THEPOWERGAME
Με 344 σελίδες στην αγγλική της έκδοση, η ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει, όπως θα περίμενε κανείς, «ανατριχιαστικές» λεπτομέρειες. Το καταστατικό της λέσχης, το οποίο δεν είναι καθόλου ονομαστικό, περιλαμβάνει τρεις σελίδες κανόνων που ρυθμίζουν τις εξαγωγές ενός διυλιστηρίου στις Ολλανδικές Αντίλλες.
Αναφέρεται ποιος μπορεί να έχει εξοχικά σπίτια στη Δανία (μόνο Δανοί). Κάπου εκεί μέσα υπάρχουν επίσης κομμάτια για το πώς φτιάχνονται οι νόμοι της ΕΕ, περιγράφονται οι διάφορες εξουσίες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στις Βρυξέλλες, καθώς τα 27 κράτη μέλη οδεύουν προς μια ολοένα και στενότερη ένωση.
Αλλά στα 600 και πλέον άρθρα του εγχειριδίου κανόνων δεν περιλαμβάνεται η αναφορά σε ένα διάταγμα που αναμφισβήτητα επηρεάζει όλες τις δραστηριότητες της ΕΕ. Κάποιοι λένε ότι δεν υπάρχει πια, άλλοι ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Οι ευρωκράτες μιλούν γι’ αυτό ψιθυριστά, σαν να προσέχουν να μην ξυπνήσουν κάποιο τέρας. Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ορίζει ότι κάθε εθνική κυβέρνηση μπορεί να εκτροχιάσει οποιοδήποτε μέτρο της ΕΕ, αν αισθάνεται ότι απειλούνται τα «ζωτικά της συμφέροντα».
Σύμφωνα με τους κανόνες, στις περισσότερες περιπτώσεις, αν αρκετά κράτη μέλη συμφωνήσουν, μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους στους λίγους ανυπότακτους. Στον πραγματικό κόσμο, υποδηλώνει ο συμβιβασμός, μια αρκετά δυνατή κραυγή από οποιαδήποτε εθνική κυβέρνηση είναι αρκετή ώστε να αναστείλει ακόμα και μέτρα που έχουν συμφωνηθεί από τους υπόλοιπους 26 και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κανόνες.
(Το μέτρο διαμορφώθηκε το 1966 για να καθησυχάσει τον Charles de Gaulle, ο οποίος ήταν τόσο εκνευρισμένος που οι μικρότεροι Ευρωπαίοι σχεδίαζαν να επιβάλουν τους κανόνες τους στους Γάλλους).
Ο συμβιβασμός σπάνια συναντάται στη φύση. Αν μη τι άλλο, η χρήση του απειλείται πλαγίως πίσω από κλειστές πόρτες. Ωστόσο, άλλα τέτοια βέτο αφθονούν στις Βρυξέλλες. Οι περισσότερες δράσεις της ΕΕ συμφωνούνται πλέον με ειδική πλειοψηφία των χωρών, αλλά σε διάφορους τομείς πολιτικής εξακολουθεί να απαιτείται ομοφωνία μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως οτιδήποτε αφορά την άμυνα και την εξωτερική πολιτική, τη διεύρυνση, τη φορολογία και την αστυνόμευση.
Οι κυνικοί πολιτικοί έχουν χρησιμοποιήσει αυτό το «παράθυρο» για να αποσπάσουν παραχωρήσεις από τους Ευρωπαίους συμπολίτες τους. Χώρες έχουν μπλοκάρει την ένταξη των γειτόνων τους στην ΕΕ για να αποσπάσουν οφέλη σε κάποια τοπική διαμάχη. Η μικροσκοπική Κύπρος μπλόκαρε τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας το 2020 επειδή ήθελε η ΕΕ να επικεντρωθεί στην Τουρκία.
Αλλά ο μαέστρος του «τοξικού» βέτο είναι αναμφίβολα ο Viktor Orban, ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας. Νωρίτερα φέτος εμπόδισε τον ένα γύρο μετά τον άλλο των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τώρα απειλεί να ανακόψει τη συμμετοχή της Ευρώπης σε μια παγκόσμια συμφωνία για τη φορολογία των επιχειρήσεων.
Και στις δύο περιπτώσεις μπορούν να γίνουν συνδέσεις μεταξύ του βέτο της Ουγγαρίας και των συνεχιζόμενων αντίθετων απόψεων της με την ΕΕ για άσχετα θέματα. Ως δεξιοτέχνης του εκβιασμού, ο κ. Orban εντόπισε μια ευκαιρία να επωφεληθεί και την άρπαξε.
Η ύπαρξη οποιουδήποτε εθνικού βέτο εξοργίζει τους φεντεραλιστές που ανησυχούν ότι οι εγωιστές τοπικοί πολιτικοί στέκονται εμπόδιο σε ένα λειτουργικό ευρωπαϊκό υπερκράτος. Αυτά τα παράπονα μπορούν ως επί το πλείστον να αγνοηθούν. Τα βέτο σπάνια αποτελούν πραγματικό πρόβλημα.
Συχνά αντικατοπτρίζουν θεμιτά παράπονα και η διευθέτησή τους βελτιώνει τελικά τις πολιτικές της ΕΕ. Η κατάργησή τους θα προκαλούσε υπερβολική διαρροή εξουσίας από τους εθνικούς ηγέτες, των οποίων η δημοκρατική νομιμοποίηση υπερβαίνει κατά πολύ εκείνη των ελάχιστα γνωστών ευρωβουλευτών ή επιτρόπων.
Στις 20 Σεπτεμβρίου, μια συνάντηση των υπουργών Ευρώπης της ομάδος εξέτασε τρόπους να αποκοπεί από το βέτο μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων της ΕΕ, αυξάνοντας τη χρήση της ειδικής πλειοψηφίας. Αλλά επειδή η ίδια η πρόταση για την απομάκρυνση από την ομοφωνία απαιτεί ομοφωνία, είναι απίθανο να προχωρήσει.
Έτσι η ΕΕ παραμένει με ένα μόνιμο πρόβλημα. Η ουγγρικού τύπου εκμετάλλευση των βέτο είναι προφανώς πέρα από τη χρήση για την οποία προοριζόταν. Συνεπώς, απαιτείται ένας νέος κανόνας: ας τον αποκαλέσουμε Αντίστροφο Λουξεμβούργο. Ο αρχικός συμβιβασμός του Λουξεμβούργου ορίζει ότι σε περιπτώσεις όπου τα βέτο συνήθως απαγορεύονται, μπορούν να επανέλθουν κάτω από εξαιρετικές συνθήκες.
Το Αντίστροφο Λουξεμβούργο προτείνει ότι σε καταστάσεις όπου τα βέτο συνήθως επιτρέπονται, θα μπορούν να αποκλείονται όταν υφίστανται εξαιρετικές συνθήκες. Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προστατεύει από την υπερβολή του ομοσπονδιακού συστήματος. Το αντίστροφο Λουξεμβούργο θα προστατεύσει την Ευρώπη από διπλωματικούς εκβιασμούς.
Όπως και με τον αρχικό συμβιβασμό, το Αντίστροφο Λουξεμβούργο δεν χρειάζεται να κωδικοποιηθεί σε οποιαδήποτε συνθήκη. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν να τιμωρείται η κατάχρηση των βέτο με περικοπές κονδυλίων της ΕΕ προς στις χώρες που τα χρησιμοποιούν. Τέτοιες απειλές λειτουργούν: Η Ουγγαρία προσπαθεί επί του παρόντος να επικαιροποιήσει τους νόμους της για την καταπολέμηση της δωροδοκίας για να μην χάσει έως και 7,5 δισ. ευρώ (7,4 δισ. δολάρια) από τη χρηματοδότηση των Βρυξελλών.
Η ΕΕ καταρτίζει τακτικά νέα προγράμματα δαπανών, όπως για παράδειγμα το ταμείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας ύψους 750 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκε πέρυσι. Είναι εύκολο να επινοηθούν τέτοια προγράμματα για 26 χώρες αντί για 27: παρόμοιες παρακάμψεις χρησιμοποιήθηκαν κάποτε για τη Βρετανία στα πιο δύστροπα χρόνια της ως μέλος της λέσχης.
Η Ουγγαρία (μαζί με την Πολωνία) δεν λαμβάνει επί του παρόντος καθόλου χρήματα από το ταμείο για την πανδημία, ειδικά λόγω των ελλείψεων του κράτους δικαίου της. Το να διευκρινιστεί ότι τα κράτη μέλη δεν θα χρησιμοποιούν το βέτο τους για να εμποδίζουν το έργο της λέσχης θα μπορούσε να γίνει ένα πρόσθετο κριτήριο ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν τη γενναιοδωρία της ΕΕ.
Βέτο στο Βέτο
Το αντίστροφο Λουξεμβούργο θα έλυνε ένα άλλο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει σύντομα η Ευρώπη: τη διοίκηση μιας ένωσης 35 ή περισσότερων κρατών μελών, μετά τη διεύρυνση με χώρες όπως η Σερβία ή η Ουκρανία, χωρίς να κολλήσει σε ένα πλέγμα πιθανών βέτο. Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι για να συμφωνήσουν στην διεύρυνση της ΕΕ οι περισσότερες αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία.
Οι Ανατολικοευρωπαίοι επιθυμούν τη διεύρυνση, αλλά θέλουν επίσης να διατηρήσουν το βέτο, ιδίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπου δεν εμπιστεύονται τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Το αντίστροφο Λουξεμβούργο είναι ένας καλός συμβιβασμός. Διατηρεί τα νόμιμα βέτο, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη διαχειρισιμότητα της ΕΕ.
Οι σκεπτικιστές θα επισημάνουν ότι ένα βέτο που μπορεί να παρακαμφθεί δεν είναι βέτο. Και ποιος θα αποφάσιζε αν το βέτο ήταν κυνικό; Γιατί θα πρέπει να επιτρέπεται στην Ιρλανδία να μπλοκάρει μια φορολογική συμφωνία αλλά όχι στην Ουγγαρία; Όπως η πορνογραφία, έτσι και η κατάχρηση του βέτο είναι μια περίπτωση που την καταλαβαίνεις όταν τη δεις, και η Ευρώπη έχει δει αρκετά τελευταία.
Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου προκαλεί φόβο στους φεντεραλιστές, ακριβώς επειδή κανείς δεν γνωρίζει το ακριβές περίγραμμά του. Η επινόηση μιας παραλλαγής που θα κρατούσε υπό έλεγχο τους κυνικούς εκμεταλλευτές των κανόνων της ΕΕ θα αναχαίτιζε την αδικαιολόγητη επιρροή τους.
© 2022 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr.Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com