Γ.Δ.
1397.63 +0,94%
ACAG
-1,47%
5.37
BOCHGR
-1,13%
4.38
CENER
-2,14%
8.24
CNLCAP
-0,68%
7.25
DIMAND
-0,72%
8.3
NOVAL
-0,44%
2.275
OPTIMA
+1,27%
12.76
TITC
+4,36%
37.1
ΑΑΑΚ
0,00%
4.48
ΑΒΑΞ
+0,58%
1.378
ΑΒΕ
-1,09%
0.454
ΑΔΜΗΕ
+0,43%
2.35
ΑΚΡΙΤ
0,00%
0.685
ΑΛΜΥ
-0,95%
3.66
ΑΛΦΑ
+0,48%
1.5625
ΑΝΔΡΟ
0,00%
6.42
ΑΡΑΙΓ
+0,16%
9.445
ΑΣΚΟ
0,00%
2.54
ΑΣΤΑΚ
-3,09%
6.9
ΑΤΕΚ
0,00%
0.426
ΑΤΡΑΣΤ
0,00%
8.76
ΑΤΤ
-20,91%
0.59
ΑΤΤΙΚΑ
+3,88%
2.14
ΒΙΟ
+3,40%
5.17
ΒΙΟΚΑ
+1,16%
1.74
ΒΙΟΣΚ
+1,10%
1.375
ΒΙΟΤ
0,00%
0.294
ΒΙΣ
0,00%
0.144
ΒΟΣΥΣ
0,00%
2.04
ΓΕΒΚΑ
-0,38%
1.3
ΓΕΚΤΕΡΝΑ
+2,45%
17.58
ΔΑΑ
+2,33%
7.98
ΔΑΙΟΣ
0,00%
3.66
ΔΕΗ
+1,64%
11.75
ΔΟΜΙΚ
-0,72%
2.75
ΔΟΥΡΟ
0,00%
0.25
ΔΡΟΜΕ
+0,68%
0.296
ΕΒΡΟΦ
-2,47%
1.38
ΕΕΕ
+0,30%
33.1
ΕΚΤΕΡ
+2,30%
1.424
ΕΛΒΕ
-0,85%
4.66
ΕΛΙΝ
-0,51%
1.97
ΕΛΛ
+1,52%
13.35
ΕΛΛΑΚΤΩΡ
-1,46%
1.62
ΕΛΠΕ
+2,26%
6.8
ΕΛΣΤΡ
-1,94%
2.02
ΕΛΤΟΝ
-1,76%
1.788
ΕΛΧΑ
+9,36%
1.8
ΕΠΙΛΚ
0,00%
0.132
ΕΣΥΜΒ
+0,44%
1.13
ΕΤΕ
+0,29%
7.036
ΕΥΑΠΣ
+0,32%
3.13
ΕΥΔΑΠ
-0,35%
5.75
ΕΥΡΩΒ
+2,20%
2.04
ΕΧΑΕ
+3,36%
4.31
ΙΑΤΡ
0,00%
1.525
ΙΚΤΙΝ
-0,81%
0.3075
ΙΛΥΔΑ
+0,58%
1.745
ΙΝΚΑΤ
-1,68%
4.69
ΙΝΛΙΦ
+0,23%
4.29
ΙΝΛΟΤ
+0,69%
0.88
ΙΝΤΕΚ
+3,49%
5.64
ΙΝΤΕΡΚΟ
+1,65%
2.46
ΙΝΤΕΤ
+4,64%
1.015
ΙΝΤΚΑ
+3,35%
2.62
ΚΑΡΕΛ
-1,18%
336
ΚΕΚΡ
+3,08%
1.17
ΚΕΠΕΝ
0,00%
2.22
ΚΛΜ
+3,86%
1.48
ΚΟΡΔΕ
-3,42%
0.395
ΚΟΥΑΛ
-3,26%
1.01
ΚΟΥΕΣ
-0,71%
5.56
ΚΡΙ
+3,99%
14.35
ΚΤΗΛΑ
0,00%
1.7
ΚΥΡΙΟ
+4,77%
0.922
ΛΑΒΙ
+0,41%
0.726
ΛΑΜΔΑ
+2,82%
7.28
ΛΑΜΨΑ
0,00%
37.4
ΛΑΝΑΚ
0,00%
0.85
ΛΕΒΚ
0,00%
0.256
ΛΕΒΠ
0,00%
0.34
ΛΟΓΟΣ
+1,63%
1.25
ΛΟΥΛΗ
+1,86%
2.74
ΜΑΘΙΟ
0,00%
0.65
ΜΕΒΑ
0,00%
3.62
ΜΕΝΤΙ
-1,47%
2.01
ΜΕΡΚΟ
0,00%
41
ΜΙΓ
+2,54%
3.025
ΜΙΝ
0,00%
0.51
ΜΛΣ
0,00%
0.57
ΜΟΗ
+0,36%
19.32
ΜΟΝΤΑ
+7,65%
3.8
ΜΟΤΟ
+0,61%
2.465
ΜΟΥΖΚ
0,00%
0.65
ΜΠΕΛΑ
0,00%
24.2
ΜΠΛΕΚΕΔΡΟΣ
0,00%
3.69
ΜΠΡΙΚ
+0,97%
2.09
ΜΠΤΚ
0,00%
0.62
ΜΥΤΙΛ
+0,38%
31.4
ΝΑΚΑΣ
-4,58%
2.92
ΝΑΥΠ
-3,49%
0.83
ΞΥΛΚ
-0,39%
0.254
ΞΥΛΠ
0,00%
0.398
ΟΛΘ
+0,48%
20.8
ΟΛΠ
0,00%
30
ΟΛΥΜΠ
-0,86%
2.3
ΟΠΑΠ
+1,80%
15.3
ΟΡΙΛΙΝΑ
+1,41%
0.791
ΟΤΕ
+0,60%
15.01
ΟΤΟΕΛ
0,00%
10.24
ΠΑΙΡ
-0,20%
0.974
ΠΑΠ
-1,69%
2.33
ΠΕΙΡ
0,00%
3.63
ΠΕΡΦ
+4,14%
5.28
ΠΕΤΡΟ
-0,26%
7.78
ΠΛΑΘ
-0,88%
3.965
ΠΛΑΚΡ
0,00%
13.9
ΠΡΔ
0,00%
0.25
ΠΡΕΜΙΑ
-1,18%
1.172
ΠΡΟΝΤΕΑ
0,00%
6.2
ΠΡΟΦ
+2,00%
5.1
ΡΕΒΟΙΛ
0,00%
1.58
ΣΑΡ
+2,27%
10.82
ΣΑΡΑΝ
0,00%
1.07
ΣΑΤΟΚ
0,00%
0.028
ΣΕΝΤΡ
+0,61%
0.331
ΣΙΔΜΑ
-1,29%
1.53
ΣΠΕΙΣ
-0,71%
5.6
ΣΠΙ
-1,95%
0.504
ΣΠΥΡ
0,00%
0.127
ΤΕΝΕΡΓ
+0,20%
19.81
ΤΖΚΑ
-1,74%
1.41
ΤΡΑΣΤΟΡ
0,00%
1.06
ΤΡΕΣΤΑΤΕΣ
+0,62%
1.62
ΥΑΛΚΟ
0,00%
0.162
ΦΙΕΡ
0,00%
0.359
ΦΛΕΞΟ
0,00%
8
ΦΡΙΓΟ
-4,35%
0.22
ΦΡΛΚ
-0,14%
3.57
ΧΑΙΔΕ
+7,96%
0.61

Τι σημαίνει ο φόρος πολέμου για την παγκόσμια οικονομία

Διάγραμμα 1 © The Economist
Διάγραμμα 1 © The Economist

Στο τέλος του ψυχρού πολέμου, ο Αμερικανός πρόεδρος, George H.W. Bush, διέδωσε την ιδέα ότι η περικοπή των αμυντικών δαπανών θα έδινε ώθηση στην οικονομία. «Μπορούμε να αποκομίσουμε ένα πραγματικό μέρισμα ειρήνης φέτος και στη συνέχεια κάθε χρόνο, με τη μορφή μόνιμα μειωμένων αμυντικών προϋπολογισμών», αναφώνησε το 1992. Ο κόσμος το σημείωσε. Η ίδια η Αμερική, από το 6% του ΑΕΠ της που δαπανούσε για την άμυνα το 1989, έφτασε στο 3% περίπου μέσα σε μια δεκαετία (βλ. διάγραμμα 1). Στη συνέχεια ήρθαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Τώρα, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τη συζήτηση για πόλεμο μεταξύ Αμερικής και Κίνας για την Ταϊβάν και τις αυξανόμενες εντάσεις γύρω από τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, οι χώρες προετοιμάζονται αυτόν τον αιώνα όσο ποτέ άλλοτε.

Διάγραμμα 2 © The Economist
Διάγραμμα 2 © The Economist

Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, ένα κέντρο μελετών, πέρυσι οι αμυντικές δαπάνες παγκοσμίως αυξήθηκαν πάνω από 2 τρισ. δολάρια, (βλ. διάγραμμα 2), κατά σχεδόν 4% σε πραγματικούς όρους. Οι τιμές των μετοχών των αμυντικών εταιρειών παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις από το σύνολο του χρηματιστηρίου (βλ. διάγραμμα 3). Πολλοί σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, ιδίως η Γερμανία, σχεδιάζουν να επιτύχουν ή να υπερβούν τις δαπάνες του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα  που είναι ο στόχος της συμμαχίας, αλλά και άλλες χώρες σχεδιάζουν επίσης το ίδιο. Η Ιαπωνία σχεδιάζει σχεδόν να διπλασιάσει τις αμυντικές δαπάνες μέχρι το 2027, καθιστώντας την τη τρίτη κατά σειρά χώρα παγκοσμίως στον τομέα.

Διάγραμμα 3 © The Economist
Διάγραμμα 3 © The Economist

Εκτιμούμε ότι οι νέες συνολικές αμυντικές δεσμεύσεις και οι προβλεπόμενες αυξήσεις των δαπανών, εάν υλοποιηθούν, θα δημιουργήσουν πάνω από 200 δισ. δολάρια σε πρόσθετες αμυντικές δαπάνες σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε χρόνο. Θα μπορούσαν να είναι πολύ περισσότερα. Φανταστείτε ότι οι χώρες που σήμερα δαπανούν λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ ετησίως φτάνουν σε αυτό το επίπεδο και ότι οι υπόλοιπες αυξάνουν τις δαπάνες κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ. Οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονταν κατά σχεδόν 700 δισ. δολάρια ετησίως.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία «κινδυνεύει να εξανεμίσει το μέρισμα ειρήνης που απολαμβάνουμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες», δήλωσε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Kristalina Georgieva, σε ομιλία της τον Απρίλιο. Η Δύση στέλνει όλο και περισσότερα όπλα, ολοένα και πιο εξελιγμένα, για να βοηθήσει την Ουκρανία να εξαπολύσει αντεπίθεση κατά της Ρωσίας. Έχει εξοπλίσει το μεγαλύτερο μέρος εννέα νέων τεθωρακισμένων ταξιαρχιών με σύγχρονα άρματα μάχης και όχι μόνο. Σύντομα θα αρχίσει να εκπαιδεύει Ουκρανούς πιλότους να πετούν αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη F-16.

Ο αριθμός των χωρών του ΝΑΤΟ που πέτυχαν τον στόχο του 2% αυξήθηκε από τρεις το 2014 σε εννέα πέρυσι. Η Λέσχη λέει τώρα ότι ο στόχος αυτός θα πρέπει να είναι «το κατώτατο, όχι το ανώτατο όριο», μια ιδέα που είναι πιθανό να κατοχυρωθεί στη σύνοδο κορυφής της στη Λιθουανία τον Ιούλιο. Ορισμένες χώρες προχωρούν πολύ πιο πέρα. Η Πολωνία στοχεύει να φτάσει το 4% φέτος και τελικά να διπλασιάσει το μέγεθος του στρατού της. Η Γαλλία κάνει λόγο για μετάβαση σε μια «πολεμική οικονομία».

Όμως, η εξοπλιστική κούρσα εντείνεται και στην άλλη πλευρά του πλανήτη. Η Ταϊβάν παρατείνει τη στρατιωτική θητεία από τέσσερις μήνες σε ένα χρόνο. Στο πλαίσιο της συμφωνίας AUKUS, η Αμερική και η Βρετανία θα βοηθήσουν στην προμήθεια της Αυστραλίας με πυρηνικά υποβρύχια. Στοχεύουν επίσης στην ανάπτυξη άλλων όπλων, συμπεριλαμβανομένων των υπερηχητικών πυραύλων. Την τελευταία δεκαετία ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ινδίας αυξήθηκε κατά περίπου 50% σε πραγματικούς όρους, όπως και του Πακιστάν. Στη Μέση Ανατολή, τα κράτη του Κόλπου κάνουν και πάλι μεγάλες αγορές στο παζάρι των όπλων.

Τα τελευταία 10 χρόνια, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας αυξήθηκε κατά περίπου 75% σε πραγματικούς όρους. Θέλει να «ολοκληρώσει ουσιαστικά τον εκσυγχρονισμό» των δυνάμεών της μέχρι το 2035 και να γίνει μια στρατιωτική δύναμη «παγκόσμιας κλάσης» μέχρι το 2049. Η Αμερική πιστεύει ότι η Κίνα θέλει να έχει την ικανότητα να εισβάλει στην Ταϊβάν έως 2027.

Ορισμένοι στην Αμερική αμφισβητούν κατά πόσο η προσέγγισή της είναι επαρκής σε έναν κόσμο που σπαράσσεται από αντιπαλότητες. Από το 2012, παρά κάποιες πρόσφατες αυξήσεις, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Αμερικής έχει συρρικνωθεί κατά περίπου 5%. Οι περικοπές στις δαπάνες προέκυψαν μετά την οικονομική κρίση του 2007-09. Ωστόσο, ακόμα και πριν από την αυξημένη  τρέχουσα ένταση, το Κογκρέσο εξουσιοδότησε μια επιτροπή να εξετάσει τις αμερικανικές αμυντικές δαπάνες. Το 2018 το όργανο συνέστησε την αύξησή τους κατά 3% έως 5% σε πραγματικούς όρους κάθε χρόνο για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Συνολικά, το πλεονέκτημα της Αμερικής έναντι των αντιπάλων της έχει διαβρωθεί τον τελευταίο αιώνα, εκτιμά ο Αμερικανός στρατηγικός αναλυτής Andrew Krepinevich. Κατά τη διάρκεια του πρώτου, του δεύτερου και του ψυχρού πολέμου οι αντίπαλοι της Αμερικής είχαν πολύ μικρότερες οικονομίες από την Αμερική. Σήμερα η Κίνα μόνο παράγει σχεδόν το 80% της αμερικανικής παραγωγής.

Τις δεκαετίες μετά τον ψυχρό πόλεμο, το σκεπτικό ήταν ότι η μείωση των δαπανών για στρατούς σήμαινε ότι θα δαπανιόνταν περισσότερα για υποδομές και δημόσιες υπηρεσίες και για να μειωθεί το χρέος ή οι φόροι. Από τη δεκαετία του 1960 ο κόσμος «απελευθέρωσε» με αυτόν τον τρόπο περίπου 4 τρις δολάρια ετησίως σε τρέχουσες τιμές, ποσό που ισοδυναμεί με τον παγκόσμιο κρατικό προϋπολογισμό για την εκπαίδευση. Τώρα, το μέρισμα ειρήνης μετατρέπεται σε «φόρο πολέμου». Πόσο βαρύς θα είναι;

Ο ακριβής υπολογισμός του ποιος ξοδεύει τι μπορεί να είναι δύσκολος. Για λόγους διεθνούς σύγκρισης, οι αμυντικές δαπάνες υπολογίζονται συνήθως ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς. Με αυτό το μέτρο, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες εμφανίζονται κοντά στο χαμηλότερο μεταψυχροπολεμικό επίπεδο, περίπου στο 2,5%. Ωστόσο, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς υποτιμούν σημαντικά το πραγματικό μέγεθος των αμυντικών εγκαταστάσεων σε χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, όπου ένα δεδομένο δολάριο στρατιωτικών δαπανών μπορεί να πληρώσει για πολύ περισσότερα όπλα και στρατιώτες. Το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, εάν αυξηθεί  και ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, όπως αναμένεται. Σε έναν πιο ανασφαλή κόσμο, οι χώρες εξοπλίζονται επειδή το κάνουν οι γείτονές τους ή επειδή τις ενθαρρύνουν οι σύμμαχοί τους.

Η αύξηση της δαπάνης για όπλα εγείρει διάφορα ερωτήματα: τι θα αγοράσουν οι χώρες; Μπορεί τα χρήματα να σπαταληθούν και να ζημιωθεί η παγκόσμια οικονομία;

Η Αμερική, μακράν με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες  στον κόσμο, αφιερώνει όλο και μεγαλύτερα κονδύλια στην έρευνα και την ανάπτυξη μελλοντικών όπλων, συμπεριλαμβανομένων των υπερηχητικών πυραύλων, για να προλάβει την Κίνα και τη Ρωσία, της «κατευθυνόμενης ενέργειας», όπως ισχυρά λέιζερ για την κατάρριψη μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων, αλλά και της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής. Αγοράζει επίσης όσα πυρομαχικά μπορούν να παράγουν τα εργοστάσιά της – από βλήματα πυροβολικού 155 χιλιοστών έως αντιαβακικούς πυραύλους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο τις απίστευτες ποσότητες πυρομαχικών που απαιτούνται σε μια σύγκρουση, καθώς και την αδυναμία των γραμμών παραγωγής σε καιρό ειρήνης να ανταποκριθούν σε μια τέτοια ζήτηση.

Η Κίνα επενδύει σε όλα τα μέτωπα. Πέρυσι οι δαπάνες της αυξήθηκαν κατά 4,2% σε πραγματικούς όρους. Η κατανομή του προϋπολογισμού της είναι αδιαφανής, και όχι μόνο εξαιτίας της «σύντηξης πολιτικού-στρατιωτικού τομέα» στην τεχνολογική ανάπτυξη. Έχει αναπτύξει ένα πλέγμα όπλων για τον περιορισμό και την παρεμπόδιση πρόσβασης και ελιγμών(Α2/AD), με πυραύλους επίγειας επίθεσης και αντιαβακικούς που μπορούν να φτάσουν βαθιά στον Ειρηνικό. Έχει επίσης προβάδισμα σε ορισμένους τύπους υπερηχητικών πυραύλων (οι οποίοι είναι δυσκολότερο να αναχαιτιστούν από τους βαλλιστικούς). Το ναυτικό της είναι ήδη μεγαλύτερο από το αμερικανικό.

Η Αμερική, η Ρωσία και η Κίνα επενδύουν επίσης στα πυρηνικά τους οπλοστάσια. Η Αμερική αναβαθμίζει όλα τα σκέλη της «τριάδας» των πυρηνικών πυραύλων εδάφους, αέρος και υποβρυχίων. Η Ρωσία εργάζεται πάνω σε εξειδικευμένα όπλα, όπως η πυρηνική τορπίλη Poseidon, η οποία έχει σχεδιαστεί για να πυροδοτεί υποβρύχιες πυρηνικές εκρήξεις που, όπως καυχώνται οι προπαγανδιστές, μπορούν να προκαλέσουν καταστροφικά παλιρροϊκά κύματα. Σύμφωνα με το Πεντάγωνο, η Κίνα επεκτείνει γρήγορα το οπλοστάσιό της, από μερικές εκατοντάδες πυρηνικές κεφαλές σε 1.500 μέχρι το 2035.

Οι εξοπλισμοί βρίσκονται επίσης στην κορυφή της λίστας αγορών για πολλές μικρότερες χώρες. Η Γερμανία αγοράζει νέα αεροσκάφη F-35, καθώς και συστήματα διοίκησης και ελέγχου. Η Πολωνία ξοδεύει πολλά για τις χερσαίες δυνάμεις, αγοράζοντας άρματα μάχης, οβιδοβόλα, πυραύλους ακριβείας και άλλα από την Αμερική και τη Νότια Κορέα, αλλά και πολεμικά αεροσκάφη. Η Ιαπωνία αναζητά, μεταξύ άλλων, πυραύλους «αντεπίθεσης» μεγάλου βεληνεκούς για να χτυπήσει την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα.

Αυτό το καταναλωτικό ντελίριο ενέχει αρκετούς κινδύνους. Δεδομένων των δυσχερειών, ένας κίνδυνος είναι η κλιμάκωση του κόστους, σε μια βιομηχανία όπου οι τιμές είναι δύσκολο να ελεγχθούν λόγω των μακρών διαδικασιών ανάπτυξης, των μεταβαλλόμενων απαιτήσεων και επειδή οι αμυντικές εταιρείες λειτουργούν στην τεχνολογική αιχμή, με όλα τα συναφή γενικά έξοδα.

Οι αμερικανικοί αμυντικοί προϋπολογισμοί μπορεί να υπόκεινται στις ιδιοτροπίες των πολιτικών που επιδιώκουν οφέλη για τις περιφέρειές τους. Για παράδειγμα, το Κογκρέσο αρνείται επίμονα να αφήσει την πολεμική αεροπορία να αποσύρει παρωχημένα αεροσκάφη. Οι ευρωπαϊκές χώρες, από την πλευρά τους, δεν μπορούν να συντονίσουν τις προμήθειες σε κλίμακα. Η εταιρεία συμβούλων McKinsey σημειώνει ότι διαθέτουν πολύ περισσότερα μοντέλα όπλων από ό,τι η Αμερική: 15 τύπους αρμάτων μάχης έναντι ενός στην Αμερική, και 20 μαχητικά αεροσκάφη έναντι επτά, και ούτω καθεξής.

Ακόμα χειρότερα, η αμυντική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στη δωροδοκία, σημειώνει η Josie Stewart της Transparency International, μιας ομάδας κατά της διαφθοράς. Αυτό οφείλεται στη μυστικότητα που περιβάλλει πολλές από τις συναλλαγές της, στη σημασία της για την εθνική ασφάλεια και στην  γρήγορη εναλλαγή των εμπειρογνωμόνων που είναι γνώστες των τεχνικών λεπτομερειών της. Η εισροή χρημάτων θα μπορούσε να χειροτερεύσει την κατάσταση.

Υπάρχουν ευρύτερες ανησυχίες ότι οι μεγάλες αμυντικές εγκαταστάσεις και οι βιομηχανίες που τις προμηθεύουν θα επιβαρύνουν την παγκόσμια οικονομία, πυροδοτώντας τον πληθωρισμό ή επιβραδύνοντας την ανάπτυξη ή και τα δύο. Ο Kenneth Rogoff από το Χάρβαρντ σημείωσε ότι «η ανάγκη για μαζικές προσωρινές δαπάνες μπορεί εύκολα να ανεβάσει το κόστος δανεισμού».

 Τι θα γίνει με τον πληθωρισμό;

Ορισμένοι φόβοι μπορεί να είναι άστοχοι. Δείτε τον αμυντικό πληθωρισμό στην Αμερική – την αύξηση των τιμών που αντιμετωπίζουν οι αγοραστές στρατιωτικού εξοπλισμού. Διαμορφώνεται σε περίπου 5% σε ετήσια βάση, το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων δεκαετιών. Κατά τη διάρκεια προηγούμενων αυξήσεων του στρατιωτικού εξοπλισμού ο αμυντικός πληθωρισμός εκτινάχθηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια περίοδο κατά την οποία ο Ronald Reagan αύξησε τις στρατιωτικές δυνατότητες της Αμερικής, ξεπέρασε εύκολα τις αυξήσεις των τιμών σε επίπεδο οικονομίας. Στον πόλεμο του Βιετνάμ έφτασε για λίγο το 48% σε ετήσια βάση.

Ακόμα κι έτσι, υπάρχουν ελάχιστοι λόγοι να πιστεύουμε ότι ο νέος ψυχρός πόλεμος θα είναι σημαντικά πληθωριστικός. Ούτε καν τα πιο σκληροπυρηνικά γεράκια του πολέμου δεν ζητούν να επιστρέψουν οι αμυντικές δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960 ή του 1970. Αν δεν ξεσπάσει κάποιος θερμός πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες είναι απίθανο να αυξηθούν πάνω από το χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ – πράγμα που σημαίνει ότι η επίδρασή τους στην παγκόσμια συνολική ζήτηση και, συνεπώς, στον πληθωρισμό θα είναι παρόμοια μικρή.

Οι δαπάνες μπορούν να παραμείνουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε μεγάλο βαθμό επειδή η άμυνα είναι πιο αποτελεσματική από ό,τι παλαιότερα. Οι σύγχρονοι στρατοί απαιτούν ολοένα και λιγότερους ανθρώπους, επιτρέποντας στους στρατιωτικούς σχεδιαστές να μειώσουν τον αριθμό των απασχολουμένων (αν και οι πάροχοι των υπηρεσιών μπορεί να γίνουν πιο ακριβοί). Η Βραζιλία δαπανά το 78% του προϋπολογισμού της σε ανθρώπους σε σύγκριση με λιγότερο από το 50% στη Δύση. Στη θέση των ανθρώπων βρίσκονται καλύτερες μηχανές. Πολλοί σχεδιαστές θρηνούν το αυξανόμενο κόστος κάθε πλατφόρμας, αλλά τα πράγματα βελτιώνονται με κάθε επανάληψη. «Σήμερα μπορείς να χτυπήσεις δεκάδες στόχους με ένα μόνο βομβαρδιστικό, αντί το αντίστροφο, όπως συνέβαινε παλαιότερα», υποστηρίζει ο James Geurts, συνταξιούχος συνταγματάρχης της πολεμικής αεροπορίας και σύμβουλος της Lux Capital, μιας εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων.

Τα επίσημα στοιχεία από την Αμερική υποδεικνύουν ότι, αφού βελτιωθεί ως προς την ποιότητά του, η τιμή ενός πυραύλου έχει μειωθεί σε ονομαστικούς όρους κατά περίπου 30% από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η τιμή των στρατιωτικών αεροσκαφών είναι περίπου σταθερή. Σήμερα μια χώρα μπορεί να δαπανήσει σχετικά μέτρια για να αποκτήσει φοβερές δυνατότητες. Ως εκ τούτου, οι αμυντικές δαπάνες τείνουν να μειώνονται σε σχέση με το ΑΕΠ, ιδίως σε καιρό ειρήνης.

Η άμυνα θα μπορούσε να συνεχίσει να γίνεται καλύτερη και φθηνότερη σε σχετικούς όρους λόγω της μεταβαλλόμενης φύσης αυτού που ο Dwight Eisenhower, στρατηγός που έγινε πρόεδρος, αποκάλεσε «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα». Στο παρελθόν τα υπουργεία Άμυνας εξήγαγαν τεχνολογία στους πολίτες – σκεφτείτε το παγκόσμιο σύστημα εντοπισμού θέσης και το διαδίκτυο. Τώρα πλέον συμβαίνει το αντίθετο όλο και περισσότερο, με τις στρατιωτικές βιομηχανίες να εισάγουν τεχνολογία απέξω.

Τεχνολογικές τροχιές

Η κυβερνοασφάλεια, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και η δορυφορική τεχνολογία καλύπτουν τόσο τον πολιτικό όσο και τον στρατιωτικό κόσμο. Η SpaceX, που ιδρύθηκε από τον Elon Musk, εκτοξεύει αμερικανικούς στρατιωτικούς δορυφόρους. Οι Ουκρανοί πολεμιστές κάνουν εκτεταμένη χρήση των δορυφόρων του Starlink. Το υπουργείο Άμυνας της Αμερικής έχει προσδιορίσει 14 κρίσιμες τεχνολογίες που θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια. Ίσως δέκα ή 11 από αυτές να  άγονται εμπορικά. Εταιρείες τεχνολογίας όπως η Google και η Microsoft βοηθούν με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, την επεξεργασία δεδομένων και την τεχνητή νοημοσύνη. Αρκετές εταιρείες παρέχουν υπολογιστικό νέφος.

Όλα αυτά ισοδυναμούν με αλλαγή της κουλτούρας των εταιρειών τεχνολογίας που κάποτε απέφευγαν την άμυνα ως «ηθικά κολάσιμη». Το οικοσύστημα αμυντικής τεχνολογίας που αναπτύχθηκε στην Αμερική, συγκεράζει μηχανικούς  με μεγάλη τεχνογνωσία από το Κολοράντο, ρυθμιστές από την Ουάσινγκτον,  αεροδιαστημικούς τύπους από το Λος Άντζελες και επενδυτές από το Σαν Φρανσίσκο. Βέβαια, δεν πρόκειται για αμιγώς αμερικανικό φαινόμενο. Περίπου οι μισές από τις μεγαλύτερες εταιρείες στους τομείς της άμυνας και του διαστήματος που ιδρύθηκαν την τελευταία δεκαετία έχουν την έδρα τους σε άλλα μέρη του κόσμου. «Οι ιδρυτές δεν ενδιαφέρονται πλέον για την επόμενη νεοφυή επιχείρηση κοινωνικής δικτύωσης», λέει ο Paul Kwan της General Catalyst, μιας αμερικανικής επενδυτικής εταιρείας.

Οι μεγάλοι επενδυτές στη Silicon Valley, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου Andreessen Horowitz και General Catalyst, ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για την εθνική ασφάλεια, με την ευρεία έννοια. Οι εταιρείες τεχνολογίας οσμίζονται την ευκαιρία. Η Palantir, η οποία ειδικεύεται στην ανάλυση μεγάλων δεδομένων, κυκλοφόρησε πρόσφατα μια νέα αμυντική πλατφόρμα που βασίζεται στην τεχνητή νοημοσύνη για την επιτάχυνση της λήψης αποφάσεων. Η άμυνα ήταν ένας από τους λίγους τομείς στους οποίους το 2022 υπήρξαν περισσότερες συμφωνίες επιχειρηματικού κεφαλαίου από ό,τι το 2021.

Παράλληλα, υπάρχει μια συνεχώς αυξανόμενη προσπάθεια οι ίδιες οι αμυντικές επιχειρήσεις να ενισχυθούν μέσω της τεχνολογίας. Μια πρόσφατη κοινοβουλευτική έκθεση στη Βρετανία σημείωσε ότι «τα παλαιά συστήματα περιπλέκουν τις εργασίες ρουτίνας όπως η παραγγελίες και του παραμικρού εξοπλισμού, όπως ένα ζευγάρι μπότες, για παράδειγμα». Μπορεί να χρειαστούν 10 έως 20 χρόνια για να παραχθεί ένα νέο αεροπλάνο. Αλλά, αντί να αναπτύσσει νέα αεροπλάνα κάθε δεκαετία περίπου, λέει ο Jim Taiclet, το αφεντικό της Lockheed Martin, του μεγαλύτερου αμυντικού εργολάβου στον κόσμο, η εταιρεία του στοχεύει να μιμηθεί τη Silicon Valley προσφέροντας αναβαθμίσεις λογισμικού για τη βελτίωση των επιδόσεων κάθε 6 έως 12 μήνες.

Οι δημοσιονομικές συνέπειες της νέας αμυντικής έκρηξης μπορεί να είναι μέτριες αν η βιομηχανία γίνει πιο αποτελεσματική. Η σύγκριση των δαπανών άμυνας με οτιδήποτε άλλο ήταν αναπόφευκτη τις προηγούμενες δεκαετίες: το 1944 η Αμερική ξόδευε το εντυπωσιακό 53% του ΑΕΠ της στις στρατιωτικές δυνάμεις. Αυτό δεν ισχύει σήμερα. Αν ο κόσμος διπλασίαζε τις στρατιωτικές του δαπάνες εν μία νυκτί (υποθέτοντας ότι δεν θα αυξάνονταν οι φόροι ή το χρέος), οι δημόσιες δαπάνες θα έπρεπε να περικοπούν κατά 5% περίπου για να ισοσκελιστούν τα βιβλία. Όχι εύκολο, αλλά όχι και ακατόρθωτο.

Ποιος, όμως, είναι ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη; Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι αμυντικές δαπάνες αφαιμάζουν την υπόλοιπη οικονομία. Η διατήρηση της ασφάλειας μιας χώρας έχει μεγάλη οικονομική αξία. Αλλά όταν αγοράσετε έναν πύραυλο, ας πούμε, συνήθως μείνει στην αποθήκη αντί να χρησιμοποιηθεί παραγωγικά. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε στην Αμερική, καθώς οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν από τα χωράφια στα εργοστάσια πυρομαχικών και στις στρατιωτικές μονάδες. Αντίθετα, τα αναγκαστικά όρια που επιβλήθηκαν στις στρατιωτικές δαπάνες στη μεταπολεμική Ιαπωνία και τη Δυτική Γερμανία συνέπεσαν με την τεράστια βελτίωση της παραγωγικότητας και στις δύο χώρες.

Αυτή φυσικά είναι μόνο η μια πλευρά της ιστορίας. Χώρες όπως το Ισραήλ και η Νότια Κορέα συνδυάζουν δυναμικές οικονομίες με μεγάλους αμυντικούς τομείς. Αναλύσαμε στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας από τη δεκαετία του 1960 έως το 2021, διερευνώντας τη σχέση μεταξύ των στρατιωτικών δαπανών και της αύξησης του ΑΕΠ. Τόσο εντός μιας χώρας για πολλά χρόνια, όσο και μεταξύ χωρών σε ένα μόνο έτος, δεν βρίσκουμε σχεδόν καμία συσχέτιση μεταξύ των δύο. Με απλά λόγια, περισσότερα όπλα δεν σημαίνει απαραίτητα λιγότερο βούτυρο.

Περισσότερη Ε&Α στην άμυνα θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην ευρύτερη καινοτομία. Και περισσότερες επενδύσεις σε αμυντικές ικανότητες θα μπορούσαν επίσης να έχουν θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Μια πρόσφατη μελέτη του Enrico Moretti του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας και των συνεργατών του διαπιστώνει ότι «η χρηματοδοτούμενη από την κυβέρνηση Ε&Α γενικά -και η αμυντική Ε&Α ειδικότερα- αυξάνει αποτελεσματικά τις συνολικές δαπάνες μιας χώρας για την καινοτομία σε έναν δεδομένο κλάδο».

Φορολογία και τεθωρακισμένα

Οι κυβερνήσεις έχουν πολλές ανταγωνιστικές απαιτήσεις για τα κονδύλια τους: μεταξύ αυτών η φροντίδα για τη γήρανση του πληθυσμού, η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η πληρωμή υψηλότερων τόκων για τα χρέη τους. Ορισμένοι φοβούνται ότι η αύξηση των φόρων είναι αναπόφευκτη ή ότι το κόστος θα μεταφερθεί στις μελλοντικές γενιές ως δανεισμός. Πολλές κυβερνήσεις θα αντιμετωπίσουν πιέσεις να υπαναχωρήσουν από τις δεσμεύσεις για υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση των μυστικών υπηρεσιών που διέρρευσε, ο Justin Trudeau, πρωθυπουργός του Καναδά, δήλωσε στους ηγέτες του ΝΑΤΟ ότι η χώρα του δεν θα φτάσει ποτέ τον στόχο του 2%. Δεν είναι ακόμα σαφές πώς η Ιαπωνία ή η Πολωνία θα πληρώσουν τις μεγάλες αυξήσεις στην άμυνα.

Τα τεκταινόμενα στην Ουάσινγκτον, πάνω απ’ όλα, θα καθορίσουν το μέγεθος και τη διάρκεια της έκρηξης. Η κυρίαρχη τάση εξακολουθεί να θέλει η Αμερική να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία και να αποκρούσει τόσο τη Ρωσία όσο και την Κίνα. Ωστόσο πολλοί από τη λαϊκιστική πτέρυγα του «America First» θέλουν να περικόψουν τη στήριξη προς την Ουκρανία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και προς το Πεντάγωνο. Μια τρίτη ομάδα τάσσεται υπέρ της ανακατεύθυνσης των στρατιωτικών δαπανών μακριά από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή για να επικεντρωθούν στην Κίνα, ενώ μια τέταρτη περιλαμβάνει στοιχεία από την αριστερά που θέλουν λιγότερες δαπάνες για την άμυνα και περισσότερες για κοινωνικά θέματα. Η πρώτη κατηγορία, τα διεθνιστικά γεράκια, φαίνεται να έχουν το πάνω χέρι. Η αντιμετώπιση του αντιπάλου της Αμερικής είναι ένα από τα λίγα θέματα στα οποία υπάρχει διακομματική υποστήριξη.

Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορούν να ωθήσουν τις δαπάνες προς τα πάνω. Μια κρίση μπορεί να κλιμακωθεί – ή ακόμα και να παρασύρει την Αμερική σε άμεση μάχη- εξαναγκάζοντας σε στρατιωτική αύξηση. Ο Harry Truman, για παράδειγμα, το βίωσε ως πρόεδρος κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Αν δεν υπάρξει σύγκρουση, ένας μελλοντικός πρόεδρος μπορεί να επιλέξει τη στρατιωτική ενίσχυση. Πολλοί θεωρούν την απόφαση του Reagan να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες ως κρίσιμη για τη χρεοκοπία της Σοβιετικής Ένωσης και τη νίκη στον ψυχρό πόλεμο.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προμηνύεται μια νέα εποχή επανεξοπλισμών. Όπως δήλωσε πρόσφατα στη Γερουσία ο στρατηγός Mark Milley, πρόεδρος του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού: «Η αποτροπή ενός πολέμου  μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων μέσω της ετοιμότητας και της αποτροπής είναι πολύ ακριβή, αλλά όχι τόσο όσο η διεξαγωγή ενός πολέμου», ενώ το μόνο που κοστίζει ακόμα περισσότερο, όπως εξήγησε, είναι η ήττα.

© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com

Google News icon
Ακολουθήστε το Powergame.gr στο Google News για άμεση και έγκυρη οικονομική ενημέρωση!