THEPOWERGAME
Τα αγόρια της Emily Clark δεν επέστρεψαν στην τάξη τους τον Σεπτέμβριο, όταν τα σχολεία στην Αγγλία άνοιξαν για όλους τους μαθητές για πρώτη φορά μετά την άνοιξη.
Τα τρία της αγόρια, όλα σχολικής ηλικίας, είχαν αρχίσει την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση λίγες εβδομάδες πριν απ’ όλα τα άλλα, στο πρώτο lockdown της Βρετανία, τον Μάρτιο του 2020.
Οι γιατροί είπαν ότι ο πεντάχρονος – που είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού όταν ήταν νήπιο – μπορεί να διέτρεχε αυξημένο κίνδυνο από τη covid-19.
Αλλά οι ανησυχίες για την υγεία του δεν ήταν ο βασικός λόγος, για τον οποίο έξι μήνες αργότερα η κ. Clark επέλεξε επίσημα να αποσύρει τα παιδιά της από το σχολείο και να αρχίσει να τα διδάσκει η ίδια.
Λέει ότι ήταν πιο ευτυχισμένα από τότε που σταμάτησαν να περνούν τις μέρες τους στις σχολικές αίθουσες και ότι μαζί της, ως δασκάλα τους πλέον, μαθαίνουν γρηγορότερα.
Η παροχή βοήθειας στα παιδιά τους κατά την εξ’ αποστάσεως διδασκαλία εξαιτίας της πανδημίας, οδήγησε πολλούς γονείς να αλλάξουν τρόπο σκέψης.
Ορισμένοι το βρήκαν ευκολότερο και αποδοτικότερο να έχουν τον πλήρη έλεγχο των μαθημάτων των παιδιών τους.
Έρευνα που δημοσιεύθηκε το Νοέμβριο από την Ένωση Διευθυντών Παιδικών Υπηρεσιών, μια ομάδα που εκπροσωπεί τοπικούς ιθύνοντες, διαπίστωσε ότι ο αριθμός των παιδιών στην Αγγλία σε κατ’ οίκον διδασκαλία κατά την διάρκεια του έτους είχε αυξηθεί κατά 40%, έως τον Οκτώβριο του 2020.
Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 1% των παιδιών σχολικής ηλικίας, αλλά παράλληλα είναι διπλάσιος από το αντίστοιχο ποσοστό τέσσερα χρόνια πριν.
Στην Αμερική, όπου ορισμένα σχολεία παραμένουν κλειστά από τον Μάρτιο, οι αριθμοί είναι υψηλότεροι. Σε έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο από το Pew Research Center διαπιστώθηκε ότι περίπου το 7% των Αμερικανών γονέων επιλέγουν επισήμως την κατ’ οίκον διδασκαλία για τα παιδιά τους, ενώ την άνοιξη, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν περίπου στο 3%.
Ο αριθμός των εκπαιδευτών στο σπίτι είχε ήδη αυξηθεί κατά πολύ πριν ακόμα την ανατροπή που προκάλεσε η Covid-19.
Στην Αμερική για δεκαετίες η πλειονότητα των ανθρώπων ήταν συντηρητικοί Χριστιανοί που φοβόντουσαν ότι τα δημόσια σχολεία θα κατέστρεφαν τα βλαστάρια τους. Ωστόσο, από το 2007, σύμφωνα με μία έρευνα του Υπουργείου Παιδείας, το ποσοστό των γονιών που υποστηρίζουν ότι η παροχή θρησκευτικής ή ηθικής διδασκαλίας είναι ο «σημαντικότερος» λόγος για τον οποίο επιλέγουν την διδασκαλία στο σπίτι, έχει μειωθεί.
Σήμερα οι περισσότεροι γονείς εκφράζουν την ανησυχία τους για τα ναρκωτικά και άλλες κακές επιρροές στα σχολεία. Όσοι ζουν κοντά σε κακά σχολεία και δεν είναι σε θέση να στηρίξουν οικονομικά την ιδιωτική εκπαίδευση κάποιες φορές αποφασίζουν ότι η κατ ‘οίκον διδασκαλία είναι καλύτερη επιλογή.
Η Cheryl Fields-Smith του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια πιστεύει ότι οι μαύρες οικογένειες, αλλά και οικογένειες από άλλες μειονότητες ανησυχούν πολύ για τον ρατσισμό στο δημόσιο σχολικό σύστημα.
Η Rebecca English, η οποία σπουδάζει κατ’ οίκον διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Queensland στην Αυστραλία, υποστηρίζει ότι σε όλο τον κόσμο οι μαθητές που για κάποιο λόγο ακολουθούν την κατ’ οίκον διδασκαλία αρχίζουν να αποτελούν κοινό φαινόμενο.
Οι γονείς τους υποστηρίζουν ότι απέσυραν τα παιδιά τους από τα τοπικά σχολεία ως έσχατη λύση, επειδή δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν άτομα με αναπηρίες ή ψυχικά προβλήματα. Οι σημερινοί γονείς έχουν μικρότερη ανοχή σε προβλήματα όπως ο εκφοβισμός, κάτι που προηγούμενες γενιές παιδιών ήταν κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενο ότι θα υποστούν.
Σε πολλές περιοχές η προσφορά ειδικών εκπαιδευτικών υπηρεσιών δεν συμβαδίζει με τη ζήτηση. Κατ’ επέκταση ο χρόνος αναμονής για την αξιολόγηση, ώστε τα παιδιά να μπορέσουν να επωφεληθούν από αυτές τις υπηρεσίες, είναι τεράστιος.
Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας αρκετοί γονείς επέβλεπαν συνολικά τη διαδικασία, τους έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθούν ότι τα παιδιά τους υπολείπονται σε σχέση με τους συμμαθητές τους, λέει η Juliet English της Headhub, μια οργάνωση που ασκεί πιέσεις υπέρ της κατ’ οίκον διδασκαλίας στη Βρετανία.
Άλλοι ανακάλυψαν ότι οι εργασίες που αναθέτουν τα σχολεία είναι πολύ ευκολότερες απ’ ό,τι πίστευαν ότι μπορούν να διαχειριστούν τα παιδιά τους, δηλώνει η Paula Lago, μια Αργεντινή που διαχειρίζεται μια ιστοσελίδα που προσφέρει συμβουλές σε όσους ασχολούνται με την κατ’ οίκον διδασκαλία στη Λατινική Αμερική.
Οι γονείς των μικρότερων μαθητών δεν ήταν καθόλου χαρούμενοι να βλέπουν τα παιδιά τους να είναι αναγκασμένα να μαθαίνουν από τις οθόνες.
Η Wendy Charles-Warner της Education Otherwise, που υποστηρίζει την κατ’ οίκον διδασκαλία στη Βρετανία, πιστεύει ότι μόνο λίγοι γονείς από αυτούς που πρόσφατα ξεκίνησαν την κατ’ οίκον διδασκαλία το έκαναν επειδή φοβόντουσαν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο κατά τη διάρκεια της πανδημίας (σε αντίθεση με την Αμερική, τα σχολεία στη Βρετανία έχουν σταματήσει να προσφέρουν την επιλογή της εικονικής διδασκαλίας από τη στιγμή που τα σχολεία άνοιξαν ξανά).
Πιστεύει όμως ότι η μεγάλη πλειοψηφία έλαβε αυτή την απόφαση αφού είδε ότι τα παιδιά τους μεγαλουργούν στο σπίτι.
Ο Eric Wearne από το Κρατικό Πανεπιστήμιο του Kennesaw πιστεύει ότι πολλοί από όσους πρόσφατα επέλεξαν την κατ΄ οίκον διδασκαλία στην Αμερική θα ξαναστείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο μόλις υποχωρήσει η απειλή του ιού, αλλά θεωρεί ότι η εμπειρία της κατ’ οίκον μάθησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας – είτε οι γονείς ακολούθησαν το πρόγραμμα σπουδών του σχολείου, είτε τον δικό τους εκπαιδευτικό δρόμο – θα βρει τους γονείς πιο πρόθυμους να σκεφτούν την κατ’ οίκον διδασκαλία, σε περίπτωση που τα παιδιά τους αντιμετωπίσουν προβλήματα στο σχολείο στο μέλλον.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί και από άλλες αλλαγές εξαιτίας της covid-19. Οι απώλειες θέσεων εργασίας αναγκάζουν όλο και περισσότερους γονείς να παραμείνουν στο σπίτι. Πολλοί εργοδότες πιθανότατα θα δώσουν το πράσινο φως να συνεχιστεί η ευέλικτη εργασία για το προσωπικό τους.
Στην Αμερική, το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων διέδωσε στρατηγικές που οι κατ΄ οίκον εκπαιδευτές χρησιμοποιούν εδώ και πολύ καιρό για να βελτιώσουν τη μάθηση και να κατανείμουν το βάρος της διδασκαλίας.
Πολλοί από τους γονείς που τα παιδιά τους ακολουθούν την κατ’ οίκον διδασκαλία δημιουργούν ομάδες συνεργασίας. Μοιράζονται το κόστος, ας πούμε, της επιπλέον βοήθειας που λαμβάνουν στα μαθηματικά, και τα παιδιά τους παίζουν μαζί.
Η διαρκής αύξηση του αριθμού των κατ’ οίκον εκπαιδευτών θα φέρει στο προσκήνιο παλιές ανησυχίες.
Δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη έρευνα για τα αποτελέσματα της κατ’ οίκον διδασκαλίας επειδή τα στοιχεία είναι αποσπασματικά. Μία από τις καλύτερες μελέτες, η οποία βασίστηκε σε έρευνες στην Αμερική το 2011 και το 2014, διαπίστωσε ότι οι ενήλικες που έλαβαν κατ’ οίκον διδασκαλία είχαν λιγότερες πιθανότητες από τους μαθητές του δημόσιου σχολείου να ολοκληρώσουν τετραετείς σπουδές για απόκτηση πτυχίου.
Μερικοί γονείς προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από έννοιες όπως ο Δαρβινισμός. Οι ρυθμιστικές αρχές στη Βρετανία ανησυχούν ότι κάποιοι γονείς χρησιμοποιούν την κατ’ οίκον διδασκαλία ως πρόφαση για να στείλουν τα παιδιά τους σε σχολεία με έντονα θρησκευτικά προγράμματα σπουδών που λειτουργούν χωρίς άδεια.
Η Ofsted, η επιθεώρηση σχολείων, δημιούργησε το 2016 μια «ομάδα εργασίας καταγραφής μη καταχωρημένων σχολείων». Έκτοτε, ξεκίνησαν έρευνες σε 740 σχολεία οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι 100 περίπου από αυτά παραβίαζαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη νομοθεσία.
Τον Δεκέμβριο ο επικεφαλής της ομάδας δήλωσε ότι ο πολλαπλασιασμός αυτών των «επισφαλών και ακατάλληλων» χώρων γεννά μεγάλες ανησυχίες.
Ένας άλλος φόβος είναι ότι η ευρύτερη αποδοχή της κατ’ οίκον διδασκαλίας θα υπονομεύσει τις προσπάθειες για βελτίωση των σχολείων. Οι διευθυντές στη Βρετανία έχουν κάποιες φορές κατηγορηθεί ότι προσπαθούν να πείσουν τους γονείς απείθαρχων παιδιών, με αναπηρία, ή χαμηλές επιδώσεις να προτιμήσουν την κατ’ οίκον διδασκαλία, ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι η καλύτερη λύση γι’ αυτά.
Αυτό φαίνεται να ισχύει ιδιαίτερα για τα παιδιά που πλησιάζουν να δώσουν σημαντικές εξετάσεις στην ηλικία των 16 ετών, τα αποτελέσματα των οποίων χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των διευθυντών των σχολείων.
Όμως οι πιο έντονες συζητήσεις αφορούν την κακοποίηση. Ο θάνατος το 2011 του Dylan Seabridge, του οκτάχρονου που έχασε τη ζωή του από σκορβούτο, προκάλεσε οργή στη Βρετανία. Οι γονείς του δεν τον είχαν γράψει ποτέ στο σχολείο.
Παρόμοια ειδεχθή περιστατικά στην Αμερική περιλαμβάνουν την υπόθεση του Adrian Jones, του επτάχρονου που έκανε κατ’ οίκον μαθήματα, ο οποίος λιμοκτονούσε και τελικά δολοφονήθηκε από τον πατέρα του και τη μητριά του το 2015, οι οποίοι για να τον εξαφανίσουν τον τάισαν στα γουρούνια.
Τέτοια παραδείγματα αντικατοπτρίζουν συνήθως τις πολλαπλές αστοχίες των συστημάτων που υποτίθεται ότι σχεδιάζονται για να κρατήσουν τα παιδιά ασφαλή. Η συχνή επαφή εκπαιδευτικών και παιδιών επιτρέπει τον εντοπισμό κακοποίησης ή υποσιτισμού.
Οι γονείς κάποιες φορές απομακρύνουν τα παιδιά τους από το σχολείο όταν ανακαλύψουν ότι οι αρχές ανησυχούν για την ευημερία τους. Μια μελέτη το 2018 σε έξι σχολικές διευθύνσεις στο Κονέκτικατ έδειξε ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των οικογενειών που απέσυραν παιδιά από το σχολείο τα προηγούμενα τρία χρόνια είχαν αποτελέσει αντικείμενο μίας τουλάχιστον καταγγελίας για υποψία παραμέλησης ή κακοποίησης παιδιών.
Πολλές χώρες έχουν αυστηρούς κανονισμούς για την κατ’ οίκον διδασκαλία.
Στη Γερμανία είναι παράνομη. Στη Γαλλία οι επιθεωρητές πραγματοποιούν ελέγχους στους κατ΄ οίκον εκπαιδευτές.
Πέρυσι, ο Γάλλος Πρόεδρος, Emmanuel Macron, πρότεινε αυστηρότερους κανόνες για την κατ΄ οίκον διδασκαλία, ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου μέτρων για την καταπολέμηση του θρησκευτικού εξτρεμισμού.
Αντιθέτως, στη Βραζιλία, ο Πρόεδρος Jair Bolsonaro θέλει να διευκολύνει την κατ’ οίκον διδασκαλία. Ο Alexandre Moreira, ένας Βραζιλιάνος δικηγόρος και γονέας παιδιού που ακολουθεί κατ΄ οίκον διδασκαλία, πιστεύει ότι το μακροχρόνιο κλείσιμο των σχολείων πιθανότατα θα οδηγήσει το Κογκρέσο να εγκρίνει το νομοσχέδιο που θα νομιμοποιεί ρητά αυτή την πρακτική.
Στη Βρετανία οι κανόνες είναι αρκετά χαλαροί. Οι γονείς καλούνται να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους θα λάβουν πλήρη εκπαίδευση «κατάλληλη» για την ηλικία τους, αν και το τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η συγκεκριμένη εκπαίδευση είναι ασαφές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κυβέρνηση μπορεί να διατάξει το παιδί να επιστρέψει στο σχολείο. Αλλά, ως επί το πλείστον, οι τοπικοί ιθύνοντες που ασχολούνται με τους κατ’ οίκον εκπαιδευτές έχουν ελάχιστη δύναμη ή χρόνο να ασχοληθούν.
Το 2019 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι σκεφτόταν να απαιτήσει από τους κατ’ οίκον εκπαιδευτές να εγγραφούν σε ειδικό μητρώο των τοπικών αρχών, φοβούμενη ότι κάποια παιδιά ήταν αόρατα για τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Σπίτι μου, σπιτάκι μου
Η κατ’ οίκον διδασκαλία είναι νόμιμη σε όλες τις αμερικανικές πολιτείες. Στη Νέα Υόρκη, οι κατ΄ οίκον εκπαιδευτές οφείλουν να αφιερώνουν χρόνο στη διδασκαλία ορισμένων υποχρεωτικών μαθημάτων και τα παιδιά οφείλουν να δίνουν τυποποιημένες εξετάσεις.
Σε κάποιες άλλες περιοχές της χώρας οι γονείς που επιλέγουν την κατ’ οίκον διδασκαλία πρέπει να έχουν κάποια βασικά τυπικά προσόντα, όπως απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ωστόσο, η Elizabeth Bartholet, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, υποστηρίζει ότι ακόμη και οι αυστηροί κανονισμοί δεν εφαρμόζονται σωστά και βρίθουν εξαιρέσεων.
Εκτός όμως από την αναθέρμανση των επιχειρημάτων σχετικά με τους κανονισμούς, η πανδημία μπορεί να πυροδοτήσει και νέες συζητήσεις σχετικά με το πόση υποστήριξη πρέπει να λαμβάνουν οι μαθητές της κατ’ οίκον διδασκαλίας από τα κράτη.
Ο June McDonald, διευθύνει το PLACE, έναν οργανισμό που χρηματοδοτείται από το δήμο του Μπέντφορντ στην Αγγλία, ο οποίος βοηθά τους γονείς του εν λόγω Δήμου να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για τις γενικές εθνικές εξετάσεις.
Ο οργανισμός λειτουργεί μια βιβλιοθήκη και μια τάξη στο χώρο ενός παλιού οδοντιατρείου, ενώ, στα παιδιά που διδάσκονται κατ’ οίκον, παρέχεται η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο καλλιτεχνικό εργαστήριο και τα επιστημονικά εργαστήρια του τοπικού κρατικού σχολείου μετά το πέρας των μαθημάτων. Αλλά τέτοιες πρακτικές είναι σπάνιες.
Ο Michael McShane από την ομάδα προβληματισμού EdChoice, τονίζει ότι οι αρχές της Αριζόνας και της Φλώριδας προσφέρουν πλέον «αποταμιευτικούς λογαριασμούς σπουδών» που επιτρέπουν σε ορισμένους γονείς να παρέχουν κατ’ οίκον διδασκαλία – ιδιαίτερα σε εκείνους με παιδιά με ειδικές ανάγκες – ξοδεύοντας δημόσια κονδύλια σε υπηρεσίες όπως η διδασκαλία.
Η Rachel Coleman, από την ομάδα έρευνας και συνηγορίας Coalition for Responsible Home Education, ζητά από κάθε αμερικανική σχολική περιφέρεια να διορίζει έναν υπεύθυνο που θα συνεργάζεται με τους τοπικούς κατ’ οίκον εκπαιδευτές.
Πιστεύει ότι τα παιδιά που παρακολουθούν μαθήματα κατ’ οίκον πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν κάποιες ώρες μαθήματα στο σχολείο (προς το παρόν, οι νόμοι σε μερικές πολιτείες το απαγορεύουν).
Αυτές οι ιδέες χαιρετίζονται από πολλούς κατ’ οίκον εκπαιδευτές, κάποιοι άλλοι όμως τις απορρίπτουν φοβούμενοι ότι τέτοιου είδους «δώρα» από την κυβέρνηση θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε περισσότερη ρύθμιση.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, η κ. Clark λέει ότι ίδια και ο σύζυγός της σκοπεύουν να κρατήσουν τα παιδιά τους στο σπίτι έως ότου φτάσουν στην ηλικία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σε αυτή την ηλικία, θεωρεί, ότι θα είναι καλύτερα να επιστρέψουν στο σχολείο.
Τα πράγματα για την κ. Clark έγιναν λίγο πιο περίπλοκα τον Ιανουάριο, όταν απέκτησε ένα νέο μωρό. Η ίδια πάντως αισθάνεται πανέτοιμη να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Μετά την μεταμόσχευση του παιδιού της, όλα τα άλλα της φαίνονται παιγνιδάκι.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com