THEPOWERGAME
Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι είναι συνηθισμένοι να εργάζονται υπό πολιτική πίεση. Τώρα πλέον, αυτή την πίεση διαχέεται και στην υπόλοιπη χώρα. Ένας νέος νόμος για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ψηφίστηκε τον προηγούμενο μήνα ποινικοποιεί την κοινοποίηση «ψευδών ειδήσεων», με ποινές φυλάκισης έως και τρία χρόνια, και 18 μήνες επιπλέον εάν η κοινοποίηση των ειδήσεων γίνεται ανώνυμα.
Η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι ο νόμος είναι απαραίτητος για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας και της Αμερικής, εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο θέσπισης νομοθεσίας για να θέσουν τις πλατφόρμες προ των ευθυνών τους, αλλά οι πολέμιοι λένε ότι ο νόμος της Τουρκίας έχει ως μοναδικό στόχο να καταπνίξει οποιαδήποτε κριτική στο καθεστώς του προέδρου Recep Tayyip Erdogan’s, επτά μήνες πριν από τις εκλογές που θα είναι οι δυσκολότερες που έχει αντιμετωπίσει στις δύο δεκαετίες που βρίσκεται στην εξουσία.
«Είναι τα πάνω- κάτω», δήλωσε ο Taylan Yildiz, πρώην εργαζόμενος στον τομέα της τεχνολογίας της Silicon Valley και μέλος του αντιπολιτευόμενου κόμματος ΙΥΙ. «Όλος ο κόσμος μιλάει για τη ρύθμιση των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης, αλλά στην Τουρκία ο νόμος στοχεύει σε ιδιώτες».
Η Τουρκία είναι ήδη μια από τις χώρες με τους περισσότερους φυλακισμένους δημοσιογράφους και αντιφρονούντες στον κόσμο, οι οποίοι συνήθως κατηγορούνται ότι παραβιάζουν τους ευρείας κλίμακας αντιτρομοκρατικούς νόμους ή ότι προσβάλλουν τον πρόεδρο. Κάποτε ανεξάρτητες εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια έχουν κλείσει δια της βίας ή πωληθεί σε επιχειρηματίες που υποστηρίζουν τον Erdogan.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί διωχθέντες δημοσιογράφοι έχουν ανασυνταχθεί σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, podcasts και κανάλια στο YouTube, όπου βρίσκουν ευρύ ακροατήριο: εννέα στους δέκα Τούρκους χρησιμοποιούν τουλάχιστον μία πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης. Το 2020 η κυβέρνηση ψήφισε νόμο που απαιτεί από τους μεγαλύτερους ιστότοπους να ορίσουν εκπροσώπους στην Τουρκία, οι οποίοι θα είναι υπόλογοι σε νομικές υποθέσεις και σε αιτήματα των ρυθμιστικών αρχών για αφαίρεση περιεχομένου. Πολλές πλατφόρμες, όπως το YouTube, το Facebook και το TikTok, έχουν ήδη συμμορφωθεί.
Ο νέος νόμος επεκτείνει την υποχρέωση των πλατφορμών να παραδίδουν πληροφορίες για τους χρήστες και διευρύνει τις κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού του εύρους ζώνης των ιστότοπων. Αυτό σημαίνει ότι η πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσε να περιοριστεί σημαντικά μέχρι την ημέρα των εκλογών, αν και οι προηγούμενοι αποκλεισμοί στη Wikipedia και το Twitter σήμαιναν ελάχιστα για τους τεχνολογικά έμπειρους Τούρκους, οι οποίοι απλώς ενεργοποιούσαν τα VPNs τους.
Όμως, δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι που ανησυχούν για το νέο νόμο. Οι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι και δημοσκόποι ανησυχούν ότι θα γίνουν στόχοι όταν τα ευρήματά τους έρχονται σε αντίθεση με τα επίσημα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την κοινή γνώμη. Στη γραμμή του πυρός βρίσκονται και οι ιδιώτες. Η απλή κοινοποίηση ή η σήμανση με like της ανάρτησης κάποιου άλλου μπορεί πλέον να οδηγήσει σε ποινική δίωξη. Ένας στρατός γραφειοκρατών στο γραφείο επικοινωνίας της προεδρίας «χτενίζει» τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κρίσιμο περιεχόμενο.
Η ειρωνεία, λένε τα τουρκικά συνδικάτα του Τύπου, είναι ότι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί ψευδών ειδήσεων είναι τα φιλοκυβερνητικά μέσα, τα οποία αναπαράγουν τις επίσημες δηλώσεις και διεξάγουν εκστρατείες λάσπης κατά των αντιπάλων τους. Ένας από τους μεγαλύτερους ομίλους μέσων ενημέρωσης ανήκει σε συγγενείς του προέδρου.
«Όταν η παραπληροφόρηση προέρχεται από τους πολιτικούς, αυτοί θα διώκονται όπως οι δημοσιογράφοι και οι πολίτες; Γνωρίζουμε ότι η απάντηση είναι ‘όχι’», λέει ο Gokhan Durmus, πρόεδρος της Ένωσης Τούρκων Δημοσιογράφων. «Η κυβέρνηση τον αποκαλεί νόμο για την παραπληροφόρηση, αλλά από την αρχή λέγαμε ότι είναι νόμος λογοκρισίας».
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr.Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com