THEPOWERGAME
Πριν από την πανδημία, υπήρχαν ορισμένα θέσφατα σχετικά με την ευρωζώνη. Τα υπερχρεωμένα νότια κράτη μέλη προσπαθούσαν να πείσουν τα βόρεια να συμφωνήσουν στην από κοινού έκδοση ομολόγων και αποτύγχαναν.
Ο Emmanuel Macron, ο πρόεδρος της Γαλλίας, μιλούσε για έναν μεγάλο κοινό προϋπολογισμό, προκαλώντας την αντίδραση του Βερολίνου. Και όλοι συμφωνούσαν – κάποιοι θα έλεγαν ότι προσποιούνταν – ότι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ήταν διαχειρίσιμο, γεγονός που βοήθησε να δοθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πολιτική κάλυψη ώστε κατά τη διάρκεια των υφέσεων να αγοράζει ιταλικά ομόλογα.
Η Covid-19 έχει αφήσει πίσω της πολλά από τα παλιά αυτονόητα. Το 2020 τα κράτη μέλη δημιούργησαν ένα κοινό ταμείο ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ (813 δισ. δολάρια), το οποίο χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά ομόλογα, για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων του ιού.
Το πρόγραμμα αγοράς πανδημικών ομολόγων της ΕΚΤ, μέσω του οποίου αγόρασε κρατικό χρέος ύψους 1,6 τρισ. ευρώ, συνέβαλε επίσης στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού για τα περισσότερο υπερχρεωμένα μέλη της ζώνης.
Αλλά το μεγάλο βάρος του χρέους της Ιταλίας παραμένει: στην πραγματικότητα, έχει αυξηθεί, από 134% του ΑΕΠ την παραμονή της πανδημίας σε 151% έως το τέλος του 2021. Καθώς ο πληθωρισμός εκτινάσσεται, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να σηματοδοτεί ότι θα σταματήσει τις καθαρές αγορές ομολόγων μετά το καλοκαίρι. Τι επιφυλάσσει, όμως, αυτή η αλλαγή για το ιταλικό χρέος;
Οι αποδόσεις των ομολόγων της Ιταλίας εξαρτώνται εν μέρει από την οικονομική υγεία της χώρας. Και αυτή βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι θα μπορούσε να υποδηλώνει ο τεράστιος δείκτης χρέους της. Η ανάκαμψη από την πανδημία υπήρξε ταχύτερη από ό,τι αναμενόταν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι οι δαπάνες από το ταμείο ανάκαμψης θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά 1,5-2,5% τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, και η συνακόλουθη αύξηση των τιμών της ενέργειας, είναι πιθανό να επιβραδύνουν τη δραστηριότητα: στις 19 Απριλίου το IMF αναθεώρησε τις προβλέψεις του για την αύξηση του ιταλικού ΑΕΠ το 2022 σε 2,3%, από 3,8% τον Ιανουάριο.
Η ελπίδα, ωστόσο, είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τη λήψη των κονδυλίων ανάκαμψης της ΕΕ – όπως η αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος δικαιοσύνης- θα ενισχύσουν μακροπρόθεσμα την οικονομία.
Με τη στήριξη της ανάπτυξης και τον υψηλό πληθωρισμό, η ονομαστική επιβάρυνση του χρέους της Ιταλίας θα αρχίσει τελικά να μειώνεται. Ο Carlo Cottarelli, πρώην διευθυντής του δημοσιονομικού παρατηρητηρίου της Ιταλίας, εκτιμά ότι ο δείκτης χρέους της χώρας θα μπορούσε να μειωθεί κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες ετησίως, υπό την προϋπόθεση ότι η αναπτυξιακή της έκρηξη θα συνεχιστεί.
Οι αποδόσεις θα επηρεαστούν επίσης από τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ. Έχει δηλώσει ότι θα σταματήσει να πραγματοποιεί νέες αγορές που προσθέτουν στο απόθεμα των χαρτοφυλακίων της. Αλλά είναι απίθανο να μειώσει τα αποθέματα, είτε αφήνοντας τα ομόλογα που λήγουν να εκπνεύσουν, είτε προβαίνοντας σε ενεργές πωλήσεις (μια πολιτική γνωστή ως ποσοτική σύσφιξη).
Μιλώντας στις 14 Απριλίου η Christine Lagarde, η πρόεδρος της τράπεζας, δήλωσε ότι μια τέτοια συρρίκνωση του ισολογισμού είναι πολύ πιο μακροπρόθεσμη στην πορεία της νομισματικής σύσφιξης. Ως εκ τούτου, η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να διατηρεί το απόθεμα των περιουσιακών της στοιχείων επανεπενδύοντας τα έσοδα από τα ομόλογα που λήγουν, και έτσι θα συνεχίσει να αποτελεί πηγή ζήτησης για το ιταλικό χρέος.
Επιπλέον, η άποψη της κεντρικής τράπεζας για τον ρόλο της ως δανειστή έσχατης λύσης έχει ωριμάσει. Η κ. Lagarde τόνισε τη φιλοσοφία της τράπεζας για «ευελιξία», στο όνομα της διασφάλισης ότι το κόστος δανεισμού στα ασθενέστερα (δηλαδή στα νότια) κράτη της ευρωζώνης δεν θα αποκλίνει υπερβολικά από εκείνο της υπόλοιπης ομάδας.
Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να επεκταθεί και στη μελλοντική ποσοτική σύσφιξη, κάτι που θα ήταν καλό νέο για την Ιταλία. Η ΕΚΤ θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποφασίσει να μειώσει πρώτα τα γερμανικά ομόλογα που κατέχει, ώστε να δώσει στην Ιταλία περισσότερο χρόνο για να μειώσει το χρέος της.
Όμως, ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή, καθώς η ΕΚΤ μειώνει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων, είναι ότι οι επενδυτές θα επιστρέψουν, παρακολουθώντας με έντονο ενδιαφέρον την ιταλική πολιτική. Την επόμενη άνοιξη θα διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές και υπάρχει πιθανότητα νικήτρια να αναδειχθεί μια λαϊκιστική κυβέρνηση.
Πιθανότατα, η νέα αυτή κυβέρνηση να είναι λιγότερο ενθουσιώδης για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που το ταμείο ανάκαμψης έχει μέχρι στιγμής ενθαρρύνει. Κάτι τέτοιο θα θόλωνε τις προοπτικές ανάπτυξης και θα επιδείνωνε το πρόβλημα του χρέους.
Αν η κυβέρνηση αποδειχθεί επίσης αποφασισμένη να συγκρουστεί με την υπόλοιπη Ευρώπη, η ΕΚΤ μπορεί να αναγκαστεί να γίνει πολύ λιγότερο ευέλικτη. Οι επενδυτές θα μπορούσαν να αρχίσουν να φοβούνται ότι η κεντρική τράπεζα μπορεί να μην είναι τόσο πρόθυμη να στηρίξει μια κυβέρνηση που παραβιάζει κατάφωρα τη «μακροοικονομική λογική», ανησυχεί ο Francesco Papadia, πρώην αξιωματούχος της ΕΚΤ.
Το 2018 ο σχηματισμός ενός λαϊκιστικού συνασπισμού οδήγησε το spread μεταξύ των ιταλικών και των γερμανικών ομολόγων να διπλασιαστεί μέσα σε λίγες μόνο ημέρες σε σχεδόν τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Με άλλα λόγια, η τύχη των ιταλικών ομολόγων βρίσκεται τελικά στα χέρια της Ρώμης.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com