THEPOWERGAME
“Σήμερα βλέπουμε τη γέννηση ενός νέου είδους”, δήλωσε ο Julio Friedmann, ατενίζοντας το ζοφερό τοπίο. Στα τέλη Απριλίου, μαζί με αρκετές εκατοντάδες μεγαλόσχημους, ο διάσημος τεχνολόγος της ενέργειας ταξίδεψε σε μια απομακρυσμένη γωνιά της πετρελαϊκής περιοχής του Τέξας επ’ ονόματι Notrees, μετά από πρόσκληση της 1PointFive, ενός τμήματος της Occidental Petroleum, μιας αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας, και της Carbon Engineering, μιας καναδικής τεχνολογικής startup που υποστηρίζεται από τον Bill Gates. Το εν λόγω είδος μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με δέντρο – αλλά όχι το βιολογικό είδος, που δεν υπάρχει ούτε για δείγμα στο άγονο έδαφος. Αντίθετα, πρόκειται για ένα δενδρώδες τεχνούργημα: το πρώτο σε εμπορική κλίμακα εργοστάσιο “Άμεσης Δέσμευσης από τον Αέρα” (DAC) στον κόσμο.
Όπως το δέντρο, η DAC απορροφά διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα, το συγκεντρώνει και το καθιστά διαθέσιμο για κάποια χρήση. Στη φυσική περίπτωση, η χρήση αυτή είναι η δημιουργία οργανικών μορίων μέσω της φωτοσύνθεσης. Για την τεχνολογία DAC, μπορεί να είναι πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ήδη το CO2, όπως η προσθήκη αφρού στα ποτά, η ταχύτερη ανάπτυξη των φυτών στα θερμοκήπια ή, στην περίπτωση της Occidental, η διοχέτευσή του σε υπόγειες δεξαμενές πετρελαίου για να αποσπάσει περισσότερες σταγόνες αργού πετρελαίου από τις γωνίες και τις ρωγμές.
Ωστόσο, κάποιοι από τους 500.000 τόνους CO2 που θα δεσμεύει κάθε χρόνο το εργοστάσιο Notrees, όταν θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία το 2025, θα διοχετεύονται κάτω από τις πεδιάδες του Τέξας στην υπηρεσία ενός μεγαλύτερου στόχου: την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Διότι, σε αντίθεση με τον άνθρακα που αποθηκεύεται στα βιολογικά φυτά, ο οποίος μπορεί να απελευθερωθεί όταν αυτά κοπούν ή καούν, το CO2 που δεσμεύεται τεχνητά μπορεί κάλλιστα να παραμείνει δεσμευμένο επ’ αόριστον. Οι εταιρείες που επιθυμούν να εξαλείψουν μέρος των δικών τους εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αλλά δεν εμπιστεύονται τα αντισταθμιστικά οφέλη των βιολογικών συστημάτων, θα πληρώνουν τους διαχειριστές του έργου ανά αποθηκευμένο τόνο. Υπό αυτή την έννοια, η έναρξη του Notrees αποτελεί το πράσινο βλαστάρι ενός άλλου πράγματος: μιας πραγματικής βιομηχανίας.
Η Carbon Engineering και οι ανταγωνιστές της, όπως η ClimeWorks, μια ελβετική εταιρεία, η Global Thermostat, από την Καλιφόρνια, και μυριάδες νεοσύστατες επιχειρήσεις παγκοσμίως, προσελκύουν ιδιωτικά κεφάλαια. Η Occidental σχεδιάζει να κατασκευάσει 100 μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις DAC έως το 2035. Άλλοι προσπαθούν να απορροφήσουν το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται από σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και βιομηχανικές διεργασίες πριν καν εισέλθει στην ατμόσφαιρα, μια προσέγγιση γνωστή ως δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS). Τον Απρίλιο η ExxonMobil παρουσίασε φιλόδοξα σχέδια για το νέο της τμήμα χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, μακροπρόθεσμος στόχος του οποίου είναι να προσφέρει την απανθρακοποίηση ως υπηρεσία για βιομηχανικούς πελάτες σε τομείς, όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο, των οποίων οι εκπομπές είναι δύσκολο να μειωθούν διαφορετικά. Ο πετρελαϊκός γίγαντας πιστεύει ότι, έως το 2050, παγκοσμίως, ο τομέας αυτός θα μπορούσε να αποφέρει ετήσια έσοδα ύψους 6 τρισ. δολαρίων.
Η άνθηση της απομάκρυνσης του άνθρακα, είτε από την ατμόσφαιρα είτε από βιομηχανίες, δεν μπορεί να έρθει πολύ γρήγορα. Η υποστηριζόμενη από τον ΟΗΕ Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή θεωρεί ότι, αν ο κόσμος θέλει να έχει πιθανότητες να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στους 2°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, όπως προβλέπεται από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα ηλεκτρικά οχήματα και άλλες τεχνολογίες απανθρακοποίησης δεν αρκούν. Η CCS και οι πηγές “αρνητικών εκπομπών”, όπως η DAC, θα πρέπει να μπουν δυναμικά στο παιγνίδι.
Το Υπουργείο Ενέργειας της Αμερικής υπολογίζει ότι οι κλιματικοί στόχοι της χώρας απαιτούν τη δέσμευση και αποθήκευση 400 έως 1,8 δισ. τόνων CO2 ετησίως έως το 2050, από 20 εκατ. τόνους σήμερα. Η συμβουλευτική εταιρεία στον τομέα της ενέργειας Wood Mackenzie υπολογίζει ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι διάφορες μορφές απανθρακοποίησης αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο των μειώσεων των εκπομπών που απαιτούνται για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050. Εάν η Wood Mackenzie έχει δίκιο, και δεδομένου ότι η ανθρωπότητα εκλύει περισσότερους από 40 δισ. τόνους ετησίως, αυτό θα ισοδυναμούσε με την απορρόφηση περισσότερων από 8 δισ. τόνων CO2 ετησίως. Και αυτό απαιτεί πάρα πολλές επιχειρήσεις απανθρακοποίησης σε βιομηχανική κλίμακα (βλ. διάγραμμα 1).
Για χρόνια τέτοια έργα θεωρούνταν ίσως τεχνικά εφικτά, αλλά αντιοικονομικά. Μια σημαντική εκτίμηση της Αμερικανικής Φυσικής Εταιρείας το 2011 ανέφερε ότι το κόστος της DAC ανέρχεται σε 600 δολάρια ανά τόνο δεσμευμένου CO2. Συγκριτικά, οι άδειες για την εκπομπή ενός τόνου διαπραγματεύονται σήμερα γύρω στα 100 δολάρια στο σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ. Η CCS υπήρξε διαχρονικά απογοητευτική. Ο Simon Flowers της Wood Mackenzie σημειώνει ότι ο τομέας της ενέργειας έχει ξοδέψει περίπου 10 δισ. δολάρια όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώντας να κάνει την τεχνολογία να λειτουργήσει, χωρίς να έχει και πολλά να επιδείξει.
Οι υποστηρικτές των νέων έργων απανθρακοποίησης πιστεύουν ότι αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ένας λόγος για την αισιοδοξία τους είναι η καλύτερη και, κυρίως, φθηνότερη τεχνολογία (βλ. διάγραμμα 2). Το κόστος της δέσμευσης ενός τόνου CO2 κάτω από το Notrees δεν έχει κοινοποιηθεί, αλλά ένα έγγραφο του 2018 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Joule τοποθετεί την τιμή για το σύστημα DAC της Carbon Engineering μεταξύ 94 και 232 δολαρίων ανά τόνο, όταν λειτουργεί σε κλίμακα. Αυτό είναι πολύ λιγότερο από 600 δολάρια και δεν απέχει πολύ από την τιμή άνθρακα της ΕΕ.
H CCS, η οποία θα πρέπει να είναι σημαντικά φθηνότερη από τη DAC, είναι επίσης περισσότερο υποσχόμενη. Η Svante, μια καναδική νεοσύστατη επιχείρηση, χρησιμοποιεί φθηνά υλικά για τη δέσμευση του CO2 από βρώμικα βιομηχανικά καυσαέρια για περίπου 50 δολάρια τον τόνο (αν και η τιμή αυτή δεν περιλαμβάνει τη μεταφορά και την αποθήκευση). Άλλες εταιρείες μετατρέπουν τον δεσμευμένο άνθρακα σε προϊόντα τα οποία ελπίζουν στη συνέχεια να πουλήσουν με κέρδος. Η CarbonFree, η οποία συνεργάζεται με την U.S. Steel και την BP, μια βρετανική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου, λαμβάνει το CO2 από βιομηχανικές διεργασίες και το μετατρέπει σε εξειδικευμένα χημικά προϊόντα. Η LanzaTech, η οποία συνεργάζεται σε εμπορική κλίμακα με την ArcelorMittal, έναν ευρωπαϊκό γίγαντα του χάλυβα, και αρκετές κινεζικές βιομηχανικές επιχειρήσεις, κατασκευάζει βιοαντιδραστήρες που μετατρέπουν τις βιομηχανικές εκπομπές άνθρακα σε χρήσιμα υλικά. Ορισμένα από αυτά καταλήγουν να γίνουν τα παντελόνια γιόγκα της Lululemon.
Η Wood Mackenzie προβλέπει ότι, συνολικά, η δέσμευση, αξιοποίηση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS στην πλούσια σε ακρωνύμια ορολογία του τομέα) πρόκειται να προσελκύσει επενδύσεις ύψους 150 δισεκατομμυρίων δολαρίων παγκοσμίως αυτή τη δεκαετία. Αξιολογώντας τα τρέχοντα και προτεινόμενα έργα, η συμβουλευτική εταιρεία εκτιμά ότι η παγκόσμια δυναμικότητα της CCUS – η οποία σύμφωνα με τον ορισμό της περιλαμβάνει την CCS, τους διάφορους τρόπους αξιοποίησης του δεσμευμένου άνθρακα, καθώς και την DAC – σχεδόν θα εφταπλασιαστεί μέχρι το 2030.
Ο δεύτερος – ίσως μεγαλύτερος – παράγοντας πίσω από την πρόσφατη έξαρση της δραστηριότητας απανθρακοποίησης είναι η κυβερνητική δράση. Ένας προφανής τρόπος για την προώθηση της βιομηχανίας θα ήταν να αναγκαστούν οι ρυπαίνοντες να πληρώνουν ένα αρκετά υψηλό τέλος για κάθε τόνο άνθρακα που εκπέμπουν, ώστε να είναι προς το συμφέρον τους να πληρώνουν τους φορείς απανθρακοποίησης για να τον δεσμεύσουν, είτε στην πηγή είτε από την ατμόσφαιρα. Μια λογική τιμή άνθρακα, όπως η σημερινή της ΕΕ, θα μπορούσε να καταστήσει τη CCS, σχεδόν βιώσιμη. Όμως, για να είναι η DAC κερδοφόρα επιχείρηση, ο φόρος θα πρέπει μάλλον να είναι αρκετά υψηλότερος, γεγονός που θα μπορούσε να πνίξει τις οικονομίες που εξαρτώνται ακόμη από τους υδρογονάνθρακες. Αυτό, καθώς και οι αμυδρές προοπτικές για έναν παγκόσμιο φόρο άνθρακα, σημαίνουν ότι απαιτείται κρατική στήριξη για να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της τρέχουσας τιμής του άνθρακα και του κόστους εξόρυξης του.
Η άποψη που διαμορφώνεται μεταξύ των τεχνολόγων, των επενδυτών και των αγοραστών είναι ότι η δέσμευση του άνθρακα θα αναπτυχθεί με τον τρόπο που αναπτύχθηκε η διαχείριση των αποβλήτων πριν από δεκαετίες – ως ένα αρχικά δαπανηρό αλλά απαραίτητο εγχείρημα που χρειάζεται δημόσια στήριξη για να ξεκινήσει, αλλά, με τον καιρό, μπορεί να γίνει κερδοφόρο. Η άποψη αυτή υιοθετείται όλο και περισσότερο και από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Ορισμένα από τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια των πρόσφατα εγκεκριμένων αμερικανικών κονδυλίων για το κλίμα αποσκοπούν στην ενίσχυση της βιομηχανίας απανθρακοποίησης. Μια ενισχυμένη έκπτωση φόρου που περιλαμβάνεται σε έναν από τους νόμους, τον Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού, παρέχει έως και 85 δολάρια ανά τόνο CO2 που αποθηκεύεται μόνιμα (καθώς και 60 δολάρια ανά τόνο CO2 που χρησιμοποιείται για την ενισχυμένη ανάκτηση πετρελαίου, η οποία επίσης δεσμεύει το CO2 αν και για να παραχθούν περισσότεροι υδρογονάνθρακες). Η Clio Crespy, της επενδυτικής εταιρείας Guggenheim Securities, υπολογίζει ότι η έκπτωση αυτή δεκαπλασιάζει, από άποψη οικονομικού πλεονεκτήματος, τον όγκο των εκπομπών στην Αμερική που μπαίνουν στο στόχαστρο της απανθρακοποίησης. Η αντίδραση της ΕΕ στον κλιματικό μποναμά της Αμερικής είναι πιθανό να προωθήσει επίσης την απανθρακοποίηση. Νωρίτερα φέτος η ΕΕ και η Νορβηγία ανακοίνωσαν μια “πράσινη συμμαχία” για την ενίσχυση των περιφερειακών σχεδίων δέσμευσης του άνθρακα.
Καθώς η τιμή του καθαρισμού ενός τόνου CO2 δεν είναι πλέον εντελώς εξωπραγματική, οι αγοραστές αρχίζουν να σχηματίζουν ουρά. Η μεγάλη τεχνολογία, με τις βαθιές τσέπες και την προοδευτική εικόνα που πρέπει να υποστηρίξει, είναι ιδιαίτερα πρόθυμη. Στις 15 Μαΐου η Microsoft παρουσίασε τα σχέδιά της να αγοράσει (έναντι αδιευκρίνιστου ποσού) περισσότερους από 2,7 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα που δεσμεύτηκαν σε μια δεκαετία από σταθμούς παραγωγής ενέργειας με καύση βιομάζας στη Δανία που διαχειρίζεται η Orsted, μια μεγάλη δανική εταιρεία καθαρής ενέργειας, και μεταφέρθηκαν για υπόγεια δέσμευση στη Βόρεια Θάλασσα από μια κοινοπραξία στην οποία συμμετέχουν η Equinor, η Shell και η TotalEnergies, τρεις ευρωπαϊκοί πετρελαϊκοί κολοσσοί. Τρεις ημέρες αργότερα η Frontier, μια λέσχη αγοραστών με ένα ταμείο 1 δισ. δολαρίων για επενδύσεις στην εξάλειψη του άνθρακα που χρηματοδοτείται κυρίως από τις Alphabet, Meta, Stripe και Shopify, ανακοίνωσε μια συμφωνία ύψους 53 εκατ. δολαρίων με την Charm Industrial. Η εταιρεία θα απομακρύνει 112.000 τόνους CO2 μεταξύ 2024 και 2030 μετατρέποντας γεωργικά απόβλητα, τα οποία διαφορετικά θα εξέπεμπαν άνθρακα καθώς αποσυντίθενται, σε μια μορφή ορυκτελαίου που μπορεί να αποθηκευτεί στο υπέδαφος.
Οι μεσάζοντες που προσπαθούν να συνδέσουν έργα και αγοραστές αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους. Η NextGen, μια κοινοπραξία μεταξύ της Mitsubishi Corporation και της South Pole, μιας ελβετικής εταιρείας ανάπτυξης έργων απομάκρυνσης και διαχείρισης του άνθρακα, σκοπεύει να αποκτήσει πάνω από 1 εκατ. τόνους πιστοποιημένων μονάδων απανθρακοποίησης έως το 2025 και έχει βρει μεγάλους αγοραστές. Μόλις ανακοίνωσε την αγορά πιστωτικών μορίων άνθρακα αξίας σχεδόν 200.000 τόνων από την 1PointFive και δύο άλλες επιχειρήσεις. Στους τελικούς αγοραστές περιλαμβάνονται η SwissRe και η UBS, δύο ελβετικοί χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί, η Mitsui O.S.K. Lines, μια ιαπωνική ναυτιλιακή εταιρεία, και η Boston Consulting Group.
Ίσως το μεγαλύτερο σημάδι ότι η απανθρακοποίηση ως επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να σταθεί είναι ο εναγκαλισμός της από την πετρελαϊκή βιομηχανία. Η Occidental ενδιαφέρεται για τη DAC. Η ExxonMobil λέει ότι θα δαπανήσει 17 δισ. δολάρια από το 2022 έως το 2027 για “επενδύσεις χαμηλότερων εκπομπών”, με ένα μεγάλο μέρος τους να πηγαίνει σε έργα CCS. Η Chevron, η κύρια αμερικανική αντίπαλος της ExxonMobil, φιλοξενεί τη Svante σε ένα από τα πετρελαϊκά πεδία της στην Καλιφόρνια. Όπως δείχνει η συμφωνία με τη Microsoft, οι Ευρωπαίοι ομόλογοί τους θέλουν να μετατρέψουν τμήματα του πυθμένα της Βόρειας Θάλασσας σε μια γιγαντιαία δεξαμενή άνθρακα. Η Equinor και η Wintershall, μια γερμανική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου, έχουν ήδη εξασφαλίσει άδειες για την αποθήκευση του άνθρακα που δεσμεύεται από τη γερμανική βιομηχανία σε περιοχές της Βόρειας Θάλασσας. Ο Hugo Dijkgraaf, επικεφαλής τεχνολογίας της Wintershall, πιστεύει ότι η εταιρεία του μπορεί να μειώσει έως και 30 εκατ. τόνους CO2 ετησίως έως το 2040. Η ιδέα, λέει, είναι να μετατραπεί “από εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου σε εταιρεία διαχείρισης φυσικού αερίου και άνθρακα”.
Η Σαουδική Αραβία, έδρα του παγκόσμιου πετρελαϊκού κολοσσού Saudi Aramco, έχει θέσει ως στόχο να πενταπλασιάσει την παραγωγική της ικανότητα σε πετρελαιοειδή μέσα στα επόμενα 12 χρόνια. Η τεράστια κατασκευή αποθήκευσης στη βιομηχανική πόλη Jubail αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία έως το 2027. Η ADNOC, η εθνική πετρελαϊκή εταιρεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, θέλει να εξαπλασιάσει τη χωρητικότητά της έως το 2030, σε 5 εκατ. τόνους ετησίως.
Οι επικριτές των πετρελαιοπαραγωγών ισχυρίζονται ότι ο ενθουσιασμός τους για την απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα αποσκοπεί κυρίως στη βελτίωση της εικόνας τους στα μάτια των καταναλωτών που ευαισθητοποιούνται όλο και περισσότερο για το κλίμα, ενώ παράλληλα αντλούν περισσότερο αργό πετρέλαιο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σε αυτόν το ισχυρισμό, υπάρχει σίγουρα δόση αλήθειας, αλλά δεδομένης της επείγουσας ανάγκης τόσο για τη δέσμευση του άνθρακα στην πηγή όσο και για την επίτευξη τεράστιων αρνητικών εκπομπών, η πρόθυμη συμμετοχή των γιγαντιαίων πετρελαϊκών εταιρειών, με τους τεράστιους κεφαλαιουχικούς προϋπολογισμούς τους και τη χρήσιμη τεχνογνωσία στη μηχανική και τη γεωλογία, είναι ευπρόσδεκτη.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com