THEPOWERGAME
Τα βιομηχανικά προάστια του Λούμπμιν, μιας πόλης στην ανεμοδαρμένη ακτή της Βαλτικής στην πρώην Ανατολική Γερμανία, δεν υπάρχουν σε κανέναν τουριστικό οδηγό. Ούτε το λιμάνι του Ρότερνταμ, το πιο ζοφερό μέρος μιας πόλης που ήδη παλεύει για τη γοητεία της, αποτελεί πόλο έλξης.
Σίγουρα κανένα από αυτά δεν αναδίδει την γοητεία της Παναγίας των Παρισίων ή της Βενετίας, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει ο Luis Garicano, ευρωβουλευτής και καθηγητής οικονομικών, ο οποίος επισκέφτηκε πρόσφατα και τις δύο πόλεις.
Ωστόσο, ελάχιστα μέρη θα μπορούσαν να βοηθήσουν κάποιον παραθεριστή στην Ευρώπη να κατανοήσει καλύτερα τι πραγματικά συμβαίνει εκεί σήμερα. Στο ολλανδικό λιμάνι, πλοία από τη Ρωσία ξεφορτώνουν διακριτικά φορτία αργού πετρελαίου αξίας έως και 80 εκατ. δολαρίων το καθένα, τα οποία στη συνέχεια θα οδηγηθούν στα ευρωπαϊκά διυλιστήρια για επεξεργασία.
Ακόμα πιο μακριά από τα βλέμματα του κοινού, ο αγωγός Nord Stream καταλήγει στο Λούμπμιν, διοχετεύοντας σιβηρικό αέριο για το οποίο οι πελάτες στη Γερμανία, και όχι μόνο, πληρώνουν πάνω από 160 εκατ. ευρώ (174 εκατ. δολάρια) κάθε μέρα.
Αυτό είναι το σκοτεινό οικονομικό υπογάστριο της Ευρώπης, μιας ηπείρου που νιώθει καλά με τον εαυτό της για τη βοήθεια που παρέχει στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα έχει πληρώσει σχεδόν 40 δισ. ευρώ για ρωσική ενέργεια από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος πριν από οκτώ εβδομάδες.
Τα πανό στις διάφορες διαδηλώσεις από το Παρίσι έως την Πράγα υποστηρίζουν την διακοπή του αγωγού και την απομάκρυνση των δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν ρωσικό αργό πετρέλαιο. Ωστόσο, τα κύματα των ευρωπαϊκών κυρώσεων που διαδέχονται η μία την άλλη άφησαν εκτός το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ακόμα και τη στιγμή που υιοθετήθηκαν δραστικά μέτρα που στόχευαν άλλα τμήματα της ρωσικής οικονομίας.
Οι πολιτικοί εύχονται να μπορούσαν να σταματήσουν τις πληρωμές που οδεύουν κατευθείαν προς στα ταμεία του Κρεμλίνου. Οι Γερμανοί εμπόδισαν το άνοιγμα ενός νέου αγωγού, δίδυμου του Nord Stream. Ταυτόχρονα ανησυχούν μήπως η πλήρης διακοπή του ρωσικού φυσικού αέριου μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα θέρμανσης των πολιτών τον ερχόμενο χειμώνα.
Οι ψηφοφόροι αισθάνονται ήδη το «τσίμπημα» των υψηλών λογαριασμών θέρμανσης και βενζίνης. Οι επιχειρήσεις παλεύουν κι αυτές με τη σειρά τους, και όχι μόνο στη Γερμανία όπου η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια είναι έντονη.
Οι εκτιμήσεις για το πόσο ένα εμπάργκο στις εισαγωγές ενέργειας από την Ανατολή θα έβλαπτε την ευρωπαϊκή οικονομία ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, αλλά είναι αρκετά υψηλές ώστε να εκτροχιάσουν οποιαδήποτε συναίνεση εντός της ΕΕ και να οδηγήσουν σε σκέψεις για μερικό μόνο περιορισμό των εισαγωγών πετρελαίου στο μέλλον.
Αν οι κυρώσεις δεν είναι πλέον στο τραπέζι, η Ευρώπη θα μπορούσε κάλλιστα να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρών δασμών στη ρωσική ενέργεια. Η φορολόγηση των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν θα σταματούσε εξ ολοκλήρου τη ροή τους προς τη Δύση.
Θα περιόριζε, ωστόσο, τη ζήτηση για ρωσικούς υδρογονάνθρακες τόσο σίγουρα όσο η φορολογία στα ποτά και τα τσιγάρα αποτρέπουν την κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα. Ένας ανάλογος φόρος «αμαρτίας» στο ρωσικό πετρέλαιο θα αναγνώριζε ότι η αγορά ρωσικής ενέργειας αποτελεί μορφή εμπορικής ατιμίας, δεδομένου ότι τα κεφάλαια που εμβάζονται τροφοδοτούν την πολεμική μηχανή του προέδρου Vladimir Putin.
Οι επιχειρήσεις που εκλύουν αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα πρέπει να αποζημιώνουν το ευρύτερο κοινό αγοράζοντας δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα. Σήμερα ο πουτινισμός είναι για τη γεωπολιτική ό,τι η κλιματική αλλαγή για τον πλανήτη: ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, και μάλιστα γρήγορα.
Ο στόχος οποιουδήποτε καθεστώτος κυρώσεων είναι η επιβολή απαγορευτικού κόστους στον εχθρό, ενώ εσείς οι ίδιοι θα υποστείτε την ελάχιστη δυνατή ενόχληση. Ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι οι δασμοί θα μπορούσαν ακόμα και να βοηθήσουν την ΕΕ να βγάλει κέρδος εις βάρος της Ρωσίας.
Ο Ricardo Hausmann, πρώην υπουργός προγραμματισμού της Βενεζουέλας που τώρα εργάζεται στο Χάρβαρντ, επισημαίνει ότι αν ένας τιμωρητικός φόρος εισαγωγής -ίσως 90%- προστεθεί στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, τα ευρωπαϊκά διυλιστήρια θα προμηθεύονταν αργό από αλλού, εκτός αν τους παραχωρούνταν σημαντική έκπτωση.
Η Ρωσία αποκομίζει τόσο μεγάλα κέρδη από το πετρέλαιο της – που εξάγεται με λιγότερο από 6 δολάρια το βαρέλι και πωλείται δεκαπλάσια – που θα είχε νόημα ακόμα και να το εξάγει στην παγκόσμια τιμή μείον τον δασμό που επιβάλλει η Ευρώπη (και πράγματι το ρωσικό αργό πωλείται ήδη με μεγάλη έκπτωση σε σχέση με τις τιμές αναφοράς).
Δεδομένου ότι οι αγωγοί και τα λιμάνια της Ρωσίας είναι διαμορφωμένα κυρίως για να εξυπηρετούν την Ευρώπη, η επαναδρομολόγηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε άλλους πελάτες θα ήταν περίπλοκη και δαπανηρή. Ο νέος δασμός θα γινόταν πηγή εσόδων για την Ευρώπη, εις βάρος του Κρεμλίνου.
Η πραγματικότητα θα ήταν περισσότερο χαώδης από τα οικονομικά μοντέλα. Αλλά το γενικότερο θέμα, λέει ο Guntram Wolff από το κέντρο μελετών Bruegel στις Βρυξέλλες, είναι ότι η Ευρώπη έχει περισσότερες επιλογές στο να αντικαταστήσει το ρωσικό πετρέλαιο από ό,τι η Ρωσία τους Ευρωπαίους πελάτες.
Τα πράγματα είναι διαφορετικά με το φυσικό αέριο, δεδομένου ότι παραδίδεται μέσω αγωγών που συνδέουν παραγωγούς και καταναλωτές μεταξύ τους. Η Ευρώπη δεν μπορεί να αντικαταστήσει γρήγορα μεγάλο μέρος αυτού που παραδίδει η Ρωσία, αν και σε κάποιο βαθμό μπορεί να στραφεί σε άλλα μέρη για αέριο ή σε τελείως άλλες μορφές ενέργειας.
Ένας φόρος στο φυσικό αέριο θα ήταν επομένως λιγότερο πιθανό να αναγκάσει τις ρωσικές τιμές να μειωθούν βραχυπρόθεσμα, αλλά καθώς η Ευρώπη διαφοροποιεί τις πηγές εφοδιασμού της, για παράδειγμα με την κατασκευή περισσότερων τερματικών σταθμών LNG, μπορεί κάποια στιγμή να έχει νόημα.
Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονται από τον φόρο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αποζημίωση των χρηστών του ρωσικού φυσικού αερίου που δεν μπορούν να το εγκαταλείψουν.
Ο Mario Draghi, ένας άλλος οικονομολόγος, ο οποίος αυτή τη στιγμή κατέχει το αξίωμα του πρωθυπουργού της Ιταλίας, θέλει επίσης να περιορίσει τη ρωσική ενέργεια, αλλά με την επιβολή ανώτατου ορίου στην τιμή που πληρώνει η Ευρώπη για το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Από πολλές απόψεις η ιδέα είναι παρόμοια με την επιβολή κάποιου δασμού: περιορίζεις τη ροή των χρημάτων που κατευθύνονται προς τη Μόσχα και αναγκάζεις τη Ρωσία να προσαρμοστεί. Αλλά αυτή η προσέγγιση δεν θα μπορούσε να ανακόψει τη ζήτηση για ρωσική ενέργεια – το αντίθετο μάλιστα.
Θα ενθάρρυνε τη βιομηχανία να λαχταρά περισσότερο, όχι λιγότερο, από το τώρα ακόμα φθηνότερο φυσικό αέριο του κ. Putin. Αντίθετα, μια αύξηση των τιμών της ρωσικής ενέργειας θα έστελνε το μήνυμα ότι όσοι τη χρησιμοποιούν σήμερα θα πρέπει να κάνουν περικοπές.
Οι πολιτικοί το απαιτούν: Η Ευρώπη στοχεύει σε μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα φέτος, αν και εν μέρει βασίζεται σε αισιόδοξες υποθέσεις. Μια υψηλότερη τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου, αν και επώδυνη, θα αποτελούσε κίνητρο για όσους το χρησιμοποιούν να απεξαρτηθούν από αυτό.
Είναι πολλά τα χρήματα…
Το πιθανότερο αποτέλεσμα, λέει ο κ. Garicano, είναι η τρέχουσα προσέγγιση: να μην κάνουμε τίποτα. Μια εισφορά επί των εισαγωγών είναι τουλάχιστον ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση και πολιτικά εφικτό. Θα μπορούσε να προσαρμοστεί ανάλογα με τις περιστάσεις, σε αντίθεση με ένα εμπάργκο του στυλ «όλα ή τίποτα».
Σε κανονικές συνθήκες, η φορολόγηση των εισαγωγών αποδοκιμάζεται από το φόβο μήπως εκνευριστούν οι εμπορικοί εταίροι. Αλλά το να εκνευριστεί το Κρεμλίνο θα ήταν πλεονέκτημα σε αυτή την περίπτωση. Η Ρωσία θα μπορούσε να αντιδράσει με μείωση των προμηθειών, αλλά ήδη απειλεί με κάτι τέτοιο, ούτως ή άλλως.
Η ΕΕ έχει τη σωστή ιδέα σε περίπτωση που θέλει να απαλλαγεί από τα δεσμά της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια. Τώρα χρειάζεται και τη σωστή προσέγγιση.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com