THEPOWERGAME
Εκ πρώτης όψεως, η Ιταλία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, φαίνεται να τα πηγαίνει καλά σε μια ήπειρο που μαστίζεται από την κατήφεια. Φέτος αναπτύχθηκε ταχύτερα από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Μεγάλο μέρος των χρημάτων που εξασφάλισε από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ για την αντιμετώπιση της μεταπανδημικής κρίσης έχει αρχίσει να εισρέει στη χώρα, που σημαίνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες για κάθε δόση που καταβάλλουν. Οι φόβοι ορισμένων κύκλων ότι η νέα δεξιά πρωθυπουργός της Ιταλίας, Giorgia Meloni, θα αντιστρέψει την πρόοδο που σημείωσε ο προκάτοχός της, Mario Draghi -μια πρόοδος που μας οδήγησε να επιλέξουμε την Ιταλία ως χώρα της χρονιάς το 2021- έχουν μέχρι στιγμής αποδειχθεί αβάσιμοι.
Ωστόσο, η αισιοδοξία δεν είναι τόσο βαθιά. Οι μακροπρόθεσμες επιδόσεις της Ιταλίας παραμένουν θλιβερές. Η σχεδόν μηδενική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της από το 2000 είναι η χειρότερη στη λέσχη των πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ και προβλέπεται ότι το 2023 θα βρεθεί σε ύφεση. Αυτό το ρεκόρ, μαζί με το τεράστιο δημόσιο χρέος της, καθιστά την Ιταλία ενδεχομένως το πιο ευάλωτο μέλος του ενιαίου νομίσματος. Για το καλό της Ιταλίας και της Ευρώπης, μεγάλο μέρος της οποίας μοιράζεται παρόμοιες ασθένειες, η κυβέρνηση της κ. Meloni πρέπει να λάβει ριζικά μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομίας.
Το πιο σημαντικό που οφείλει να κάνει είναι να προωθήσει τον ανταγωνισμό και να ενισχύσει την παραγωγικότητα. Η κυβέρνηση του κ. Draghi έκανε την αρχή, αλλά η κ. Meloni πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα. Πρώτα, να εφαρμόσει τις νομοθετικές αλλαγές του και στη συνέχεια να ξεπεράσει τα παγιωμένα συμφέροντα, που πάντοτε αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης στην Ιταλία. Οι άκαμπτες αγορές εργασίας χρειάζονται περαιτέρω απελευθέρωση, για να μειωθεί η ανεργία των νέων και να αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Οι προστατευόμενοι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει να ανοίξουν σε περισσότερο ανταγωνισμό. Η δημόσια διοίκηση, το δικαστικό σύστημα και η εκπαίδευση χρειάζονται μια εκ βάθρων ανανέωση, για να κινηθούν ταχύτερα και να αποδώσουν καλύτερα. Άλλες χώρες στην Ευρώπη έχουν κάνει κάποια από αυτά, αν και όχι αρκετά ακόμα, αλλά η Ιταλία πρέπει να κάνει περισσότερα από τις περισσότερες.
Ένα άλλο πρόβλημα που μοιράζεται μεγάλο μέρος της Ευρώπης είναι το αυξανόμενο χάσμα γενεών. Ο πληθυσμός της Ιταλίας γερνάει και συρρικνώνεται, ενώ άλλες χώρες της ΕΕ αναμένεται να ακολουθήσουν. Μια αρνητική συνέπεια είναι η αυξανόμενη πολιτική επιρροή των ηλικιωμένων. Μετά τη μερική ανατροπή των προηγούμενων συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων, η Ιταλία δαπανά σχεδόν πέντε φορές περισσότερα χρήματα για συντάξεις απ’ ό,τι για την εκπαίδευση των νέων. Η αγορά εργασίας της ευνοεί τους ηλικιωμένους με μόνιμες συμβάσεις έναντι των νέων με προσωρινές. Είτε πρόκειται για επιχειρήσεις ή επαγγελματικές υπηρεσίες, είτε για την πολιτική ή τα πανεπιστήμια, είτε για την ιδιοκτησία ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, το σύστημα στην Ιταλία μοιάζει σχεδόν σχεδιασμένο να υπερασπίζεται μια γεροντοκρατία, που φροντίζει κυρίως τους ηλικιωμένους και τους βολεμένους. Οι συνταξιούχοι που ψηφίζουν κανακεύονται από τους πολιτικούς σε όλη την Ευρώπη, αλλά η δύναμή τους είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Ιταλία.
Ένα τελευταίο πρόβλημα είναι η αυξανόμενη περιφερειακή ανισότητα. Μεγάλο μέρος της Ευρώπης ανησυχεί για το χάσμα μεταξύ των επιτυχημένων μητροπόλεων και των μικρότερων πόλεων και περιφερειών, που υστερούν. Ωστόσο, η Νότια Ιταλία, το Μezzogiorno, ξεχωρίζει λόγω του μεγέθους του (το ένα τρίτο του πληθυσμού, το ένα τέταρτο της οικονομίας) και επειδή τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει υποχωρήσει όλο και περισσότερο. Από την εκπαίδευση έως την απασχόληση και από την παραοικονομία έως τη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, ο Νότος αντιμετωπίζει μεγαλύτερα προβλήματα σε σχέση με την υπόλοιπη Ιταλία. Και, μάλλον όπως η Ευρωζώνη στο σύνολό της δεν μπορεί να τα πάει πολύ καλύτερα αν η Ιταλία δεν τα πάει καλύτερα, έτσι και η ίδια η Ιταλία δεν μπορεί να ευημερήσει χωρίς να βελτιώσει τον Νότο της.
Η Ιταλία μπορεί να περιμένει θετικές αλλαγές, όπως και η Ευρωζώνη στο σύνολό της. Πολλές μικρές μεταποιητικές επιχειρήσεις στον Βορρά της ευημερούν ως εξαγωγικές. Αντίστοιχες υπάρχουν στη Γερμανία, τη Γαλλία ή τις Κάτω Χώρες. Όπως και μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης, η Ιταλία είναι ισχυρή στους τομείς των τροφίμων, της μόδας, του σχεδιασμού, του πολιτισμού και του τουρισμού, όλοι υποψήφιοι να συμπεριληφθούν στους αναπτυσσόμενους κλάδους του αύριο. Εντούτοις, οι υπερβολικές ρυθμίσεις, η προστασία των κατεστημένων και τα εμπόδια στον ανταγωνισμό αναχαιτίζουν την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα.
Η κ. Meloni έχει την ευκαιρία να κάνει τη μεγάλη διαφορά και πολλά εξαρτώνται από το αν μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα. Μέχρι στιγμής εμμένει σε γενικές γραμμές στις μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζονται από την ΕΕ. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η ειδική έκθεσή μας σε αυτό το τεύχος, το ένστικτό της πολύ συχνά φαίνεται να μην την οδηγεί στην προώθηση των ελεύθερων αγορών και τη μεγαλύτερη απελευθέρωση, αλλά στην προστασία των ιταλικών περιουσιακών στοιχείων από τον ξένο ανταγωνισμό και την προάσπιση των συντεχνιακών συμφερόντων των μικρών εμπόρων και των παρόχων υπηρεσιών, από τους οδηγούς ταξί μέχρι τους καταστηματάρχες και τους παραχωρησιούχους των παραλιών. Εάν δεν επιδιώξει βαθύτερες μεταρρυθμίσεις, τα προβλήματα της Ιταλίας είναι πιθανό να επιδεινωθούν.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.