THEPOWERGAME
Ο Jeffrey Sonnenfeld βιώνει αυτό που αποκαλεί στιγμή Marshall McLuhan – «15 λεπτά προβολής που σύντομα θα τον οδηγήσουν και πάλι στην αφάνεια».
Και αυτό γιατί, λίγο καιρό αφότου ο Vladimir Putin έστειλε τα στρατεύματά του στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, ο 68χρονος καθηγητής στη Σχολή Διοίκησης του Γέιλ συνέταξε έναν κατάλογο με τις επιχειρήσεις που αποσύρονται από τη Ρωσία, συμβάλλοντας καταλυτικά στην έξοδο τους από τη χώρα – 470 επιχειρήσεις έκλεισαν ή μείωσαν τις δραστηριότητές τους.
Η εκστρατεία του έχει αποσπάσει θετικές κριτικές από τα μέσα ενημέρωσης. Τον έχει επίσης θέσει υπό πολιορκία από τύπους δημοσίων σχέσεων που προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι οι εταιρείες που εκπροσωπούν δεν θα περιληφθούν στην «Λίστα των κατάπτυστων» που θα συνταχθεί.
Το «Ουκρανικό τεστ ηθικής», όπως το αποκάλεσαν οι New York Times, αύξησε δραματικά το προφίλ ενός ανθρώπου που έχει ήδη ονομαστεί ο «καθοδηγητής των CEO». Μην τον πιστέψετε όμως όταν μιλάει για επιστροφή στην αφάνεια.
Βλέπει την αποχώρηση από τη Ρωσία όχι μόνο ως μια ενάρετη έκφραση απέχθειας απέναντι στο φονικό καθεστώς του κ. Putin, αλλά και ως καρφί στο φέρετρο της παγκοσμιοποίησης. Το να ηγηθεί, στην συνέχεια, μιας σταυροφορίας των CEO εναντίον της, δεν θα αποτελούσε έκπληξη.
Ο κ. Sonnenfeld δεν είναι άγνωστος στο προσκήνιο. Πράγματι, έχει γίνει ο αρχιερέας ενός συστήματος πεποιθήσεων στις δυτικές επιχειρήσεις, το οποίο άρχισε να προωθεί πριν από σχεδόν 45 χρόνια και το οποίο έχει επιτέλους έρθει στη μόδα. Το ονομάζει επιχειρηματική ηθική.
Οι επικριτές του το χλευάζουν ως «αφυπνισμένο» («λες και υπάρχει κάτι κακό με την παθητική μετοχή του αφυπνίζω», μουρμουρίζει). Δεν υπάρχει τίποτε το υπερβολικά «αφυπνισμένο» σχετικά με το γιατί οι δυτικές επιχειρήσεις αποσύρονται από τη Ρωσία.
Κάποιοι μπορεί να αποκαλέσουν την κίνηση υψηλόφρονα, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εγγενώς ρεαλιστική. Ικανοποιεί τους πελάτες και το προσωπικό που είναι εξοργισμένοι από τον πόλεμο, και επειδή η Ρωσία αποτελεί ένα μικρό κομμάτι των παγκόσμιων εσόδων των περισσότερων εταιρειών, η αποχώρηση είναι αδιάφορη για τους επενδυτές.
Ωστόσο, πρόκειται για ολισθηρή κατρακύλα. Λιγότερο από ένα χρόνο πριν, ο κ. Sonnenfeld βοηθούσε να ξεσηκωθούν δεκάδες CEOs στην Αμερική για τις αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία στη Τζόρτζια και σε άλλες πολιτείες.
Έχει επικροτήσει τις διαμαρτυρίες των επιχειρηματιών για την ασφάλεια των όπλων, τη μετανάστευση, την κλιματική αλλαγή και τα δικαιώματα των διεμφυλικών. Λέει ότι μετά την απόσυρση των επιχειρήσεων από τη Ρωσία, η πιο πρόσφατη συνάντησή του με τους διευθύνοντες συμβούλους αποκάλυψε μια απότομη αύξηση των ανησυχιών τους για τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και μια συναίνεση για την ανάγκη μεγαλύτερης αυτάρκειας.
Με άλλα λόγια, το ελεύθερο εμπόριο μπορεί να είναι το επόμενο θέμα στην ατζέντα του. Εν μέσω χειροκροτημάτων για την ταχεία αντίδραση των εταιρειών στη ρωσική επιθετικότητα, αυτός ο ηθικός «ερπυσμός» της αποστολής είναι ανησυχητικός. Πού τραβούν τα αφεντικά ως διαιτητές τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο τι είναι δίκαιο και τι άδικο;
Σε μια συνέντευξή του, ο κ. Sonnenfeld αναλύει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα σηματοδοτήσει την αλλαγή στην υποστήριξη της παγκοσμιοποίησης.
Όπως λέει, η εποχή μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου γέννησε μια «αφελή πεποίθηση» ότι ο καπιταλισμός δυτικού τύπου και προϊόντα όπως τα χάμπουργκερ των McDonald’s θα έφερναν την παγκόσμια αρμονία. Εκτιμά ότι η επιθετικότητα της Ρωσίας έβαλε ταφόπλακα σε αυτή την ιδέα.
Ερωτηθείς αν οι CEOs με τους οποίους συνομιλεί θέλουν να αλλάξουν ένα σύστημα που έχει αποφέρει κέρδη στις επιχειρήσεις τους, εκτός του ότι βοήθησε να βγουν μέρη του κόσμου από τη φτώχεια, λέει ότι δεν θέλουν το εκκρεμές να επιστρέψει εντελώς στον απομονωτισμό. Αλλά διακρίνει «μειωμένο ενθουσιασμό για το απεριόριστο ελεύθερο εμπόριο».
Δεν είναι ο μόνος που πιστεύει ότι ο πόλεμος θα στρέψει την επιχειρηματική γνώμη εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Στις 24 Μαρτίου, στην ετήσια επιστολή του προς τους μετόχους, ο Larry Fink, επικεφαλής της BlackRock, του μεγαλύτερου διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων στον κόσμο, δήλωσε ότι αναμένει ο πόλεμος να δώσει έναυσμα στις εταιρείες να επανεκτιμήσουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες, οδηγώντας τις πιθανότατα να μεταφέρουν περισσότερες από τις δραστηριότητές τους πιο κοντά στην πατρίδα τους, ακόμα και αν αυτό σημαίνει υψηλότερο κόστος και πιέσεις στα περιθώρια κέρδους.
Τέτοιου είδους αισθήματα κέρδισαν έδαφος εν μέσω του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump, και στη συνέχεια ξανά εν μέσω του υψηλού εργατικού κόστους και των εφοδιαστικών δυσχερειών της πανδημίας.
Προς το παρόν, είναι δύσκολο να βρεθούν στατιστικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν επαναπατρισμό μεγάλης κλίμακας, όμως κάποιες ανεπίσημες ενδείξεις αρχίζουν να διαμορφώνονται.
Αυτό μπορεί να μην αποτυπώνει τίποτα περισσότερο από επιχειρηματικό πραγματισμό. Η μεγαλύτερη και καλύτερη αυτοματοποίηση συμβάλλει στην αντιστάθμιση των υψηλότερων μισθών στις ανεπτυγμένες χώρες, μειώνοντας παράλληλα το κόστος μεταφοράς.
Καθώς οι χώρες χωρίζονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, με την Κίνα και τη Ρωσία στη μία πλευρά και την Αμερική και την Ευρώπη στην άλλη, οι κυβερνήσεις τους μπορεί να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στο εσωτερικό τους σε ζωτικής σημασίας τεχνολογίες, όπως οι ημιαγωγοί, για να ενισχύσουν την ασφάλεια του εφοδιασμού.
Εάν η εγχώρια ζήτηση για τα προϊόντα των επιχειρήσεων αυξάνεται ή επιδοτείται, είναι λογικό να την ικανοποιήσουν. Επιπλέον, η πίεση των επενδυτών να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και διοικητικούς προβληματισμούς μπορεί να ωθήσει τις δυτικές εταιρείες να επανεξετάσουν την ύπαρξη εκτεταμένων εφοδιαστικών αλυσίδων σε μέρη που είναι δύσκολο να ελεγχθούν.
Απολυτάρχες στην ανώτατη διοίκηση
Αλλά όταν οι επιχειρήσεις τυλίγονται με τη σημαία, αντί να υπερασπίζονται τον πραγματισμό (και τα κέρδη), τα πράγματα περιπλέκονται. Όπως αναμφίβολα γνωρίζουν τα αφεντικά, η απόσυρση από τη Ρωσία, αφήνει το πεδίο ελεύθερο σε τοπικούς ανταγωνιστές που δεν έχουν ενδοιασμούς να υποστηρίξουν το καθεστώς του κ. Putin.
Εγκαταλείπουν τους Ρώσους υπαλλήλους που μπορεί να αντιτίθενται στην κυβέρνησή τους, ενώ η στάση τους έναντι της Ρωσίας που ικανοποιεί το κοινό αίσθημα μπορεί να βοηθήσει να αποσπάσουν την προσοχή από άλλες επιβλαβείς συνέπειες της δραστηριότητας τους, όπως το αποτύπωμα άνθρακα των επιχειρήσεών τους. Όπως συμβαίνει με όλες τις ιδεολογικές θέσεις, υπάρχουν πολλές αναγνώσεις.
Έπειτα υπάρχει η ίδια η δημοκρατία. Ο κ. Sonnenfeld υποστηρίζει ότι οι εταιρείες είναι μια σπάνια δύναμη που σήμερα πιέζει για κοινωνική και πολιτική αλλαγή στη δυτική κοινωνία. Βλέπει την εταιρική εκστρατεία κατά του καθεστώτος του κ. Putin υπό το ίδιο πρίσμα της αποεπένδυσης από τη Νότια Αφρική τη δεκαετία του 1980, η οποία, όπως υποστηρίζει, συνέβαλε στο τέλος του απαρτχάιντ.
Με το να είναι καλοί πολίτες, οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν και επιβάλλουν τις δημοκρατικές αξίες. Ωστόσο, η ιδέα μιας μη αντιπροσωπευτικής ομάδας μη εκλεγμένων στελεχών που προβαίνει σε ηθικές επιλογές για λογαριασμό των πελατών και των εργαζομένων θα μπορούσε, αντί να την ενισχύσει, να υπονομεύσει την πίστη στη δημοκρατία.
Σε έναν κόσμο που κινδυνεύει από απολυταρχίες όπως η Ρωσία, αυτό θα ήταν ένα συντριπτικό αυτογκόλ.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com