατφόρμες να ελέγχουν προληπτικά το υλικό. Τα μεγαλύτερα κοινωνικά δίκτυα ελέγχουν ήδη τα βίντεο για αντιστοιχίες με γνωστό περιεχόμενο κακοποίησης παιδιών. Όμως, τα λεπτότερα εγκλήματα, όπως η υποκίνηση σε βία, είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν αυτόματα. Η κλίμακα ορισμένων πλατφορμών -το YouTube ανεβάζει 500 ώρες βίντεο ανά λεπτό- σημαίνει ότι μια αυστηρή απαίτηση για προκαταρκτικό έλεγχο του περιεχομένου θα μπορούσε να περιορίσει τον όγκο του νέου υλικού που ανεβαίνει.
Όπως και στην Αμερική, οι Βρετανοί συντηρητικοί ανησυχούν για τον υπέρ το δέον περιορισμό των δεξιών απόψεων. Συνεπώς, το νομοσχέδιο επιβάλλει την υποχρέωση να διασφαλιστεί ότι η μετριοπάθεια «[εφαρμόζεται] με τον ίδιο τρόπο σε μια ευρεία ποικιλία πολιτικών απόψεων». Ομοίως, η ΕΕ υποσχέθηκε «προστασία των μέσων ενημέρωσης από αδικαιολόγητη αφαίρεση διαδικτυακού περιεχομένου», ως μέρος της επικείμενης Ευρωπαϊκής Πράξης για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης, ως απάντηση στις καταστολές του Τύπου σε κράτη-μέλη όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία.
Το πιο αμφιλεγόμενο κομμάτι του νομοσχεδίου της Βρετανίας, η απαίτηση να εντοπίζουν οι πλατφόρμες το περιεχόμενο που είναι «νόμιμο αλλά επιβλαβές» (π.χ. υλικό που ενθαρρύνει τις διατροφικές διαταραχές), καταργήθηκε σε ό,τι αφορά τους ενήλικες. Παραμένει όμως η υποχρέωση να μην είναι διαθέσιμο στα παιδιά, γεγονός που με τη σειρά του συνεπάγεται την ανάγκη για εκτεταμένους ηλικιακούς ελέγχους. Οι εταιρείες τεχνολογίας λένε ότι μπορούν να μαντέψουν την ηλικία των χρηστών από πράγματα όπως το ιστορικό αναζήτησης και οι κινήσεις του ποντικιού, αλλά ότι μια αυστηρή υποχρέωση επαλήθευσης της ηλικίας των χρηστών θα απειλούσε την ανωνυμία.
Κάποιοι υποψιάζονται ότι η πραγματική τους αντίρρηση αφορά το κόστος. «Δεν νομίζω ότι το “κοστίζει χρήματα και είναι δύσκολο” είναι δικαιολογία», λέει η Keily Blair, γενική διευθύντρια της OnlyFans, μιας πορνοκεντρικής πλατφόρμας, η οποία ελέγχει την ηλικία των χρηστών της και δεν βλέπει κάποιον λόγο να μη γίνεται και από τους υπόλοιπους. Ωστόσο, ορισμένες πλατφόρμες είναι ανένδοτες: το Ίδρυμα Wikimedia, το οποίο διαχειρίζεται τη Wikipedia, λέει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να ελέγξει την ηλικία των χρηστών.
Όσο αυστηρότεροι είναι οι κανόνες σε χώρες όπως η Βρετανία ή η ΕΕ, τόσο πιθανότερο είναι οι εταιρείες τεχνολογίας να προσφέρουν σε αυτές διαφορετικές υπηρεσίες, από το να εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες σε όλο τον κόσμο. Κάποιες μπορεί ακόμα και να αποσυρθούν. Το WhatsApp, μια εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων που ανήκει στη Meta, δηλώνει ότι δεν είναι πρόθυμο να σπάσει την κρυπτογράφηση από άκρο σε άκρο για να ικανοποιήσει την απαίτηση του νομοσχεδίου της Βρετανίας, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες πρέπει να σαρώνουν τα ιδιωτικά μηνύματα για παιδική κακοποίηση. Μπορεί να μη φτάσουμε σε αυτό το σημείο: το νομοσχέδιο θα επιτρέπει στην Ofcom να απαιτεί τα δεδομένα μόνο σε περιπτώσεις όπου θα αποφασίζει ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι αναλογικό. Παρ’ όλα αυτά, οι απειλές για μεταφορά της έδρας γίνονται όλο και συχνότερες. Στις 24 Μαΐου ο Sam Altman, επικεφαλής του OpenAI, δήλωσε ότι θα εξέταζε το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την ΕΕ εάν η ρύθμισή της για την τεχνητή νοημοσύνη έφτανε πολύ μακριά (αργότερα αναίρεσε τις παρατηρήσεις του).
Οι επιπτώσεις του δικτύου
Ανεξάρτητα από το αν η Βρετανία ή η ΕΕ θα χρησιμοποιήσουν ή όχι το πλήρες εύρος των νέων τους εξουσιών, δημιουργούν ένα εύχρηστο προηγούμενο για τις χώρες που θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν ελεύθερα. Το νομοσχέδιο της Βρετανίας, το οποίο προτείνει φυλάκιση για τα στελέχη των εταιρειών που παραβιάζουν τους κανόνες, είναι «ένα σχέδιο καταστολής σε όλο τον κόσμο», σύμφωνα με το Electronic Frontier Foundation, μια ομάδα πολιτικών ελευθεριών. Ένα στέλεχος από την Αμερική αναφέρει ότι ο ισχυρισμός της Βρετανίας να είναι «παγκόσμια πρωτοπόρος» στην τεχνολογία είναι αληθινός μόνο υπό την έννοια ότι ανοίγει τον δρόμο για τις μη δημοκρατικές χώρες να περάσουν τους δικούς τους κατασταλτικούς νόμους.
Χρειάζονται ελάχιστη ενθάρρυνση. Η Τουρκία διέταξε το Twitter να λογοκρίνει πληροφορίες κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εκλογών της -ο ενθουσιώδης με την ελευθερία του λόγου κ. Musk συμμορφώθηκε. Η Βραζιλία πρότεινε έναν «νόμο περί ψευδών ειδήσεων», που θα τιμωρεί τα κοινωνικά δίκτυα για την αποτυχία εντοπισμού της παραπληροφόρησης. Έχοντας ως πρότυπο την ευρωπαϊκή νομοθεσία, έχει χαρακτηριστεί ως ο «DSA των τροπικών». Η Ινδία πρόκειται να δημοσιεύσει τον Ιούνιο νομοσχέδιο για τη ρύθμιση του Διαδικτύου, το οποίο φέρεται να καθιστά τις πλατφόρμες υπεύθυνες για το περιεχόμενο των χρηστών, εάν δεν συμφωνούν να ταυτοποιούν και να εντοπίζουν τους εν λόγω χρήστες όταν τους υποδεικνύεται.
Ο διεθνής αντίκτυπος των βρετανικών προτάσεων και των προτάσεων της ΕΕ επηρεάζει τη συζήτηση στην Αμερική. «Ανεξάρτητα από το πόσο πιστεύετε ότι τα κοινωνικά δίκτυα έχουν διαφθείρει την αμερικανική πολιτική», λέει ο Matthew Prince, επικεφαλής της Cloudflare, μιας αμερικανικής εταιρείας δικτύωσης, «έχουν αποσταθεροποιήσει απίστευτα άλλα καθεστώτα, που είναι ενάντια στα συμφέροντα των ΗΠΑ».
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com