THEPOWERGAME
H EY δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα. Ο γίγαντας των λογιστικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών μηνύεται για 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια από τους διαχειριστές της NMC, μιας εισηγμένης στο χρηματιστήριο του Λονδίνου εταιρείας εκμετάλλευσης νοσοκομείων που είχε ελέγξει και η οποία τέθηκε υπό καθεστώς διαχείρισης μετά την παράλειψη δήλωσης χρεών 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η EΥ ερευνάται από το Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (FRC), μια βρετανική ρυθμιστική Αρχή. H εταιρεία αρνείται τους ισχυρισμούς των διαχειριστών για αμέλεια. Το σχέδιό της να διαχωρίσει το συμβουλευτικό κομμάτι της δραστηριότητάς της που περιορίζεται από την αδυναμία της να συνεργαστεί με ελεγχόμενους πελάτες, με την κωδική ονομασία «Project Everest», είναι αμφίβολο εν μέσω της εξέγερσης μιας ομάδας Αμερικανών εταίρων. Και στις 31 Μαρτίου ο γερμανικός βραχίονας έλαβε τη σκληρότερη ποινή που έχει επιβληθεί ποτέ από την AΡΑS, τη γερμανική ελεγκτική Αρχή, η οποία περιλαμβάνει πρόστιμο 500.000 ευρώ (548.000 δολάρια) και, ακόμα χειρότερα, διετή απαγόρευση ελέγχου νέων εισηγμένων πελατών στη χώρα. Πρόκειται για ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα για την εταιρεία -και ακόμα μεγαλύτερο για τη φήμη της.
H απόφαση της AΡΑS έρχεται έπειτα από μια τριετή έρευνα για τον ρόλο της EY στην κατάρρευση της Wirecard, μιας εταιρείας ψηφιακών πληρωμών που μετατράπηκε στο μεγαλύτερο μεταπολεμικό εταιρικό σκάνδαλο της Γερμανίας. Η EΥ είχε δώσει στη Wirecard πιστοποιητικό φερεγγυότητας για μια δεκαετία, έως ότου η εταιρεία κατέρρευσε το 2020, εν μέσω ισχυρισμών για μαζική οικονομική απάτη. Η AΡΑS λέει τώρα ότι θεωρεί «αποδεδειγμένο» ότι μεταξύ 2016 και 2018 η EΥ παραβίασε το καθήκον επιμέλειάς της κατά τη διάρκεια του ελέγχου της Wirecard και της Wirecard Bank. Σε πέντε νυν και πρώην υπαλλήλους επιβλήθηκε επίσης πρόστιμο μεταξύ 23.000 και 300.000 ευρώ. Επτά άλλοι εργαζόμενοι, οι οποίοι ήταν επίσης υπό έρευνα, δεν τιμωρήθηκαν, υπό την προϋπόθεση να παραδώσουν τις άδειες ελεγκτή που κατείχαν. Σε δήλωσή της η εταιρεία ανέφερε: «Η EΥ Germany συνεργάστηκε πλήρως με την AΡΑS καθ ‘όλη τη διάρκεια της έρευνάς της. Λυπούμαστε που η συμπαιγνιακή απάτη στη Wirecard δεν ανακαλύφθηκε νωρίτερα και έχουμε πάρει σημαντικά διδάγματα από το περιστατικό».
Έπειτα από αυτά τα «ατυχή» γεγονότα των τελευταίων ετών, η EΥ προσπαθεί πραγματικά να γίνει καλύτερη στον εντοπισμό σκανδάλων. Το 2021 δήλωσε ότι θα επενδύσει 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα τριών ετών για τη βελτίωση των ελέγχων της, συμπεριλαμβανομένης της αναβάθμισης της τεχνολογίας της για την καλύτερη ανίχνευση της απάτης. Ωστόσο, κανένας ελεγκτής δεν είναι δυνατόν να τα κάνει όλα σωστά κάθε φορά. Σκάνδαλα όπως της Wirecard και της NMC ακουμπούν την καρδιά του λεγόμενου «χάσματος προσδοκιών» στον έλεγχο. Οι ελεγκτές επιμένουν ότι οι υπηρεσίες τους δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εγγύηση ότι οι λογαριασμοί είναι αληθείς και σημειώνουν ότι οι περίπλοκες απάτες είναι από τη φύση τους δύσκολο να εντοπιστούν. Η ΕΥ δεν είναι η μόνη που έχει εμπλακεί σε τέτοιου είδους διαμάχη. Το 2020 η Deloitte τιμωρήθηκε με πρόστιμο 15 εκατομμυρίων λιρών (19 εκατομμύρια δολάρια) από την FRC για «σοβαρές και κατ’ εξακολούθηση αποτυχίες» στον έλεγχό της για την Autonomy, μια εταιρεία λογισμικού για επιχειρήσεις. Η HP, μια αμερικανική τεχνολογική εταιρεία που αγόρασε την Autonomy το 2011, ισχυρίστηκε ότι οι λογαριασμοί της εταιρείας είχαν ουσιώδεις ανακρίβειες.
Οι ρυθμιστικές αρχές, από την πλευρά τους, πιστεύουν ότι οι έλεγχοι θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Προσπάθησαν να αυξήσουν τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη οι επιχειρήσεις πρέπει να εναλλάσσουν τους ελεγκτές τους, συνήθως έπειτα από δέκα χρόνια. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες, ο έλεγχος παραμένει ένα ολιγοπώλιο για συγκεκριμένους παίκτες. Οι λεγόμενες «τέσσερις μεγάλες» ελέγχουν όλες σχεδόν τις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες στην Ευρώπη και την Αμερική, αποδυναμώνοντας τα κίνητρα για επενδύσεις στην ποιότητα των ελέγχων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη Wirtschaftswoche, μια εβδομαδιαία επιχειρηματική εφημερίδα, η EY ελέγχει επί του παρόντος 12 από τις 40 εταιρείες του DAX, του χρηματιστηριακού δείκτη των γερμανικών blue chips. Σε αυτές περιλαμβάνονται κολοσσοί όπως η Deutsche Bank και η Volkswagen. Οι κύριοι ανταγωνιστές της, η PWC, η KPMG και η Deloitte, εργάζονται για 12, 10 και 5 εταιρείες του DAX, αντίστοιχα.
Το επόμενο έτος αρκετές εταιρείες του DAX θα αποφασίσουν εάν θα ανανεώσουν τις εντολές των αντίστοιχων ελεγκτών τους. Η Siemens, η Siemens Energy και η Siemens Healthineers, τρεις μηχανολογικές εταιρείες, έχουν ήδη δηλώσει ότι θα τερματίσουν τη σύμβασή τους με την EΥ, αν και αυτό σχετίζεται επίσης με την υποχρέωση εναλλαγής ελεγκτών. Άλλοι πελάτες που από τον νόμο υποχρεούνται να βρουν νέο ελεγκτή δεν θα είναι σε θέση να μεταβούν στην EΥ λόγω της απαγόρευσης, ακόμα και αν το θέλουν -κάτι που, δεδομένης της αρνητικής δημοσιότητας, θα μπορούσε ούτως ή άλλως να μη γίνει.
Οι ανταγωνιστές της ΕΥ θα παρακολουθούν στενά την πτώση. Το ίδιο και οι εταίροι της σε άλλα μέρη του κόσμου. Το γεγονός ότι, όπως και άλλοι παγκόσμιοι λογιστές, η EΥ λειτουργεί μια δομή που μοιάζει με franchise, με ανεξάρτητες συνεργασίες σε κάθε χώρα, δεν θα απαλλάξει το ευρύτερο δίκτυο από τη βλάβη της φήμης. Όσο για την ΕΥ Germany, παραμένει θετική στο Project Everest. Για τις γερμανικές συμβουλευτικές δραστηριότητες της εταιρείας, το διαζύγιο από τον αμαυρωμένο ελεγκτικό βραχίονα έπρεπε να είχε ήδη εκδοθεί.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com