THEPOWERGAME
Τις τελευταίες εβδομάδες τα πρωτοσέλιδα έχουν πλημμυρίσει με διάφορες πληροφορίες. Στις 26 Φεβρουαρίου, δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου έκαναν λόγο για νέες πληροφορίες που υποδηλώνουν ότι ο ιός Covid -19 «ξέφυγε» από κινεζικό εργαστήριο. Την 1η Μαρτίου οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες δημοσίευσαν μια έκθεση που έλεγε ότι το Σύνδρομο της Αβάνας, ένα περίεργο μοτίβο εγκεφαλικών τραυματισμών Αμερικανών κατασκόπων και διπλωματών, δεν θεωρήθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα εχθρικής δράσης. Παράλληλα, στις 7 Μαρτίου τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στην Αμερική και την Ευρώπη υπαινίχθηκαν ότι οι εκρήξεις στους αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream τον Σεπτέμβριο μπορεί να ήταν έργο μιας φιλοουκρανικής ομάδας. Πώς, όμως, μπορούμε να αξιολογήσουμε σωστά αυτούς τους ισχυρισμούς;
Οι πληροφορίες συνήθως παραπέμπουν σε κατασκοπεία. Ωστόσο, η συλλογή πληροφοριών -μια αναφορά από έναν ανθρώπινο παράγοντα ή ένα μήνυμα που έχει υποκλαπεί- είναι μόνο το μισό κομμάτι της ιστορίας. Μόλις οι κατάσκοποι αποκτήσουν την πληροφορία, πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει. Σε χώρες με καλά συστήματα πληροφοριών, αυτό συνεπάγεται αξιολόγηση. Το αποτελεσματικότερο είδος περιλαμβάνει την αξιολόγηση «όλων των πηγών», δηλαδή των εμπιστευτικών πληροφοριών από ανθρώπους και τεχνικές υπηρεσίες πληροφοριών, των πληροφοριών που προέρχονται από διπλωματικά τηλεγραφήματα και ανοιχτές πηγές, όπως τα μέσα ενημέρωσης.
Οι αναλυτές των μυστικών υπηρεσιών συγκεντρώνουν πληροφορίες για να τεκμηριώσουν τα γεγονότα (έχει το Ιράν αρκετό σχάσιμο υλικό για να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα;) ή να κάνουν μια πρόβλεψη (θα επιχειρήσει να το κάνει;). Ωστόσο, ένα βασικό μέρος της δουλειάς τους είναι να μεταφέρουν πόσο αβέβαιοι είναι γι’ αυτές τις αξιολογήσεις. Ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν είναι η «εκφορά του λόγου». Δείτε για παράδειγμα ένα πρόσφατο tweet από το υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας, σχετικό με κάποιες πληροφορίες. Ανέφερε ότι υπήρχε μια «ρεαλιστική πιθανότητα», μια ρωσική μονάδα να είναι εξοπλισμένη με παλιά άρματα μάχης τύπου T-62 και ότι είναι «πολύ πιθανό» τα αναβαθμισμένα σκοπευτικά να βοηθήσουν στις νυχτερινές μάχες.
Αυτοί οι όροι δεν χρησιμοποιήθηκαν τυχαία. Το 1964 ο Sherman Kent, αναλυτής της CIA, επινόησε τη έκφραση «λέξεις εκτιμώμενης πιθανότητας». Ανησυχούσε ότι οι όροι που συχνά χρησιμοποιούνται (ο πρόεδρος Vladimir Putin «μπορεί κάλλιστα» να χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα) σήμαιναν διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Η λύση του ήταν να εξασφαλίσει ότι όλοι θα χρησιμοποιούν συγκεκριμένες λέξεις για να επισημάνουν συγκεκριμένες πιθανότητες.
Έτσι, σύμφωνα με το «κριτήριο πιθανοτήτων» της Βρετανίας, το οποίο δανείστηκε από την αμερικανική πρακτική, η έκφραση «ρεαλιστικά πιθανό» αντιστοιχεί σε μια πιθανότητα 40%-50%. «Πολύ πιθανό» σημαίνει 80%-90%. Το θέμα είναι να βεβαιωθείτε ότι όλοι καταλαβαίνουν το ίδιο. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι οι πληροφορίες είναι πάντοτε αβέβαιες (ένα αστείο μεταξύ των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών ήταν ότι η Κοινή Επιτροπή Πληροφοριών της κυβέρνησης θα επιμείνει ότι είναι «σχεδόν βέβαιο» ότι αύριο ο Ήλιος θα ανατείλει από την ανατολή).
Ένα δεύτερο εργαλείο είναι η «αναλυτική εμπιστοσύνη». Στις 26 Φεβρουαρίου, η Wall Street Journal δημοσίευσε την είδηση ότι ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Αμερικής είχε επικαιροποιήσει μια έκθεση σχετικά με την προέλευση του Covid-19, με μια σημείωση ότι το υπουργείο Ενέργειας -το οποίο έχει εμπειρία στις βιολογικές απειλές- πίστευε πλέον ότι η πιο πιθανή αιτία της πανδημίας ήταν η διαρροή από εργαστήριο. Βεβαίως, ο τίτλος του WSJ παρέλειψε να αναφέρει ότι αυτό το εύρημα χαρακτηρίστηκε «χαμηλού επίπεδου εμπιστοσύνης», το οποίο, επίσης, έχει ένα συγκεκριμένο νόημα.
Οι αναλυτές συνήθως χαρακτηρίζουν κάθε πληροφορία που λαμβάνουν με ένα επίπεδο εμπιστοσύνης. Είναι η πηγή αξιόπιστη ή τείνει να λέει ψέματα; Είναι πράγματι σε θέση να γνωρίζει; Χαρακτηρίζουν επίσης με ένα επίπεδο εμπιστοσύνης τη συνολική αξιολόγησή τους -αν είναι πιθανό ή όχι. Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ορίζουν τις πληροφορίες ως χαμηλού επίπεδου εμπιστοσύνης εάν η αξιοπιστία τους είναι «αμφισβητήσιμη», «ανεπαρκώς επιβεβαιωμένη» ή αν υπάρχουν «σημαντικές επιφυλάξεις» ως προς την πηγή. Ένας «κοριός» στο τηλέφωνο του κ. Putin είναι προφανώς αξιόπιστη πηγή. Μια πληροφορία από συζήτηση τρίτων που ακούστηκε ένα κοκτέιλ πάρτι της Μόσχας, δεν είναι.
Οι ανυπόστατες πληροφορίες είναι πιο συνηθισμένες απ’ όσο νομίζουμε. «Οι περισσότερες αναφορές είναι χαμηλού επίπεδου εμπιστοσύνης», δηλώνει ένα άτομο με εκτεταμένη εμπειρία αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει ότι «δεν μπορούμε πραγματικά να ξέρουμε κατά πόσο το άτομο που παρέχει αυτές τις πληροφορίες είναι σε θέση να τις γνωρίζει». Κάπως παραδόξως, μια ομάδα πληροφοριών χαμηλού επίπεδου εμπιστοσύνης μπορεί να συνδυαστεί και να καταλήξει σε αξιολόγηση υψηλού επιπέδου. Αυτό συμβαίνει κυρίως με τις αντιτρομοκρατικές αξιολογήσεις, οι οποίες απαιτούν ταχεία δράση βάσει αποσπασματικής γνώσης.
Ωστόσο, το να βγει κάποιος και να ισχυριστεί κάτι ευθαρσώς χωρίς κανένα επίπεδο εμπιστοσύνης είναι ύποπτο. Τον Οκτώβριο του 2002 Αμερικανοί αναλυτές των μυστικών υπηρεσιών συνέταξαν μια διαβαθμισμένη αξιολόγηση των υποτιθέμενων χημικών και βιολογικών όπλων του Ιράκ, η οποία αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για την εισβολή της Αμερικής και της Βρετανίας. Όταν η Αμερική δημοσίευσε μια μη διαβαθμισμένη εκδοχή για δημόσια κατανάλωση τον ίδιο μήνα, παρέλειψε μια ζωτικής σημασίας λεπτομέρεια: οι κατάσκοποι είχαν χαρακτηριστεί ως χαμηλού επιπέδου εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητά τους να κρίνουν αν ο δικτάτορας του Ιράκ, Saddam Hussein, θα χρησιμοποιούσε αυτά τα όπλα ή θα τα μοιραζόταν με τρομοκράτες -δύο πράγματα στα οποία η κυβέρνηση βάσισε τη δημόσια ρητορική της.
Εκ πρώτης όψεως, οι πληροφορίες για το σαμποτάζ των δύο αγωγών φυσικού αερίου Nord Stream, οι οποίοι συνδέουν τη Ρωσία με τη Γερμανία, φαίνονται αδύναμες. Μια ανασκόπηση των πληροφοριών που περιγράφουν οι New York Times «υποδηλώνει» ότι οι δράστες ήταν αντίπαλοι του Putin, «αλλά δεν προσδιορίζει τα μέλη της ομάδας ή ποιος διηύθυνε ή πλήρωσε για την επιχείρηση». Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι που αναφέρονται στο άρθρο αρνούνται να περιγράψουν το «επίπεδο εμπιστοσύνης των αποδεικτικών στοιχείων» και δηλώνουν ότι «δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα». Αν και τα γερμανικά ειδησεογραφικά πρακτορεία έχουν περιγράψει τις υποτιθέμενες λεπτομέρειες της πλοκής, η όλη πληροφορία ακούγεται σαν χαμηλού επιπέδου εμπιστοσύνης -που σημαίνει ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη με αρκετή επιφύλαξη.
Αντίθετα, στις αρχές Φεβρουαρίου 2022 Βρετανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι ήταν «πολύ πιθανό» η Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία και ότι είχαν «αξιόπιστες» πληροφορίες ότι το Κρεμλίνο σχεδίαζε ένα πρόσχημα για να το πράξει. Οι ισχυρισμοί αυτοί αντανακλούσαν την ξεκάθαρη φύση των πληροφοριών που είχαν συσσωρευτεί από το προηγούμενο φθινόπωρο. Ακόμα κι έτσι, αυτή η κρίση αποκαλύπτει ένα δίλημμα. Αν ο Putin είχε εγκαταλείψει τα σχέδιά του μετά την αποκάλυψή τους, οι πληροφορίες θα φαίνονταν λανθασμένες. Σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg στη φυσική, οι εκτιμήσεις που προβλέπουν το μέλλον μπορούν επίσης να το διαμορφώσουν.
Οι πληροφορίες μπορούν επίσης να αμφισβητηθούν έντονα. Τον Φεβρουάριο του 2022 η Γαλλία και η Γερμανία δεν πίστεψαν τους αμερικανικούς και βρετανικούς ισχυρισμούς για την Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι είχαν πληροφορίες. Οι εμπλεκόμενοι φορείς στο εσωτερικό μπορεί επίσης να παίζουν σημαντικό ρόλο. Η κοινότητα πληροφοριών της Αμερικής, κοινώς γνωστή ως IC, αποτελείται από 18 διαφορετικούς οργανισμούς, από τη CIA έως το Διαστημικό Σώμα. Ο διευθυντής των εθνικών μυστικών υπηρεσιών υποτίθεται ότι παράγει εκτιμήσεις των εθνικών πληροφοριών (NIEs) που αντικατοπτρίζουν μια συλλογική κρίση. Αλλά οι διαφωνίες είναι συνηθισμένες.
Οι εκτιμήσεις για το Σύνδρομο της Αβάνας, που δημοσιεύθηκαν την 1η Μαρτίου, αναφέρουν πολύ διαφορετικά επίπεδα εμπιστοσύνης. Δύο υπηρεσίες έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον ισχυρισμό ότι τα συμπτώματα προκλήθηκαν πιθανώς από φυσικούς ή περιβαλλοντικούς παράγοντες και όχι από ρωσικά όπλα. Δύο άλλες χαρακτηρίζουν τις πληροφορίες ως χαμηλού επιπέδου εμπιστοσύνης. Οι ίδιες διαφοροποιήσεις ισχύουν και για την προέλευση του Covid-19. Σε μια αξιολόγηση από εννέα υπηρεσίες, οι περισσότερες πιστεύουν ότι ο ιός εμφανίστηκε φυσικά. Το FBI και το υπουργείο Ενέργειας διαφωνούν, αλλά σχεδόν όλοι -εκτός από το FBI- χαρακτηρίζουν ως χαμηλού επιπέδου εμπιστοσύνης στις αντίστοιχες απόψεις τους. Δεν πρόκειται ακριβώς για εικασίες, αλλά πιθανότατα δεν είναι αυτό που φαντάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι όταν σκέφτονται την ύπαρξη πληροφοριών.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.