THEPOWERGAME
Αναταραχή επικρατεί εδώ και μήνες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενώ οι ενδείξεις καταπόνησης της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνονται. Μπορεί να σκεφτείτε ότι απλά πρόκειται για τα φυσιολογικά σημάδια μιας πτωτικής αγοράς και μιας επερχόμενης ύφεσης.
Εντούτοις, όπως αναφέρει η ειδική έκθεσή μας αυτή την εβδομάδα, σηματοδοτούν επίσης την επώδυνη ανάδυση ενός νέου καθεστώτος στην παγκόσμια οικονομία – μια αλλαγή που μπορεί να είναι εξίσου σημαντική με την άνοδο του κεϋνσιανισμού μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη στροφή προς τις ελεύθερες αγορές και την παγκοσμιοποίηση τη δεκαετία του 1990.
Αυτή η νέα εποχή υπόσχεται ότι ο πλούσιος κόσμος θα μπορέσει να ξεφύγει από την παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης της δεκαετίας του 2010 και να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα όπως η γήρανση του πληθυσμού και η κλιματική αλλαγή, αλλά επιφυλάσσει και μεγάλους κινδύνους, από χρηματοπιστωτικό χάος έως διαλυμένες κεντρικές τράπεζες και ανεξέλεγκτες δημόσιες δαπάνες.
Η τελευταία φορά που παρατηρήθηκε μια τέτοιου μεγέθους αναστάτωση στις αγορές ήταν πριν από μια γενιά. Ο παγκόσμιος πληθωρισμός είναι διψήφιος για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 40 χρόνια. Έχοντας αργήσει να αντιδράσει, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αυξάνει τώρα τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1980, ενώ το δολάριο βρίσκεται στο ισχυρότερο σημείο του των τελευταίων είκοσι ετών, προκαλώντας χάος εκτός Αμερικής.
Αν έχετε επενδυτικό χαρτοφυλάκιο ή σύνταξη, η φετινή χρονιά ήταν φρικτή. Οι παγκόσμιες μετοχές έχουν υποχωρήσει κατά 25% σε όρους δολαρίου. Πρόκειται για τη χειρότερη χρονιά, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1980, ενώ τα κρατικά ομόλογα βρίσκονται σε πορεία για τη χειρότερη χρονιά τους από το 1949.
Παράλληλα με τις απώλειες περίπου 40 τρισ. δολαρίων, υπάρχει μια ανατριχιαστική αίσθηση ότι η παγκόσμια τάξη ανατρέπεται, καθώς η παγκοσμιοποίηση οδεύει προς υποχώρηση και το ενεργειακό σύστημα βρίσκεται κατακερματισμένο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όλα αυτά σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της εποχής της οικονομικής ηρεμίας της δεκαετίας του 2010. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09 οι επιδόσεις των πλούσιων οικονομιών ακολούθησαν ένα αδύναμο μοτίβο.
Οι επενδύσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων υπήρξαν υποτονικές, ακόμα και εκείνων που αποκόμιζαν τεράστια κέρδη, ενώ οι κυβερνήσεις δεν κάλυψαν το κενό: το δημόσιο κεφαλαιακό απόθεμα συρρικνώθηκε σε όλο τον κόσμο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη δεκαετία μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Η οικονομική ανάπτυξη υπήρξε υποτονική και ο πληθωρισμός χαμηλός. Καθώς ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας έκαναν ελάχιστα για να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα, οι κεντρικές τράπεζες ήταν οι μόνες που έκαναν παιγνίδι.
Διατήρησαν τα επιτόκια σε απίστευτα χαμηλά επίπεδα και αγόραζαν τεράστιες ποσότητες ομολόγων σε κάθε ένδειξη προβλήματος, επεκτείνοντας την εμβέλειά τους όλο και περισσότερο στην οικονομία.
Τις παραμονές της πανδημίας οι κεντρικές τράπεζες στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ιαπωνία κατείχαν το ιλιγγιώδες ποσό των 15 τρισ. δολαρίων σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.
Η απροσδόκητη πρόκληση της πανδημίας οδήγησε σε έκτακτες ενέργειες που συνέβαλαν στον ανεξέλεγκτο σημερινό πληθωρισμό: επιθετικά κυβερνητικά μέτρα στήριξης και διασώσεις, προσωρινά στρεβλά πρότυπα καταναλωτικής ζήτησης και προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα που προκλήθηκαν από τα lockdowns.
Αυτή η πληθωριστική ώθηση ενισχύθηκε έκτοτε με την ενεργειακή κρίση, καθώς η Ρωσία, ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ορυκτών καυσίμων μαζί με τη Σαουδική Αραβία, απομονώθηκε από τις αγορές της στη Δύση.
Αντιμέτωπη με ένα σοβαρό πρόβλημα πληθωρισμού, η Fed έχει ήδη αυξήσει τα επιτόκια από το ανώτατο όριο του 0,25% στο 3,25% και αναμένεται να τα αυξήσει στο 4,5% έως τις αρχές του 2023. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι περισσότερες νομισματικές αρχές ακολουθούν επίσης σφιχτή πολιτική.
Τι άλλο πρόκειται να ακολουθήσει; Ένας άμεσος φόβος είναι η μεγέθυνση, καθώς ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει συνηθίσει στα χαμηλά επιτόκια ξυπνάει και αντιλαμβάνεται την εκτίναξη του κόστους δανεισμού. Αν και ένας μεσαίου μεγέθους δανειστής, η Credit Suisse, βρίσκεται υπό πίεση, είναι μάλλον απίθανο οι τράπεζες να αποτελέσουν μεγάλο πρόβλημα: οι περισσότερες έχουν μεγαλύτερα αποθέματα ασφαλείας από ό,τι στο παρελθόν.
Αντίθετα, οι κίνδυνοι ελλοχεύουν αλλού, σε ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα νέας μορφής που βασίζεται λιγότερο στις τράπεζες και περισσότερο στις ρευστές αγορές και την τεχνολογία. Τα καλά νέα είναι ότι οι καταθέσεις σας δεν πρόκειται να εξανεμιστούν. Τα κακά νέα είναι ότι αυτό το σύστημα χρηματοδότησης επιχειρήσεων και καταναλωτών είναι αδιαφανές και υπερευαίσθητο στις απώλειες.
Αυτό μπορείτε ήδη να το δείτε στις πιστωτικές αγορές. Καθώς οι επιχειρήσεις που αγοράζουν χρέος αποφεύγουν τον κίνδυνο, τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων και των ομολόγων «junk» εκτοξεύονται στα ύψη. Η αγορά των «μοχλευμένων δανείων» που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση εταιρικών εξαγορών έχει πάθει εμπλοκή – αν ο Elon Musk αγοράσει το Twitter, τα χρέη που θα προκύψουν μπορεί να αποτελέσουν μεγάλο πρόβλημα.
Εν τω μεταξύ, τα επενδυτικά ταμεία, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών σχημάτων, αντιμετωπίζουν ζημίες στα χαρτοφυλάκια μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων που έχουν συσσωρεύσει. Τμήματα των «υδραυλικών» εγκαταστάσεων θα μπορούσαν να σταματήσουν να λειτουργούν.
Η αγορά κρατικών ομολόγων έχει γίνει πιο ασταθής (βλ. Buttonwood), ενώ οι ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας αντιμετώπισαν συντριπτικές απαιτήσεις για εξασφαλίσεις επί των αντισταθμίσεών τους. Η αγορά ομολόγων της Βρετανίας έχει περιέλθει σε χάος εξαιτίας ακατάληπτων στοιχημάτων σε παράγωγα στα οποία προέβησαν τα συνταξιοδοτικά της ταμεία.
Αν οι αγορές σταματήσουν να λειτουργούν ομαλά, εμποδίζοντας τη ροή πιστώσεων ή απειλώντας με μετάδοση, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να παρέμβουν: ήδη η Τράπεζα της Αγγλίας έκανε στροφή και άρχισε να αγοράζει ξανά ομόλογα, αντιβαίνοντας στην ταυτόχρονη δέσμευσή της να αυξήσει τα επιτόκια.
Η σχετική πεποίθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν θα έχουν την αποφασιστικότητα να ακολουθήσουν τα σκληρά τους λόγια κρύβεται πίσω από τον άλλο μεγάλο φόβο: ότι ο κόσμος θα επιστρέψει στη δεκαετία του 1970, με αχαλίνωτο πληθωρισμό.
Από μια άποψη αυτό είναι κινδυνολογικό και υπερβολικό. Οι περισσότερες «Πυθίες» υπολογίζουν ότι ο πληθωρισμός στην Αμερική θα μειωθεί από το σημερινό 8% στο 4% το 2023, καθώς οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας θα υποχωρήσουν και τα υψηλότερα επιτόκια θα δαγκώνουν. Ωστόσο, ενώ οι πιθανότητες να φτάσει ο πληθωρισμός στο 20% είναι ελάχιστες, υπάρχει ένα έντονο ερώτημα σχετικά με το αν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες θα τον επαναφέρουν ποτέ στο 2%.
Ένας κινούμενος στόχος
Για να καταλάβετε το γιατί, κοιτάξτε πέρα από το χάος στα μακροπρόθεσμα θεμελιώδη μεγέθη. Σε μια μεγάλη αλλαγή σε σχέση με τη δεκαετία του 2010, βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαρθρωτική αύξηση των κρατικών δαπανών και επενδύσεων. Οι γηράσκοντες πολίτες θα χρειάζονται περισσότερη υγειονομική περίθαλψη. Η Ευρώπη και η Ιαπωνία θα δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα για να αντιμετωπίσουν τις απειλές από τη Ρωσία και την Κίνα.
Η κλιματική αλλαγή και η αναζήτηση ασφάλειας θα ενισχύσουν τις κρατικές επενδύσεις στην ενέργεια, από τις υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως τους τερματικούς σταθμούς φυσικού αερίου. Και οι γεωπολιτικές εντάσεις οδηγούν τις κυβερνήσεις να δαπανήσουν περισσότερα για τη βιομηχανική πολιτική.
Ωστόσο, ακόμα και αν οι επενδύσεις αυξάνονται, η δημογραφία θα επιβαρύνει όλο και περισσότερο τις πλούσιες οικονομίες. Καθώς οι άνθρωποι γερνούν, αποταμιεύουν περισσότερο, και αυτή η περίσσεια αποταμίευση θα συνεχίσει να δρα συμπιεστικά στο υποκείμενο πραγματικό επιτόκιο.
Ως αποτέλεσμα, οι θεμελιώδεις τάσεις στις δεκαετίες του 2020 και 2030 είναι μεγαλύτερη κυβέρνηση αλλά με ακόμα χαμηλά πραγματικά επιτόκια. Για τις κεντρικές τράπεζες αυτό δημιουργεί ένα μεγάλο δίλημμα. Προκειμένου να μειώσουν τον πληθωρισμό στους στόχους τους, δηλαδή γύρω στο 2%, μπορεί να χρειαστεί να ακολουθήσουν μια αρκετά σφιχτή πολιτική ώστε να προκαλέσουν ύφεση.
Κάτι τέτοιο θα είχε υψηλό ανθρώπινο κόστος με τη μορφή απωλειών θέσεων εργασίας, ενώ θα προκαλούσε έντονες πολιτικές αντιδράσεις. Επιπλέον, αν η οικονομία αποπληθωριστεί και καταλήξει ξανά στην παγίδα του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης και των χαμηλών επιτοκίων της δεκαετίας του 2010, οι κεντρικές τράπεζες ενδέχεται να μην έχουν και πάλι αρκετά εργαλεία οικονομικής στήριξης.
Ο πειρασμός τώρα είναι να βρεθεί μια άλλη διέξοδος: να εγκαταλειφθούν οι στόχοι των τελευταίων δεκαετιών για πληθωρισμό 2% και να αυξηθεί συγκρατημένα, π.χ. στο 4%. Αυτό είναι πιθανό να βρεθεί στο μενού όταν η Fed ξεκινήσει την επόμενη αναθεώρηση της στρατηγικής της το 2024.
Αυτός ο γενναίος νέος κόσμος των κάπως υψηλότερων κρατικών δαπανών και του κάπως υψηλότερου πληθωρισμού θα είχε πλεονεκτήματα. Βραχυπρόθεσμα θα σήμαινε λιγότερο σοβαρή ή και καθόλου ύφεση.
Μακροπρόθεσμα θα σήμαινε ότι οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν μεγαλύτερο περιθώριο να μειώσουν τα επιτόκια σε περίπτωση ύφεσης, μειώνοντας την ανάγκη για αγορά ομολόγων και διασώσεις κάθε φορά που κάτι πάει στραβά, κινήσεις που προκαλούν όλο και μεγαλύτερη στρέβλωση της οικονομίας.
Ωστόσο, αυτό ενέχει και μεγάλους κινδύνους. Η αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών θα πληγεί: αν το τέρμα μετακινηθεί μια φορά, γιατί όχι και πάλι; Εκατομμύρια συμβόλαια και επενδύσεις που γράφτηκαν με βάση την υπόσχεση για πληθωρισμό 2% θα διαταραχθούν, ενώ ένας ελαφρώς υψηλότερος πληθωρισμός θα αναδιανέμει τον πλούτο από τους πιστωτές στους οφειλέτες.
Εν τω μεταξύ, η υπόσχεση για μια μετρίως μεγαλύτερη κυβέρνηση θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχο, αν οι λαϊκιστές πολιτικοί δώσουν απερίσκεπτες υποσχέσεις για δαπάνες ή αν οι κρατικές επενδύσεις στην ενέργεια και τη βιομηχανική πολιτική εκτελεστούν κακώς και μετατραπούν σε διογκωμένα έργα ματαιοδοξίας που συμπαρασύρουν την παραγωγικότητα.
Αυτές οι ευκαιρίες και οι κίνδυνοι είναι τρομακτικοί, αλλά είναι καιρός να αρχίσουμε να τις ζυγίζουμε και να εξετάζουμε τις επιπτώσεις τους για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Τα μεγαλύτερα λάθη στην οικονομία είναι αποτυχίες της φαντασίας που αντανακλούν την παραδοχή ότι το σημερινό καθεστώς θα διαρκέσει για πάντα. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Η αλλαγή έρχεται. Ετοιμαστείτε.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr.Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com