THEPOWERGAME
Καθίστε στο τιμόνι ενός ηλεκτρικού οχήματος κατασκευασμένου στο Ντιτρόιτ και οδηγήστε προς τα νότια. Το περίγραμμα της πόλης που κάποτε υπήρξε συνώνυμο της βιομηχανικής παρακμής αρχίζει, καθώς απομακρύνεστε, να ξεθωριάζει. Κατευθυνθείτε προς το Οχάιο, όπου κατασκευάστηκε η μπαταρία που βρίσκεται κάτω από τα πόδια σας. Οι ημιαγωγοί που ρυθμίζουν την ταχύτητα φόρτισης κατασκευάστηκαν κι αυτοί εκεί, σε ένα τεράστιο νέο εργοστάσιο που συγκαταλέγει το Πεντάγωνο μεταξύ των μεγαλύτερων πελατών του. Φορτίστε με ηλεκτρική ενέργεια που μεταδίδεται από ένα από τα νέα πυρηνικά εργοστάσια της Δυτικής Βιρτζίνια και μετά ξεκινήστε το μακρύ ταξίδι προς την ενδοχώρα. Μετά τα ατελείωτα αιολικά πάρκα του Κάνσας, οδηγήστε μέσα από τα τεράστια ηλιακά πεδία της Οκλαχόμα και στη συνέχεια επιστρέφετε στην ακτή του Κόλπου. Το ταξίδι τελειώνει δίπλα στο νερό, με τον λαμπερό Ήλιο να αντανακλάται σε ένα ολοκαίνουργιο εργοστάσιο «πράσινου» υδρογόνου.
Αν η κυβέρνηση Biden κάνει ό,τι έχει σχεδιάσει, αυτή θα είναι η Αμερική του 2033. Τα τελευταία δύο χρόνια το Κογκρέσο ψήφισε τρία νομοσχέδια, για τις υποδομές, τα τσιπ ημιαγωγών και το πράσινο, που θα διαθέσουν 2 τρισ. δολάρια για την αναμόρφωση της οικονομίας. Η ιδέα είναι ότι με κυβερνητική δράση, η Αμερική μπορεί ταυτόχρονα να επαναβιομηχανιστεί, να ενισχύσει την εθνική ασφάλεια, να αναζωογονήσει περιοχές που έχουν μείνει πίσω, να φτιάξει το κέφι των εργατών και να μειώσει δραματικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Πρόκειται για την πιο φιλόδοξη και κατευθυνόμενη βιομηχανική πολιτική της χώρας εδώ και πολλές δεκαετίες. Σε μια σειρά άρθρων που θα ξεκινήσουν αυτήν την εβδομάδα, ο Economist θα αξιολογήσει το μεγάλο στοίχημα του προέδρου Joe Biden για τη μεταμόρφωση της Αμερικής.
Ο κ. Biden παίρνει ένα μνημειώδες πολιτικό ρίσκο. Ενεργεί σε τόσα πολλά μέτωπα επειδή δεν είχε άλλη επιλογή. Ο μόνος τρόπος για να οικοδομήσει μια πλειοψηφία στο Κογκρέσο ήταν να συνδυάσει την επιθυμία των Δημοκρατικών να δράσουν για την κλιματική αλλαγή με τις ανησυχίες για την απειλή από την Κίνα και την ανάγκη να υπάρξει λύση για τις περιοχές της αμερικανικής ενδοχώρας που έχουν μείνει πίσω. Καθένα από τα παραπάνω προκαλεί από μόνο του βάσιμες ανησυχίες. Όμως, με όρους πολιτικής, η ανάγκη να συνδεθούν μεταξύ τους έχει οδηγήσει την Αμερική σε έναν δεύτερο, καλύτερο κόσμο. Μερικές φορές οι στόχοι θα συγκρούονται, ο προστατευτισμός θα εξοργίζει τους συμμάχους και οι επιδοτήσεις θα δημιουργούν αναποτελεσματικότητα.
Για να αντιληφθείτε την κλίμακα όσων δρομολογούνται, ακολουθήστε το χρήμα. Ο Νόμος για τις Υποδομές διαθέτει 1,2 τρισ. δολάρια σε διάστημα δέκα ετών για δρόμους, γέφυρες και καλώδια για ένα νέο «πράσινο» δίκτυο. Ο Νόμος για τα τσιπ, ο οποίος προωθεί την παραγωγή ημιαγωγών στην Αμερική, περιλαμβάνει δαπάνες ύψους 280 δισ. δολαρίων. Ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού περιέχει 400 δισ. δολάρια σε επιδοτήσεις για «πράσινη» τεχνολογία για δέκα χρόνια. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το πραγματικό ποσό θα είναι 800 δισ. δολάρια. Τα χρήματα είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας. Μαζί με αυτά έρχεται και μια πληθώρα κανόνων, από τις απαιτήσεις να κατασκευάζονται οι μπαταρίες στη Βόρεια Αμερική μέχρι τους περιορισμούς στις εισαγωγές και εξαγωγές τεχνολογίας για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Ένα γιγαντιαίο σχέδιο που έχει τόσους πολλούς διαφορετικούς στόχους δεν πετυχαίνει ή απλώς αποτυγχάνει. Οι πλήρεις συνέπειές του μπορεί να μη γίνουν ξεκάθαρες για πολλά χρόνια. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είστε η Ayn Rand για να αναρωτηθείτε αν η κυβέρνηση είναι σε θέση να διαχειριστεί ένα τόσο φιλόδοξο σύνολο σχεδίων. Για παράδειγμα, επειδή ο αμερικανικός περιβαλλοντισμός έχει θέσει τη διαφύλαξη σε προτεραιότητα, χρειάζεται περισσότερο από μια δεκαετία για να ληφθούν οι απαραίτητες άδειες για τη σύνδεση ενός έργου ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο Γουαϊόμινγκ με το δίκτυο της Καλιφόρνια. Ομοίως, αν οι βιομηχανίες ενθαρρύνονται να επικεντρωθούν στην άσκηση πίεσης αντί να καινοτομούν και να ανταγωνίζονται, τότε το κόστος θα αυξηθεί.
Ορισμένοι από τους στόχους είναι αντιφατικοί. Η απαίτηση οι θέσεις εργασίας να βρίσκονται στην Αμερική θα ήταν, αναμφίβολα, καλή για ορισμένους εργαζόμενους. Αλλά αν τα «πράσινα» προϊόντα, όπως οι ανεμογεννήτριες, γίνουν πιο ακριβά, τότε και η «πράσινη» μετάβαση θα γίνει πιο ακριβή. Και αν άλλες δυτικές χώρες χάσουν ζωτικές βιομηχανίες από την Αμερική, καθώς κυνηγούν τις επιδοτήσεις ή αποφεύγουν τους περιορισμούς εισαγωγών, τότε, ως αποτέλεσμα, οι συμμαχίες που στηρίζουν την ασφάλεια της Αμερικής θα υποφέρουν.
Επιπλέον, το όλο εγχείρημα μπορεί να είναι δύσκολο να υλοποιηθεί λόγω έλλειψης προσιτών εργαζομένων. Το σχέδιο δεν θα δημιουργούσε ποτέ πολλές σταθερές θέσεις εργασίας στην εργατική τάξη: στη σημερινή μεταποίηση, τα ρομπότ στελεχώνουν τις γραμμές συναρμολόγησης. Ωστόσο, η Αμερική μπορεί να δυσκολευτεί να βρει αρκετούς από τους βραχυπρόθεσμους εργάτες που απαιτούνται για την κατασκευή «πράσινων» υποδομών. Η ανεργία βρίσκεται στο 3,5%, το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 50 ετών. Περισσότερη μετανάστευση θα μπορούσε να βοηθήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας, αλλά είναι περιορισμένη. Πολιτικές που είχαν στόχο να βοηθήσουν τις γυναίκες να επανέλθουν στην αγορά εργασίας, όπως η προσχολική εκπαίδευση, αφαιρέθηκαν από τα σχέδια του κ. Biden. Επομένως, οι «πράσινες» επιδοτήσεις κινδυνεύουν να διοχετευτούν σε υψηλότερους μισθούς.
Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει απάντηση για τους επικριτές της. Λέει ότι, αν η Αμερική μπορέσει να αναπτύξει νέες τεχνολογίες, δημιουργήσει εφοδιαστικές αλυσίδες λιγότερο εξαρτώμενες από την Κίνα και μειώσει το κόστος των καθαρών πηγών ενέργειας, όλοι θα είναι καλύτερα. Η Αμερική διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα: μια πλούσια εσωτερική αγορά, τεράστιες εκτάσεις για ηλιακά και αιολικά πάρκα, αγωγούς για τη μεταφορά υδρογόνου και δεξαμενές αποθήκευσης άνθρακα. Τα πανεπιστήμια και τα επιχειρηματικά της κεφάλαια την καθιστούν κόμβο για την «πράσινη» καινοτομία. Η χώρα απορροφά ήδη ξένες επενδύσεις για να λειτουργήσει παράλληλα με τις επιδοτήσεις, ενώ η συγκεκριμένη πολιτική απολαμβάνει έναν βαθμό πολιτικής συναίνεσης. Παρ’ όλο που οι Ρεπουμπλικανοί είναι λιγότερο ενθουσιώδεις με τα «πράσινα» κομμάτια, είναι πιο φανατικοί με την Κίνα και πιο προστατευτικοί.
Για να μπορέσει το σχέδιο να υλοποιήσει τις καλές προθέσεις του, πρέπει να συμβούν τρία πράγματα. Πρώτον, η προσπάθεια για την ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας πρέπει να συνδυαστεί με ένα συνεχές πρόγραμμα εμπορικής διπλωματίας. Ένας τρόπος για να δημιουργηθεί ένα μπλοκ υπέρ μιας φθηνότερης «πράσινης» μετάβασης θα ήταν να δοθεί πρόσβαση σε αμερικανικές επιδοτήσεις σε προϊόντα που παράγονται στο εξωτερικό (εφόσον δεν είναι κινεζικά, ιρανικά ή ρωσικά). Δεύτερον, οι επιδοτήσεις θα πρέπει να κλίνουν προς τεχνολογίες που δεν είναι ακόμα εμπορικά βιώσιμες, όπως οι νέοι τύποι πυρηνικών αντιδραστήρων και η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Τα δημόσια χρήματα που ξοδεύονται για τον επαναπατρισμό της κατασκευής ηλιακών συλλεκτών που θα μπορούσαν να παραχθούν φθηνότερα αλλού θα πάνε χαμένα. Τρίτον, για την κατασκευή νέων επιδοτούμενων υποδομών, η Αμερική χρειάζεται μεταρρύθμιση των νόμων αδειοδότησης, ίσως με έναν ομοσπονδιακό νόμο που θα υπερισχύει των πολιτειακών και τοπικών συμφερόντων.
Καλώς ή κακώς, το σχέδιο του κ. Biden για την αναμόρφωση της οικονομίας θα αλλάξει βαθιά την Αμερική. Μπορεί να πετύχει να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της αυταρχικής Κίνας, να κρατήσει τους ψηφοφόρους στο εσωτερικό της χώρας, παρά να αγκαλιάσει μια πιο ριζοσπαστική και ανατρεπτική πολιτική, και να αψηφήσει τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αλλά μην τρέφετε αυταπάτες. Είναι πολύ αυτάρεσκο να πιστεύει κανείς ότι ο τρόπος να αντιμετωπιστούν τρία προβλήματα είναι ταυτόχρονα, τη στιγμή που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί το καθένα από μόνο του.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.