THEPOWERGAME
Ο Sam Αltman βρίσκεται σχεδόν σε ύπτια θέση. Έχει γείρει προς τα πίσω την καρέκλα του, με τα πόδια ψηλά, στη βιβλιοθήκη του σπιτιού του με θέα τη γέφυρα Golden Gate του Σαν Φρανσίσκο. Φορώντας ένα πλυμένο τζιν και ένα μπλουζάκι, ο 37χρονος επιχειρηματίας δείχνει τόσο χαλαρός όσο θα μπορούσε να είναι κάποιος με το μυαλό του να καλπάζει. Ωστόσο, ο διευθύνων σύμβουλος της Openai, μιας νεοσύστατης επιχείρησης που φέρεται να αποτιμάται σε σχεδόν 20 δισεκατομμύρια δολάρια και της οποίας η αποστολή είναι να καταστήσει την τεχνητή νοημοσύνη μια δύναμη για το καλό, δεν είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσες να κάνεις μια ανέμελη κουβεντούλα. Η μόνη παιχνιδιάρικη πινελιά στο γραφείο του είναι δύο ζευγάρια ροζ μποτάκια σε ένα ράφι με λογότυπα που αντιπροσωπεύουν τις δύο αγαπημένες του τεχνολογίες, την τεχνητή νοημοσύνη και την πυρηνική σύντηξη. Περιστασιακά παρασύρεται στο τεχνόλεκτο των ανθρώπων του κλάδου. Κάποια στιγμή, θέλοντας να πείσει τον ανταποκριτή της Τεχνητής Νοημοσύνης ότι αυτή θα προχωρήσει γρηγορότερα απ’ ό,τι ο κόσμος νομίζει, λέει, μοιάζοντας να μιλάει κι ο ίδιος σαν ρομπότ: «Είμαι περίεργος να δω αν αυτό σας έκανε να αναβαθμίσετε τις εκτιμήσεις σας».
Ο Joe Lonsdale, 40 ετών, δεν έχει καμία σχέση με τον κ. Altman. Βρίσκεται στην καρδιά της Silicon Valley, ντυμένος στα λινά και με τα μαλλιά του πιασμένα πίσω. Ο επενδυτής τεχνολογίας και επιχειρηματίας, ο οποίος έχει συμβάλει στη δημιουργία τεσσάρων μονόκερων, αλλά και της Palantir, μιας εταιρείας ανάλυσης δεδομένων αξίας περίπου 15 δισ. δολαρίων που συνεργάζεται με στρατιώτες και κατασκόπους, μιλάει γρήγορα -και διακόπτει συχνά. Δίπλα στην πισίνα του υπάρχει ένας γιγαντιαίος θρόνος, από τα σκηνικά του «Game of Thrones» ο οποίος ταιριάζει γάντι στο μεγαλείο της κοσμοθεωρίας του ότι η Δύση, την οποία εκτιμά για τις κλασικές αξίες της ελεύθερης σκέψης και του ελεύθερου λόγου, θα πρέπει να δίνει μια επική εσωτερική μάχη για να μην υποκύψει στην αυτο-περιφρόνηση.
Μπορεί να νομίζετε ότι αυτοί οι άνδρες έχουν ελάχιστα κοινά.
Όμως και οι δύο ανήκουν σε αυτό που ο κ. Lonsdale αποκαλεί «τάξη των οικοδόμων» – μια ομάδα νεαρών ιδεαλιστών, η οποία περιλαμβάνει τον Patrick Collison, συνιδρυτή της Stripe, μιας εταιρείας πληρωμών που αποτιμάται στα 74 δισ. δολάρια, και άλλους (κυρίως λευκούς και άνδρες) τεχνοκράτες, οι οποίοι θέτουν ερωτήματα που ξεπερνούν κατά πολύ τα συνήθη ενδιαφέροντα των τιτάνων της Silicon Valley. Αυτά τα ερωτήματα περιλαμβάνουν το μέλλον του ανθρώπου και της μηχανής, τους περιορισμούς στην οικονομική ανάπτυξη και τη φύση της κυβέρνησης.
Μοιράζονται και άλλα κοινά. Οι επιχειρήσεις τους προσέφεραν επιρροή, αλλά δεν φαίνεται να ικανοποιούν τις φιλοδοξίες τους. Μετρούν την υπόστασή τους όχι τόσο με επαύλεις και γιοτ, αλλά με τη δέσμευση μέσω των αναρτήσεων και των κειμένων τους σε ιστολόγια, μερικά από τα οποία είναι αφόρητα μεγάλα. Υπάρχει πολύ φρέσκο, ιδεαλιστικό χρήμα πίσω τους. Ο αριθμός των τεχνο-δισεκατομμυριούχων στην Αμερική (συμπεριλαμβανομένου του κ. Collison) έχει υπερδιπλασιαστεί μέσα σε μια δεκαετία. Ορισμένοι από αυτούς, όπως οι Μέδικοι στη μεσαιωνική Φλωρεντία, θέλουν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους για να χρηματοδοτήσουν την πνευματική ζύμωση. Οι συλλογισμοί τους αντιμετωπίζονται με λατρευτικό σεβασμό από δεκάδες επίδοξους επιχειρηματίες.
Αυτή η ομάδα των διανοούμενων ξεκινάει από ένα κοινό σημείο: την απογοήτευση για αυτό που βλέπουν ως αργή πρόοδο στον κόσμο γύρω τους. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο μετασχηματισμός που προκάλεσε η μεγάλη τεχνολογία δεν ανταποκρίθηκε στον ενθουσιασμό -και τον πλούτο- που δημιούργησε. Όπως παρατήρησε κάποτε ο Peter Thiel, συνιδρυτής της PayPal, μιας εταιρείας πληρωμών, και μέντορας πολλών από αυτούς τους εικονοκλάστες: «Θέλαμε ιπτάμενα αυτοκίνητα, αντί γι’ αυτό πήραμε 140 χαρακτήρες». Ο κ. Altman το θέτει πιο αισιόδοξα: «Το iPhone και το cloud computing επέτρεψαν μια Κάμβρια έκρηξη νέας τεχνολογίας. Κάποια πράγματα πήγαν σωστά και κάποια στραβά. Ωστόσο ένα πράγμα που εξελίχθηκε αξιοπερίεργα σωστά είναι ότι πολλοί άνθρωποι έγιναν πλούσιοι και είπαν “Εντάξει, και τώρα τι;».
Η ουσία αυτής της νέας νοοτροπίας είναι η πεποίθηση ότι με τα χρήματα και το μυαλό μπορούν να επανεκκινήσουν την κοινωνική πρόοδο, καθιστώντας την αποφασιστικά αισιόδοξη. Ωστόσο, είναι δύσκολο να μην είναι κανείς σκεπτικιστής. Οι κυβερνήσεις κυνηγούν τη Silicon Valley για τη δύναμη της μεγάλης τεχνολογίας. Οι μετοχές τεχνολογίας έχουν υποστεί φέτος σφυροκόπημα και οι εταιρείες απολύουν σωρηδόν εργαζομένους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η σύλληψη του Sam Bankman-Fried, ενός επιχειρηματία κρυπτονομισμάτων που κάποτε επεδίωκε να γίνει η επιτομή ενός βασιλιά-φιλοσόφου, έδειξε πόσο ασταθής μπορεί να είναι η ηθική των υποτιθέμενων φωτισμένων ελίτ. Το ερώτημα είναι: είναι οι υπόλοιποι από αυτούς περαιτέρω απόδειξη της υβριστικής παρακμής της τεχνολογικής βιομηχανίας; Ή μήπως αντικατοπτρίζουν την απαρχή μιας ευπρόσδεκτης ικανότητας ανανέωσης;
Στο παρελθόν, η Silicon Valley έχει επιδείξει μια εκπληκτική ικανότητα να επανεφευρίσκει τον εαυτό της. Στη δεκαετία του 1970, επιχειρηματικά στελέχη όπως η Hewlett-Packard και η Intel θα μπορούσαν να είχαν λανσάρει τον προσωπικό υπολογιστή, αλλά δεν το έκαναν, ανησυχώντας για τον αντίκτυπο στα παλαιά τους προϊόντα. Δύο χίπηδες, ο Steve Jobs και ο Steve Wozniak, κάλυψαν το κενό δημιουργώντας την Apple, εξαπολύοντας μια νέα εποχή προσωπικών υπολογιστών. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι άκαμπτοι καπιταλιστές επιχειρηματικών κεφαλαίων έγιναν οι μπαμπούλες. Τους απέρριψαν επειδή σνόμπαραν τους μεσσιανικούς νεαρούς ιδρυτές που δημιούργησαν θριάμβους όπως η Google. Σύντομα ήρθε η σειρά των οραματιστών ιδρυτών- CEOs και μαζί τους μια στροφή της επιχειρηματικής φιλοσοφίας σε κάτι πιο αδίστακτο. Όπως το έθεσε χαρακτηριστικά ο Mark Zuckerberg της Meta, συνιδρυτής του Facebook: «Προχωρήστε γρήγορα και σπάστε το κατεστημένο».
Δύο γνωστοί επιχειρηματίες εκείνης της εποχής παρείχαν το πνευματικό κεφάλαιο αρχικής ώθησης για μερικούς από τους σημερινούς «σπασίκλες» της τεχνολογίας. Ο πιο γνωστός είναι ο κ. Thiel, ένας επίδοξος φιλελεύθερος φιλόσοφος και επενδυτής. Ο άλλος είναι ο Paul Graham, συνιδρυτής του Y Combinator, ενός επιταχυντή νεοφυών επιχειρήσεων, του οποίου τα δοκίμια για τα πάντα, από τις πόλεις μέχρι την πολιτική, θεωρούνται υποχρεωτικό ανάγνωσμα στα πανεπιστήμια τεχνολογίας.
Στη δεκαετία του 2000 ο κ. Thiel υποστήριξε την εμφάνιση μιας μικρής κοινότητας διαδικτυακών bloggers, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «ορθολογιστές» και οι οποίοι επικεντρώνονταν στην εξάλειψη των γνωστικών προκαταλήψεων από τη συλλογιστική (ο κ. Thiel έχει από τότε αποστασιοποιηθεί). Αυτή η πνευματική κληρονομιά χρονολογείται ακόμα πιο πίσω, στους «cypherpunks», οι οποίοι ασχολούνταν με την κρυπτογραφία, καθώς και στους «extropians», οι οποίοι πίστευαν στη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης μέσω της παράτασης της ζωής. Μετά από μια αργή εφηβεία, το κίνημα των ορθολογιστών έχει περάσει στην επικρατούσα τάση. Το αποτέλεσμα είναι μια εμμονή για τις μεγάλες ιδέες που οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι ξεπερνά τον απλό τεχνολογικό ουτοπισμό.
Ένα εκκολαπτόμενο παράδειγμα αυτού είναι οι «μελέτες προόδου», ένα κίνημα για το οποίο ο κ. Collison και ο Tyler Cowen, οικονομολόγος και μάντης της τεχνολογίας, τάχθηκαν υπέρ σε ένα άρθρο στο Atlantic το 2019. Πιστεύουν, ότι η πρόοδος είναι ένας συνδυασμός οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής προόδου -και αξίζει το δικό της πεδίο μελέτης. Ο κ. Collison επισημαίνει μια σειρά από επιρροές για το φετίχ της προόδου και παραθέτει τον οικονομολόγο Robert Lucas: «Μόλις αρχίσει κανείς να σκέφτεται [την ανάπτυξη], είναι δύσκολο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο». Η ιρλανδική του κληρονομιά μπορεί να έχει συμβάλει επίσης. Η χώρα γνώρισε ένα αναπτυξιακό θαύμα στα νιάτα του. «Η ανατροφή μου με έκανε να διαμορφώσω τον Lucas», λέει. Είναι συνιδρυτής του Arc Institute, το οποίο έχει συγκεντρώσει 650 εκατ. δολάρια για να πειραματιστεί με νέους τρόπους διεξαγωγής της επιστήμης.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα αυτής της επεκτατικής κοσμοθεωρίας. Σε ένα δοκίμιο το 2021 ο κ. Altman παρουσίασε ένα όραμα που ονόμασε «Νόμος του Moore για τα πάντα», βασισμένο σε παρόμοια λογική με την επανάσταση των ημιαγωγών. Σε αυτό, προέβλεψε ότι οι έξυπνες μηχανές, η κατασκευή ολοένα και πιο έξυπνων αντικαταστατών, θα ανταγωνίζονταν τις επόμενες δεκαετίες τους ανθρώπους στην εργασία. Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε πρωτοφανή πλούτο για κάποιους, θα εξαφάνιζε τους μισθούς για άλλους και θα απαιτούσε μια τεράστια αναθεώρηση της φορολογίας και της αναδιανομής. Τα δύο στοιχήματά του, το Openai και η πυρηνική σύντηξη, είναι της μόδας τελευταία -το chatbot του πρώτου, το Chatgpt, έχει γίνει μανία. Έχει επενδύσει 375 εκατ. δολάρια στην Helion, μια εταιρεία που στοχεύει στην κατασκευή ενός αντιδραστήρα σύντηξης.
Από την πιο ιδεολογική πλευρά, ο κ. Lonsdale, ο οποίος μοιράζεται τη φιλελεύθερη τάση με τον κ. Thiel, έχει εστιάσει την προσοχή του στην προσπάθεια να διορθώσει τις ελλείψεις της κοινωνίας και της κυβέρνησης. Σε ένα δοκίμιο φέτος με τίτλο «In Defence of Us» (Υπερασπιζόμενοι εαυτόν), επιχειρηματολογεί κατά του «ιστορικού μηδενισμού», ή της υπερβολικής εστίασης στις αποτυχίες της Δύσης. Με αδυναμία στη ρωμαϊκή φιλοσοφία, δημιούργησε το Cicero Institute στο Όστιν, το οποίο έχει ως στόχο να εισάγει αρχές της ελεύθερης αγοράς, όπως ο ανταγωνισμός και η διαφάνεια, στη δημόσια πολιτική. Φέρνει επίσης την κουλτούρα των νεοφυών επιχειρήσεων στον ακαδημαϊκό χώρο, υποστηρίζοντας έναν νέο τόπο μάθησης που ονομάζεται Πανεπιστήμιο του Όστιν, το οποίο δίνει έμφαση στην ελευθερία του λόγου.
Και οι τρεις έχουν επιχειρηματικούς δεσμούς με τους μέντορές τους. Ως έφηβος, ο κ. Altman ήταν μέλος της πρώτης ομάδας ιδρυτών στο Y Combinator του κ. Graham, το οποίο συνέχισε να υποστηρίζει επιτυχίες όπως η Airbnb και η Dropbox. Το 2014 τον αντικατέστησε στην προεδρία του και για ένα διάστημα είχε τον κ. Thiel ως εταίρο (ο κ. Altman διατηρεί στη βιβλιοθήκη του ένα πρωτότυπο χειρόγραφο του βιβλίου του κ. «Thiel Zero to One»). Ο κ. Thiel ήταν επίσης ένας από τους πρώτους υποστηρικτές της Stripe, που ιδρύθηκε από τον κ. Collison και τον αδελφό του, John. Ο κ. Graham είδε ότι Patrick Collison είναι πολλά υποσχόμενος, όταν ήταν ακόμα στο σχολείο. Σύντομα προσκλήθηκε να συμμετάσχει στο Y Combinator. Ο κ. Graham παραμένει θαυμαστής του: «Αν αφήνατε τον Patrick σε ένα έρημο νησί, θα έβρισκε πώς να αναπαράγει τη βιομηχανική επανάσταση», λέει.
Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο, ο κ. Lonsdale εξέδιδε το Stanford Review, ένα αντιδραστικό έντυπο που έστησε μαζί με τον ο κ. Thiel. Συνέχισε να εργάζεται για τον μέντορά του και οι δύο άνδρες βοήθησαν τελικά στην ίδρυση της Palantir. Εξακολουθεί να αποκαλεί τον κ. Thiel «ιδιοφυΐα» – αν και ισχυρίζεται ότι αυτές τις μέρες είναι λιγότερο «κυνικός» από τον γκουρού του.
Αλλά οι απόψεις τους έχουν σημασία για άλλους πέρα από τον κύκλο των οπαδών τους; Η αποδόμηση του κρυπτογραφικού βασιλείου του κ. Bankman-Fried, μετά την κακή διαχείριση δισεκατομμυρίων δολαρίων από την πλατφόρμα συναλλαγών του FTX, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. Είχε υποσχεθεί να διοχετεύσει μέρος του πλούτου του, ο οποίος υπολογιζόταν σε 26 δισ. δολάρια στην κορύφωσή του, στην υποστήριξη του αποτελεσματικού αλτρουισμού, ενός φιλοσοφικού κινήματος που ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιεί αυστηρή ανάλυση κόστους-οφέλους για να κάνει καλό. Η πτώση του είναι βέβαιο ότι θα καταπονήσει την πίστη σε οποιονδήποτε καυχιέται ότι είναι αρκετά πλούσιος και έξυπνος για να οργανώσει ριζικές κοινωνικές αλλαγές.
Ορισμένοι απορρίπτουν τον ιδεαλισμό τους ως ιδιοτελή και μεσσιανικό. «Η βιομηχανία τεχνολογίας ανέκαθεν έλεγε αυτές τις μεγάλες ιστορίες για τον εαυτό της», λέει ο Adrian Daub του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και συγγραφέας του βιβλίου «What Tech Calls Thinking».
Ο κ. Daub το βλέπει ως έναν τρόπο να πείθουν τους νεοσύλλεκτους και τους επενδυτές να ποντάρουν στα ριψοκίνδυνα σχέδιά τους. Είναι απίστευτα βολικό για τα επιχειρηματικά τους μοντέλα».
Ωστόσο, ο αντίκτυπος θα μπορούσε τελικά να είναι θετικός. Η απογοήτευσή τους από μια υποτονική κοινωνία τους ενθάρρυνε να βάλουν τα χρήματα και το μυαλό τους να εργαστούν σε προβλήματα από τη χρηματοδότηση της επιστήμης και την αναδιανομή του πλούτου έως τα εντελώς νέα πανεπιστήμια. Η εξύψωση της επιστήμης από πλευράς τους μπορεί να ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη εστίαση στη «σκληρή» τεχνολογία και όχι στις εφαρμογές του διαδικτύου. Αν μπορέσουν να εμπνεύσουν τους μελλοντικούς επιχειρηματίες να ασχοληθούν με τη σκληρή δουλειά της δημιουργίας των αυριανών εταιρειών των τρισεκατομμυρίων δολαρίων, οι υψηλές θεωρίες τους θα έχουν πραγματικά νόημα.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.