Γ.Δ.
1401.58 +0,28%
ACAG
-0,37%
5.35
BOCHGR
-0,46%
4.36
CENER
+1,94%
8.4
CNLCAP
0,00%
7.25
DIMAND
-1,20%
8.2
NOVAL
+1,54%
2.31
OPTIMA
-0,31%
12.72
TITC
+1,48%
37.65
ΑΑΑΚ
0,00%
4.48
ΑΒΑΞ
+1,31%
1.396
ΑΒΕ
+1,32%
0.46
ΑΔΜΗΕ
-0,21%
2.345
ΑΚΡΙΤ
0,00%
0.685
ΑΛΜΥ
0,00%
3.66
ΑΛΦΑ
-2,05%
1.5305
ΑΝΔΡΟ
-0,62%
6.38
ΑΡΑΙΓ
+1,43%
9.58
ΑΣΚΟ
-0,39%
2.53
ΑΣΤΑΚ
-0,29%
6.88
ΑΤΕΚ
0,00%
0.426
ΑΤΡΑΣΤ
-0,23%
8.74
ΑΤΤ
+4,07%
0.614
ΑΤΤΙΚΑ
+1,40%
2.17
ΒΙΟ
+0,39%
5.19
ΒΙΟΚΑ
+0,86%
1.755
ΒΙΟΣΚ
-0,73%
1.365
ΒΙΟΤ
0,00%
0.294
ΒΙΣ
0,00%
0.144
ΒΟΣΥΣ
0,00%
2.04
ΓΕΒΚΑ
+1,15%
1.315
ΓΕΚΤΕΡΝΑ
+1,82%
17.9
ΔΑΑ
+0,13%
7.99
ΔΑΙΟΣ
-1,64%
3.6
ΔΕΗ
-0,85%
11.65
ΔΟΜΙΚ
-1,82%
2.7
ΔΟΥΡΟ
0,00%
0.25
ΔΡΟΜΕ
-2,03%
0.29
ΕΒΡΟΦ
+2,17%
1.41
ΕΕΕ
+1,93%
33.74
ΕΚΤΕΡ
+1,54%
1.446
ΕΛΒΕ
0,00%
4.66
ΕΛΙΝ
+0,51%
1.98
ΕΛΛ
-1,87%
13.1
ΕΛΛΑΚΤΩΡ
+0,74%
1.632
ΕΛΠΕ
-1,84%
6.675
ΕΛΣΤΡ
+1,49%
2.05
ΕΛΤΟΝ
+2,80%
1.838
ΕΛΧΑ
0,00%
1.8
ΕΠΙΛΚ
0,00%
0.132
ΕΣΥΜΒ
0,00%
1.13
ΕΤΕ
-1,59%
6.924
ΕΥΑΠΣ
+0,32%
3.14
ΕΥΔΑΠ
0,00%
5.75
ΕΥΡΩΒ
-0,20%
2.036
ΕΧΑΕ
-0,23%
4.3
ΙΑΤΡ
+0,98%
1.54
ΙΚΤΙΝ
-0,65%
0.3055
ΙΛΥΔΑ
-0,29%
1.74
ΙΝΚΑΤ
+1,28%
4.75
ΙΝΛΙΦ
-0,23%
4.28
ΙΝΛΟΤ
+1,14%
0.89
ΙΝΤΕΚ
+0,53%
5.67
ΙΝΤΕΡΚΟ
0,00%
2.46
ΙΝΤΕΤ
-4,04%
0.974
ΙΝΤΚΑ
+1,15%
2.65
ΚΑΡΕΛ
0,00%
336
ΚΕΚΡ
0,00%
1.17
ΚΕΠΕΝ
0,00%
2.22
ΚΛΜ
-2,03%
1.45
ΚΟΡΔΕ
+3,80%
0.41
ΚΟΥΑΛ
+0,99%
1.02
ΚΟΥΕΣ
-0,72%
5.52
ΚΡΙ
-0,35%
14.3
ΚΤΗΛΑ
0,00%
1.7
ΚΥΡΙΟ
+0,22%
0.924
ΛΑΒΙ
-0,96%
0.719
ΛΑΜΔΑ
-0,14%
7.27
ΛΑΜΨΑ
0,00%
37.4
ΛΑΝΑΚ
-3,53%
0.82
ΛΕΒΚ
0,00%
0.256
ΛΕΒΠ
0,00%
0.34
ΛΟΓΟΣ
0,00%
1.25
ΛΟΥΛΗ
-0,37%
2.73
ΜΑΘΙΟ
-8,62%
0.594
ΜΕΒΑ
0,00%
3.62
ΜΕΝΤΙ
+0,50%
2.02
ΜΕΡΚΟ
0,00%
41
ΜΙΓ
-1,82%
2.97
ΜΙΝ
0,00%
0.51
ΜΛΣ
0,00%
0.57
ΜΟΗ
-0,62%
19.2
ΜΟΝΤΑ
-1,32%
3.75
ΜΟΤΟ
-0,61%
2.45
ΜΟΥΖΚ
0,00%
0.65
ΜΠΕΛΑ
+1,90%
24.66
ΜΠΛΕΚΕΔΡΟΣ
+0,27%
3.7
ΜΠΡΙΚ
-0,48%
2.08
ΜΠΤΚ
0,00%
0.62
ΜΥΤΙΛ
+0,96%
31.7
ΝΑΚΑΣ
0,00%
2.92
ΝΑΥΠ
0,00%
0.83
ΞΥΛΚ
+0,79%
0.256
ΞΥΛΠ
0,00%
0.398
ΟΛΘ
+0,48%
20.9
ΟΛΠ
-0,50%
29.85
ΟΛΥΜΠ
-2,17%
2.25
ΟΠΑΠ
+3,27%
15.8
ΟΡΙΛΙΝΑ
-0,13%
0.79
ΟΤΕ
+1,33%
15.21
ΟΤΟΕΛ
-1,37%
10.1
ΠΑΙΡ
-2,26%
0.952
ΠΑΠ
+2,15%
2.38
ΠΕΙΡ
-1,13%
3.589
ΠΕΡΦ
+1,89%
5.38
ΠΕΤΡΟ
+1,03%
7.86
ΠΛΑΘ
-0,13%
3.96
ΠΛΑΚΡ
0,00%
13.9
ΠΡΔ
0,00%
0.25
ΠΡΕΜΙΑ
+0,17%
1.174
ΠΡΟΝΤΕΑ
0,00%
6.2
ΠΡΟΦ
+0,59%
5.13
ΡΕΒΟΙΛ
+0,95%
1.595
ΣΑΡ
-0,92%
10.72
ΣΑΡΑΝ
0,00%
1.07
ΣΑΤΟΚ
0,00%
0.028
ΣΕΝΤΡ
-1,21%
0.327
ΣΙΔΜΑ
-0,33%
1.525
ΣΠΕΙΣ
+0,71%
5.64
ΣΠΙ
+2,78%
0.518
ΣΠΥΡ
0,00%
0.127
ΤΕΝΕΡΓ
-0,05%
19.8
ΤΖΚΑ
+0,71%
1.42
ΤΡΑΣΤΟΡ
0,00%
1.06
ΤΡΕΣΤΑΤΕΣ
0,00%
1.62
ΥΑΛΚΟ
0,00%
0.162
ΦΙΕΡ
0,00%
0.359
ΦΛΕΞΟ
0,00%
8
ΦΡΙΓΟ
-3,64%
0.212
ΦΡΛΚ
-0,56%
3.55
ΧΑΙΔΕ
-8,20%
0.56

Η Ευρώπη δεν μπορεί να αποφασίσει πώς να αποσυνδεθεί από την Κίνα

Πώς πρέπει η Ευρώπη να χειριστεί την Κίνα; Η ήπειρος προσπαθεί να αποφασίσει. Έπειτα από δεκαετίες επιδίωξης της ανάπτυξης εμπορικών σχέσεων με τη χώρα, η οικονομία της βρίσκεται σε περιδίνηση αποσύνδεσης. Ο στενότερος σύμμαχός της, η Αμερική, αμφιταλαντεύεται μεταξύ των χτυπημάτων κατά της Κίνας και των πολεμικών συζητήσεων από τη μία και της αποκλιμάκωσης και της μερικής εκτόνωσης από την άλλη. Οι μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες δυσκολεύονται να συμφωνήσουν μεταξύ τους.

Την περασμένη εβδομάδα ο Josep Borrell, επικεφαλής διπλωμάτης της ΕΕ, σε επιστολή του, κάλεσε τους υπουργούς Εξωτερικών της Ευρώπης να βρουν «μια συνεκτική στρατηγική», υπό το βάρος της «σκλήρυνσης του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας». Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η στρατηγική ή αν η Ευρώπη θα παρέμενε τόσο στενά ευθυγραμμισμένη με την Αμερική σε περίπτωση πολέμου για την Ταϊβάν.

Η αμήχανη μετάβαση των ηγετών της Ευρώπης στο Πεκίνο τους τελευταίους μήνες δείχνει έλλειψη σχεδίου. Τον Νοέμβριο ο Γερμανός Olaf Scholz πραγματοποίησε επίσκεψη συνοδευόμενος από επιχειρηματίες. Ο υπουργός Εξωτερικών του, ο οποίος προέρχεται από διαφορετικό πολιτικό κόμμα, πήγε τον περασμένο μήνα και ανέβασε τους τόνους. Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Pedro Sánchez, πήγε για να ανοίξει τις πόρτες στο εμπόριο της χώρας του. Ο Emmanuel Macron προσπάθησε αυτάρεσκα να δημιουργήσει σύμπραξη με τον Xi Jinping. Ο Γάλλος πρόεδρος πήρε μαζί του 53 επιχειρηματίες και επέμεινε ότι η Ευρώπη πρέπει να αποστασιοποιηθεί από τις σινοαμερικανικές εντάσεις και μια σύγκρουση για την Ταϊβάν. Τα αδέξια σχόλιά του προκάλεσαν αναστάτωση τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει περιπλέξει τα πράγματα περαιτέρω, λόγω του αρνητικού κλίματος έναντι των απολυταρχιών. Οι περισσότερες χώρες στην ανατολική πτέρυγα της ΕΕ -που κάποτε άνοιγαν την αγκαλιά τους στους Κινέζους επενδυτές- έχουν γίνει επιθετικές. «Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είχε αποτέλεσμα ένα ξεσκαρτάρισμα στην Ευρώπη όσον αφορά την Κίνα», λέει ο Janka Oertel του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, ενός κέντρου μελετών. Οι «ανατολικοί» είναι επιφυλακτικοί τόσο απέναντι στη φιλία μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου, όσο και στη συζήτηση του κ. Macron περί «στρατηγικής αυτονομίας» από την Αμερική. Εν τω μεταξύ, όλοι γνωρίζουν ότι η Κίνα είναι πρόθυμη να εκμεταλλευτεί τις διατλαντικές διαφορές.

Η εξεύρεση κοινού σκοπού είναι δύσκολη, διότι είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι θέλει η Αμερική. Ο Jake Sullivan, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Joe Biden, και η Janet Yellen, η υπουργός Οικονομικών, απομάκρυναν πρόσφατα την κυβέρνηση Biden από τη σκληρή συζήτηση περί «αποσύνδεσης», υπέρ της «ελαχιστοποίησης των κινδύνων» -ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε τους τελευταίους μήνες από την Ursula von der Leyen, την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εκείνη την εποχή είχε σκοπό να διακρίνει την ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης του κινδύνου από αυτό που φαινόταν να είναι μια πιο σκληρή αμερικανική προσέγγιση, που προσομοιάζει με οικονομικό «διαζύγιο»). Ωστόσο, δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το επεισόδιο με το κατασκοπευτικό μπαλόνι, όταν οι σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο 30 ετών. Το Κογκρέσο και η κοινή γνώμη στην Αμερική είναι βαθιά εχθρικά έναντι της Κίνας και στις εκλογές του 2024 οι εντάσεις θα αυξηθούν και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν μαχητικό Ρεπουμπλικανό πρόεδρο -πέραν του Donald Trump, του οποίου η στάση απέναντι στην Κίνα υπήρξε αλλοπρόσαλλη.

Όλα αυτά φέρνουν στο προσκήνιο το δίλημμα της Ευρώπης. Οι ηγέτες της πρέπει να καθορίσουν σε ποιον βαθμό θέλουν να μειώσουν την εξάρτησή της από την Κίνα και να διαχειριστούν και στις επιδοτήσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων για την «πράσινη» βιομηχανία, που παρουσιάστηκαν πέρυσι, στο πλαίσιο του αμερικανικού Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού. Πρέπει επίσης να αποφασίσουν τι θα κάνουν αν η Αμερική γινόταν πιο απαιτητική. Σε μια ακραία περίπτωση, σε περίπτωση πολέμου για την Ταϊβάν, η Ευρώπη μπορεί να αναμένεται να επιβάλει κυρώσεις στην Κίνα, όπως αυτές που έχει επιβάλει στη Ρωσία, και να υποστηρίξει μια στρατιωτική εκστρατεία. Η ελπίδα είναι το αναδυόμενο νέο δόγμα της «ελαχιστοποίησης των κινδύνων» να αποτελέσει τον συμβιβασμό που λύνει το δίλημμα. Ο φόβος είναι μήπως αποδειχθεί ισχνό και άκαμπτο μπροστά στις μεταβαλλόμενες τεχνολογικές και γεωπολιτικές πραγματικότητες.

Η Ευρώπη, σε οικονομικό επίπεδο, είναι περισσότερο εκτεθειμένη στην Κίνα απ’ ό,τι η Αμερική. Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, περίπου το 8% των εσόδων των εισηγμένων στο χρηματιστήριο ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προέρχονται από την Κίνα, έναντι 4% για τις αμερικανικές. Η Ευρώπη και η Αμερική εξάγουν παρόμοιο ποσοστό αγαθών στην Κίνα (7%-9%), αλλά επειδή η Ευρώπη είναι μια οικονομία έντασης εμπορίου, είναι πιο ευαίσθητη. Οι πολυεθνικές επενδύσεις στην Κίνα αξίζουν το 2% του ΑΕΠ της Ευρώπης, έναντι 1% για την Αμερική.

Για να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη άποψη, έχουμε καταλήξει σε ένα μέτρο υπολογισμού της «συνολικής έκθεσης στην Κίνα» (βλ. διάγραμμα 1). Απαρτίζεται από τρία στοιχεία: τις εξαγωγές αγαθών, τις εξαγωγές υπηρεσιών και τις πωλήσεις των δυτικών θυγατρικών στην Κίνα. Τα στοιχεία αυτά αφορούν το 2020, το τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα. Τα στοιχεία για τις υπηρεσίες και τις θυγατρικές περιλαμβάνουν και το Χονγκ Κονγκ. Ορίζουμε την Ευρώπη ως τις έξι μεγαλύτερες οικονομίες της, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας. Μετράμε την έκθεση κάθε χώρας ως ποσοστό της οικονομίας της.

Η συνολική έκθεση των έξι μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών στην Κίνα έφτασε το 5,6% του συνδυασμένου ΑΕΠ τους, από 3,9% το 2011. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο από το 4,2% της Αμερικής. Το εύρος είναι μεγάλο: η Ιταλία και η Ισπανία βρίσκονται μόλις στο 1%-2%, η Γαλλία και η Βρετανία στο 4%-5%. Η Γερμανία αποτελεί τεράστια εξαίρεση, με 9,9%. Τα δύο τρίτα της έκθεσης των έξι μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών προέρχονται από τις πωλήσεις των θυγατρικών τους στην Κίνα και όχι από τις εξαγωγές από την Ευρώπη. Συχνά πρόκειται για τους κινεζικούς βραχίονες βιομηχανικών κολοσσών, όπως η Volkswagen και η BASF.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση ενός «άκαμπτου» κατακερματισμού των εφοδιαστικών αλυσίδων, οι ακαθάριστες εθνικές δαπάνες της Ευρωζώνης θα μειώνονταν κατά πάνω από 2%, περίπου διπλάσιες από τις αντίστοιχες της Αμερικής. Η πτώση της Γερμανίας θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα υψηλότερη. Παρομοίως, μια μελέτη του ΔΝΤ τον Απρίλιο διαπίστωσε ότι σε περίπτωση διαχωρισμού των επενδύσεων μεταξύ της Δύσης και της Κίνας, το ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 2%, περισσότερο από το διπλάσιο του πλήγματος για την Αμερική. Επιπλέον, ένας διαχωρισμός θα προκαλούσε κρίση σε ορισμένες κορυφαίες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινητοβιομηχανιών της Γερμανίας, των αυτοκρατοριών πολυτελείας της Γαλλίας και δύο βρετανικών τραπεζών.

Η αναδυόμενη πολιτική της «ελαχιστοποίησης των κινδύνων» αναφέρεται σε μια διαβαθμισμένη μείωση των δεσμών με την Κίνα και όχι σε μια συνολική οικονομική αποσύνδεση. Ακόμα και αυτό αποτελεί μεγάλη απόκλιση από το πώς ήταν τα πράγματα πριν από μια δεκαετία. Τότε οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούσαν να γεμίζουν τα βιβλία παραγγελιών τους με κινεζικά συμβόλαια, καταπνίγοντας τις αμφιβολίες τους για τον αυξανόμενο βιομηχανικό ανταγωνισμό. Μεταξύ 2002 και 2019 το συνολικό εμπόριο μεταξύ της Κίνας και της ΕΕ αυξήθηκε κατά 428%.

Το πρώτο στάδιο της στροφής σηματοδοτήθηκε από ένα στρατηγικό έγγραφο της ΕΕ πριν από τέσσερα χρόνια. Εδραίωσε την αντίληψη ότι η Κίνα δεν είναι απλώς εταίρος και οικονομικός ανταγωνιστής, αλλά συστημικός αντίπαλος. Τα αποτελέσματα ήταν γρήγορα. Οι πρωτεύουσες σε όλη την Ευρώπη, οι οποίες έδιναν λιμάνια και άλλες υποδομές σε Κινέζους επενδυτές, άρχισαν να το ξανασκέφτονται.

Προς τέρψη της Αμερικής, πολλές χώρες στην Ευρώπη άρχισαν να απομακρύνουν τη Huawei από τα δίκτυα 5G (αν και η Γερμανία την άφηνε ακόμα). Οι διαμαρτυρίες για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως των Ουιγούρων στο Xinjiang, αυξήθηκαν. Οι δυσλειτουργίες της εφοδιαστικής αλυσίδας κατά τη διάρκεια της πανδημίας έδειξαν τους κινδύνους που εγκυμονεί η υπερβολική στήριξη στην κινεζική βιομηχανία. Η σινο-ευρωπαϊκή «Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις», που συνήφθη τον Δεκέμβριο του 2020, παραμερίστηκε από την Ευρώπη. Η διακήρυξη της Κίνας για φιλία «χωρίς όρια» με τη Ρωσία λίγο πριν από την εισβολή στην Ουκρανία επιδείνωσε το κλίμα.

Η κ. Von der Leyen πιστεύει ότι η «ελαχιστοποίηση των κινδύνων» είναι το επόμενο βήμα, στο οποίο οι Ευρωπαίοι μπορούν να συμφωνήσουν. Ωστόσο, τι σημαίνει αυτό στην πράξη, δεν έχει ακόμη καθοριστεί με σαφήνεια. Δεν σημαίνει πλήρες κλείσιμο της πόρτας στην Κίνα. Πρόκειται εν μέρει για διαφοροποίηση, ενίσχυση της οικονομικής ασφάλειας και εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας από τις αλυσίδες εφοδιασμού, ενώ επικεντρώνεται και στις ανησυχίες για την ασφάλεια: παρεμποδίζει την ικανότητα της Κίνας να αποκτήσει τεχνολογία που έχει σχέση με την ασφάλεια, όπως η κβαντική πληροφορική, η οποία επηρεάζει την κρυπτογράφηση ή τους ημιαγωγούς υψηλότερης τεχνολογίας για στρατιωτικούς σκοπούς.

Όπως και η Αμερική, η Ευρώπη είναι στρατηγικά πιο ευάλωτη όταν πρόκειται για την κρίσιμη εξάρτησή της από την Κίνα για ορισμένες προμήθειες. Το 2022 η Κίνα εξόρυξε σχεδόν τα τρία πέμπτα των παγκόσμιων σπάνιων γαιών, που χρησιμοποιούνται ως εξαρτήματα σε ηλεκτρονικό εξοπλισμό, και εξευγενίζει το 60% του παγκόσμιου λιθίου και το 80% του κοβαλτίου, δύο βασικών εισροών για την παραγωγή ηλεκτρικών μπαταριών υψηλής χωρητικότητας. Η Ευρώπη εισάγει το 98% των σπάνιων γαιών της από την Κίνα, ακόμα περισσότερο από την Αμερική, η οποία εισάγει το 80% από την ασιατική δύναμη. Σύμφωνα με μελέτη του MERICS, ενός γερμανικού κέντρου μελετών, η ΕΕ εξαρτάται από την Κίνα για το 97% της χλωραμφενικόλης της, που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αντιβιοτικών. Για την Αμερική, το ποσοστό είναι 93%.

Μόνο φίλοι

Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν ήδη διαφοροποιήσει τους προμηθευτές τους μετά την πανδημία, κάνοντας «friend-shoring» σε συμμάχους και «near-shoring» πιο κοντά στην πατρίδα τους. Ο υπουργός Ενέργειας της Αμερικής δήλωσε επίσης τον Μάρτιο ότι η κυβέρνηση Biden επιθυμούσε εφοδιαστικές αλυσίδες σε χώρες «με τις οποίες μοιραζόμαστε τις ίδιες αξίες». «Όλοι μας μάθαμε από τον Covid-19 ότι πρέπει να διπλασιάσουμε και να τριπλασιάσουμε τις πηγές, και όχι μόνο από την Κίνα», λέει ένας Γάλλος εταιρικός τιτάνας. Οι επιχειρήσεις εξετάζουν, μεταξύ άλλων, το Μεξικό, την Ινδία, το Μαρόκο, τη Νορβηγία και την Τουρκία. Οι φορείς χάραξης πολιτικής πιέζουν προς την ίδια κατεύθυνση. Η ΕΕ παρουσίασε την Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες ‘Υλες, η οποία σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι μέχρι το 2030 από καμία χώρα δεν θα πρέπει να προέρχεται περισσότερο από το 65% της ετήσιας κατανάλωσης οποιουδήποτε καταγεγραμμένου υλικού.

Στον τομέα της τεχνολογίας, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που είναι ενσωματωμένες στην αμερικανική τεχνολογική βιομηχανία ακολουθούν τους αμερικανικούς εξαγωγικούς ελέγχους. Η ASML, μια ολλανδική εταιρεία που κατασκευάζει εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ημιαγωγών, έχει περιορίσει την πώληση των μηχανημάτων αιχμής της στην Κίνα. Οι πολυεθνικές εταιρείες της Ευρώπης προσαρμόζουν επίσης τον τρόπο λειτουργίας τους στην Κίνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρούν σε αποεπενδύσεις. Σε άλλες, καθιστούν τις θυγατρικές τους στην Κίνα πιο αυτάρκεις, με το μεγαλύτερο ποσοστό των εισροών και των πωλήσεων να γίνονται τοπικά. Ένα μέτρο αυτού είναι το ποσοστό των επενδύσεων των θυγατρικών στην Κίνα που χρηματοδοτούνται από τα δικά τους κέρδη και όχι από κεφάλαια που αποστέλλονται από την Ευρώπη. Για τις γερμανικές θυγατρικές στην Κίνα, το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί από 2% το 2002 και 52% το 2012 σε ένα νέο υψηλό επίπεδο 85% το 2022 (βλ. διάγραμμα 2).

Εάν αυτές οι κινεζικές θυγατρικές ήταν απολύτως αυτάρκεις, θα μπορούσαν σε ένα ακραίο σενάριο να διαχωριστούν από την ευρωπαϊκή μητρική, με τους δύο βραχίονες να μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν ανεξάρτητα: σκεφτείτε τη VW Germany και τη VW China. Το αποτέλεσμα θα ήταν τεράστια καταστροφή πλούτου για τους μετόχους των μεγάλων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (πολλοί από τους οποίους δεν είναι Ευρωπαίοι), αλλά μικρότερη ζημιά για την ευρωπαϊκή οικονομία. Στην πράξη, αυτή η στροφή προς «μία εταιρεία, δύο συστήματα» είναι ακόμα σε εξέλιξη και για πολλές μεγάλες εταιρείες η αποσύνδεση θα ήταν σοβαρά αποδιοργανωτική.

Ένα τελευταίο στοιχείο της ελαχιστοποίησης των κινδύνων είναι ο αυστηρότερος έλεγχος των κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη. Ωστόσο, οι στρατηγικές υποδομές είναι όλο και περισσότερο εκτός ορίων για τους Κινέζους επενδυτές, καθώς οι εισερχόμενες επενδύσεις στην Ευρώπη ελέγχονται για κινδύνους ασφαλείας. Σύμφωνα με μελέτη της MERICS και της εταιρείας συμβούλων Rhodium, οι κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη μειώθηκαν πέρυσι στο χαμηλότερο σημείο τους από το 2013. Η Rhodium εκτιμά ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις της Κίνας κορυφώθηκαν στην Ευρώπη το 2016.

Η εμφάνιση της «ελαχιστοποίησης των κινδύνων» είναι κατανοητή, αλλά ο μέσος δρόμος της Ευρώπης είναι γεμάτος λακκούβες. Οι μεγάλες εταιρείες, που εξακολουθούν να επιθυμούν το όνειρο της Κίνας, μπορεί να αρνηθούν να ακολουθήσουν αυτήν τη γραμμή. «Υπάρχουν ορισμένες απαγορευμένες περιοχές όσον αφορά την τεχνολογία στην Κίνα», λέει ένας ανώτερος Ευρωπαίος βιομήχανος, «αλλά στα υπόλοιπα δεν αποσυνδεόμαστε. Είναι business as usual, και όσο περισσότερες, τόσο το καλύτερο». Όταν ο κ. Macron βρισκόταν στο Πεκίνο, η Airbus, μια ευρωπαϊκή κατασκευάστρια εταιρεία αεροσκαφών, συμφώνησε να επεκτείνει μια γραμμή συναρμολόγησης στο Tianjin και επιβεβαίωσε μια παραγγελία για την πώληση 160 αεροσκαφών στην Κίνα.

Η «ελαχιστοποίηση των κινδύνων» μπορεί επίσης να δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στις τεχνολογικές αλλαγές και τις εμπορικές επιπτώσεις τους, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν νέους δεσμούς, ακόμα και όταν οι παλιοί διαλύονται. Τα αυτοκίνητα είναι ένα καλό παράδειγμα. Η ΕΕ δεν εξάγει σχεδόν καθόλου ηλεκτρικά οχήματα στην Κίνα. Ωστόσο, σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών αυτοκινήτων της Κίνας προς την ΕΕ, πολλά από τα οποία κατασκευάζονται για ευρωπαϊκές μάρκες, λειτουργούν με μπαταρίες (βλ. διάγραμμα 3). Οι εξαγωγές έχουν εκτοξευθεί από λιγότερο από 100 δισ. ευρώ το μήνα πριν από την πανδημία σε περίπου 1 δισ. ευρώ τον μήνα τώρα. Καθώς οι Ευρωπαίοι αυτοκινητιστές αναζητούν πιο «πράσινες» μεταφορές, η Κίνα είναι πρόθυμη και σε καλή θέση να κατακλύσει την ήπειρο με φθηνότερα ηλεκτρικά μοντέλα.

Η μεγαλύτερη αδυναμία της «ελαχιστοποίησης των κινδύνων» με την τρέχουσα μορφή της είναι ότι προετοιμάζει ελάχιστα την Ευρώπη για το σοκ που θα ακολουθούσε μια απόπειρα κατάληψης της Ταϊβάν από την Κίνα. Οι ένοπλες δυνάμεις της Ευρώπης και η αμυντική της βιομηχανία είναι ήδη καταπονημένες και η ήπειρος θα δυσκολευόταν να βρει τη δυνατότητα να παράσχει μεγάλη στρατιωτική υποστήριξη στην Αμερική και την Ταϊβάν. Οι ηγέτες της δεν έχουν μεγάλη όρεξη να εμπλακούν σε έναν ακόμα πόλεμο. Ωστόσο, η Αμερική θα περίμενε πιθανώς από την Ευρώπη να επιβάλει το είδος του εμπάργκο που έχει τεθεί σε ισχύ για τη Ρωσία. Κάτι τέτοιο θα έπληττε τις αμερικανικές επιχειρήσεις: παρά τις προσπάθειες της Apple να διαφοροποιήσει την παραγωγή της στην Ινδία, ο τεχνολογικός γίγαντας εξακολουθεί να βασίζεται στην Κίνα. Ωστόσο, η Ευρώπη θα υπέφερε περισσότερο, βιώνοντας μεγαλύτερο οικονομικό πλήγμα και αποσταθεροποιήση σε περισσότερες εταιρείες.

Η πρόσφατη πρόταση του κ. Macron ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αμερικής στην Ταϊβάν, σε περίπτωση που παρασυρθεί «σε κρίσεις που δεν είναι [δικές της]», ενθουσίασε το Πεκίνο και απογοήτευσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ο Gabrielius Landsbergis, υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας, ανταπάντησε πικρόχολα ότι, σε μια εποχή που οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται από την υποστήριξη της Αμερικής στην Ουκρανία, θα έπρεπε να προσπαθούν να διατηρήσουν τη διατλαντική ενότητα, αντί να «εκλιπαρούν τους δικτάτορες να βοηθήσουν να διασφαλιστεί η ειρήνη στην Ευρώπη».

Αξιωματούχοι στο Παρίσι σημειώνουν, όπως έκανε τελικά και ο κ. Macron, ότι η υποστήριξη του status quo της Ταϊβάν αποτελεί επίσημη γαλλική πολιτική. Με ναυτικές βάσεις και εδάφη στον Ινδο-Ειρηνικό, η Γαλλία έχει άμεσα συμφέροντα στην περιοχή. «Το πρόβλημα δεν είναι η γαλλική πολιτική, αλλά η αποσύνδεση μεταξύ αυτών που κάνουμε και αυτών που λέει ο Macron, γεγονός που δημιουργεί περιττές αμφιβολίες στους εταίρους μας», σημειώνει ο Antoine Bondaz, από το Ίδρυμα Στρατηγικών Ερευνών, ένα γαλλικό κέντρο ερευνών.

Ένα θετικό των ατυχών σχολίων του κ. Macron, σημειώνει ένας Σκανδιναβός υπουργός, είναι ότι έκανε τους Ευρωπαίους να μιλήσουν περισσότερο για την Κίνα. Πολλοί στην ήπειρο ανησυχούν για την κλιμακούμενη αμερικανική ρητορική. Στις 12 Μαΐου οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ κατάφεραν να συμφωνήσουν σε μια σειρά αρχών για τις μελλοντικές σχέσεις με τη χώρα, οι οποίες αναμένεται να συζητηθούν στην επόμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ τον Ιούνιο.

Οι διαβουλεύσεις της ομάδας κατά τους επόμενους μήνες θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι οποίες είναι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της, από τις πιο εκτεθειμένες στην Κίνα, και από τις λιγότερο πρόθυμες να διακόψουν τους εμπορικούς δεσμούς. Ο κ. Macron πιέζει εδώ και καιρό την Ευρώπη να γίνει περισσότερο αυτοδύναμη. Ο κ. Scholz, αντιμέτωπος με αποκλίνουσες απόψεις στην κυβέρνηση συνασπισμού του και ένα ισχυρό λόμπι της βιομηχανίας, εξακολουθεί να επεξεργάζεται μια εθνική στρατηγική για την Κίνα (η οποία συνεχίζει να καθυστερεί). Αναμένεται να φιλοξενήσει μια διμερή σύνοδο κορυφής τον επόμενο μήνα.

Μεγάλο μέρος της ανατολικής Ευρώπης φαίνεται επιφυλακτικό απέναντι στην κινεζική επιρροή. Ο εκφοβισμός της χώρας στη Λιθουανία τα τελευταία χρόνια για ένα διπλωματικό γραφείο της Ταϊβάν στη χώρα αηδίασε πολλούς. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η κεντρική και ανατολική Ευρώπη έλαβε περίπου 3,8 δισ. ευρώ μέσω της πρωτοβουλίας «16+1» της Κίνας μεταξύ 2000 και 2017. Τα σχόλια που έκανε τον περασμένο μήνα ο Lu Shaye, ο Κινέζος πρέσβης στη Γαλλία, βοήθησαν να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους: φάνηκε να αμφισβητεί το νομικό καθεστώς όλων των πρώην σοβιετικών χωρών (αν και η Κίνα διόρθωσε αργότερα τις παρατηρήσεις του).

Το τέλος μιας σχέσης;

Η Ευρώπη χρειάζεται μια μετρημένη συζήτηση για το τι πρέπει να κάνει στη συνέχεια. Τόσο η Γαλλία, όσο και η Γερμανία έχουν επιφυλάξεις για τα μέτρα της κ. Von der Leyen σχετικά με την «ελαχιστοποίηση των κινδύνων», αλλά υποστηρίζουν την αρχή. Ο έλεγχος των εξερχόμενων επενδύσεων βρίσκεται υπό συζήτηση, αν και θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη. Ο έλεγχος των εισερχόμενων επενδύσεων είναι σε εξέλιξη, αν και οι Ευρωπαίοι διαφωνούν για το πόσο αυστηρότερους κανόνες πρέπει να ορίσουν.

Πέραν της ελαχιστοποίησης των κινδύνων, η συλλογική πολιτική της ΕΕ δεν έχει μελετηθεί. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ελαχιστοποίηση των κινδύνων δεν δίνει απάντηση σε ένα σενάριο κατά το οποίο οι σχέσεις μεταξύ Αμερικής και Κίνας διαρραγούν. Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, η διατλαντική συμμαχία έχει σταθεί αξιοσημείωτα σταθερή. Μια κινεζική κίνηση στην Ταϊβάν θα αποδεικνυόταν μια ακόμα πιο επικίνδυνη και πολύ δυσκολότερη δοκιμασία.

 

© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com

Google News icon
Ακολουθήστε το Powergame.gr στο Google News για άμεση και έγκυρη οικονομική ενημέρωση!