THEPOWERGAME
Το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, η Ευρώπη φοβήθηκε ότι ο Vladimir Putin θα διέκοπτε τις προμήθειες μέσω του αγωγού φυσικού αερίου που περνούσε από την Ουκρανία προς τους Ευρωπαίους πελάτες.
Αυτή η ανησυχία οδήγησε τον τότε πρωθυπουργό της Πολωνίας, Donald Tusk, να εκδώσει μια αυστηρή προειδοποίηση: «Η υπερβολική εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια καθιστά την Ευρώπη αδύναμη».
Καθώς η πλήρους κλίμακας εισβολή από τις δυνάμεις του κ. Putin, εκτυλίσσεται στην Ουκρανία η Ευρώπη φαίνεται, αν μη τι άλλο, πιο αδύναμη.
Παρά κάποιες προσπάθειες για διαφοροποίηση του εφοδιασμού, την εγκατάσταση διασυνοριακών συνδέσεων φυσικού αερίου και την κατασκευή εγκαταστάσεων για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), κατά τη δεκαετία έως το 2020 οι ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου προς την ΕΕ και τη Βρετανία μέσω αγωγού εκτοξεύτηκαν κατά ένα πέμπτο σε όγκο, ώστε να αποτελούν περίπου το 38% του συνόλου αυτού του ορυκτού καυσίμου που καταναλώνεται στην Ευρώπη.
Εκείνη τη χρονιά περισσότερο από το μισό του γερμανικού φυσικού αερίου προερχόταν από τη Ρωσία.
Η τελευταία επιθετική στάση του κ. Putin μπορεί επιτέλους να ταρακουνήσει τη γηραιά ήπειρο από τον ενεργειακό της εφησυχασμό. Στις 22 Φεβρουαρίου, καθώς τα ρωσικά τανκς ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Ουκρανία, η Γερμανία ανέστειλε την τελική έγκριση του Nord Stream 2, ενός αμφιλεγόμενου νέου αγωγού φυσικού αερίου που τη συνδέει με τη Ρωσία.
Λίγες ημέρες αργότερα ο καγκελάριος Olaf Scholz έκανε λόγο για αλλαγή πορείας «ώστε να ξεπεράσουμε την εξάρτησή μας από τις εισαγωγές» με περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μεγαλύτερα εγχώρια αποθέματα φυσικού αερίου και άνθρακα και αναζωογονημένα σχέδια για τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Σε επίπεδο ΕΕ, μια ευρεία πρόταση για τη διασφάλιση της «ενεργειακής ανεξαρτησίας» της ομάδας, η οποία επρόκειτο να παρουσιαστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 2 Μαρτίου, αλλά αναβλήθηκε λόγω του πολέμου, αναμένεται να υποστηρίξει τα στρατηγικά αποθέματα και την υποχρεωτική αποθήκευση φυσικού αερίου για την αντιμετώπιση του κινδύνου της Ρωσίας βραχυπρόθεσμα και την δραματική επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των καθαρών τεχνολογιών, όπως το υδρογόνο, μακροπρόθεσμα.
Μια τέτοια κίνηση θα αποτελέσει τεράστια αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική της ΕΕ, η οποία επικεντρωνόταν απλώς στη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των ενεργειακών αγορών.
Τα τελευταία χρόνια, καθώς το κλίμα έγινε κυρίαρχο μέλημα, οι στόχοι της πολιτικής διευρύνθηκαν. Με την απειλή της οπλοποίησης της ενέργειας από τον κ. Putin να γίνεται όλο και μεγαλύτερη, ακόμη και οι δύο στόχοι «δεν αρκούν», λέει η Teresa Ribera, αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ισπανίας.
Η ΕΕ οφείλει τώρα να συμφιλιώσει τρεις ανταγωνιστικούς στόχους: το κόστος, το πράσινο και την ασφάλεια.
Η Ευρώπη έχει σημειώσει πραγματική πρόοδο στο πρώτο κομμάτι αυτού του «ενεργειακού τριγώνου». Η απελευθέρωση των ενεργειακών αγορών έχει συμβάλει στη μείωση των τιμών μέσω του ανταγωνισμού.
Η ήπειρος έχει επίσης αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με την απεξάρτηση από τον άνθρακα. Αλλά αν η Ευρώπη θέλει να απαλλαγεί από την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, οι θυσίες έναντι του κόστους και του κλίματος μπορεί να είναι αναπόφευκτες.
Ας ξεκινήσουμε με το τι συμβαίνει βραχυπρόθεσμα. Τον περασμένο μήνα η πρόεδρος της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, επέμεινε ότι η ΕΕ θα μπορούσε να επιβιώσει αυτόν τον χειμώνα ακόμη και με «πλήρη διακοπή της παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία».
Οι μονάδες αποθήκευσης φυσικού αερίου ήταν πιο άδειες από το συνηθισμένο πριν από μερικούς μήνες, εν μέρει λόγω των χαμηλών επιπέδων σε αυτές που διαχειρίζεται η Gazprom, ο κρατικά ελεγχόμενος ρωσικός γίγαντας φυσικού αερίου που ελέγχει το 5% της αποθηκευτικής ικανότητας της ΕΕ.
Τώρα είναι πιο γεμάτες. Οι υψηλές τιμές προσέλκυσαν φορτία LNG από την Ασία. Εάν ο κ. Putin έκλεινε τις κάνουλες, οι τιμές θα εκτοξευόταν και πάλι – προσελκύοντας περισσότερο LNG.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα αντιδρούσαν νευρικά, ενώ στη συνέχεια θα πλήρωναν για τις υπόλοιπες εβδομάδες του χειμώνα, μετά τις οποίες η κατανάλωση φυσικού αερίου θα μειωνόταν απότομα.
Έχουν επίσης εξασφαλίσει υποσχέσεις για προμήθειες έκτακτης ανάγκης από την Ιαπωνία, το Κατάρ, τη Νότια Κορέα και άλλους συμμάχους, αν χρειαστεί.
Και θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το «αέριο μαξιλάρι», ένα στρώμα αποθεμάτων που κανονικά δεν προορίζεται για κατανάλωση.
Μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές είναι πιο δυσοίωνες. Ο Νίκος Τσάφος του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, ενός κέντρου μελετών, υπολογίζει ότι η Ευρώπη εισάγει περίπου 400 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως.
Η αντικατάσταση των 175 δισ. έως 200 δισ. που λαμβάνει από τη Ρωσία με ένα μείγμα εναλλακτικών προμηθειών και μειωμένης κατανάλωσης φυσικού αερίου θα είναι «πολύ δύσκολη» μετά το 2022, δηλώνει.
Το γεγονός ότι η άνοιξη θα έρθει με τα αποθέματα να έχουν εξαντληθεί σημαντικά, θα καταστήσει δύσκολη την προετοιμασία για τον επόμενο χειμώνα.
Για να προετοιμαστεί για μια πιθανή κρίση, η Ευρώπη πρέπει να αποθηκεύσει ρωσικό αέριο όσο αυτό ρέει (ιδανικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν οι τιμές του τείνουν να πέφτουν).
Πρέπει να βρει εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση που η Gazprom σταματήσει την παροχή. Χρειάζεται να φυλάξει κάπου αυτά τα εναλλακτικά αποθέματα μέχρι τον επόμενο χειμώνα, ενώ πρέπει να αξιοποιήσει πηγές ενέργειας εκτός φυσικού αερίου για να χρησιμοποιήσει τα αποθέματα με φειδώ.
Τα λόγια είναι εύκολα, αλλά δύσκολα γίνονται πράξη. Η νομοθεσία της ΕΕ δεν μπορεί να υποχρεώσει η Gazprom να αντλήσει περισσότερο φυσικό αέριο για να το αποθηκεύσει ακόμη και σε κανονικές περιόδους, οι οποίες προφανώς δεν είναι οι παρούσες.
Τα ευρωπαϊκά κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Βρετανία και την Ολλανδία έχουν περάσει την ακμή τους. Η Βόρεια Αφρική, η οποία συνήθως προμηθεύει λιγότερο από το ένα τρίτο της Gazprom, δεν μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές της αρκετά, ώστε να αντισταθμίσει το ρωσικό έλλειμμα.
Η Ευρώπη θα μπορούσε να επαναεριοποιήσει πολύ περισσότερο LNG από ό,τι τώρα – αν, δηλαδή, μπορούσε να βρει περισσότερο. Οι συμβατικές ροές και η περιορισμένη παγκόσμια ικανότητα υγροποίησης το καθιστούν απίθανο, εξηγεί ο Richard Howard της Aurora Energy, μιας εταιρείας ερευνών.
Τα φορτία LNG μπορούν να ανακατευθυνθούν από την Ασία σε μια τιμή, αλλά οι Ασιάτες πελάτες που προετοιμάζονται για τους δικούς τους χειμώνες θα τα εποφθαλμιούν επίσης.
Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο αν σκεφτούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δυναμικότητας επαναεριοποίησης της Ευρώπης βρίσκεται στις δυτικές ακτές της, στην Ισπανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία.
Οι διασυνοριακές συνδέσεις φυσικού αερίου και οι δυνατότητες «αντίστροφης ροής» είναι καλύτερες από ό,τι πριν από μια δεκαετία, αλλά εξακολουθούν να υπολείπονται.
Οι ανεπαρκώς χρησιμοποιούμενες εγκαταστάσεις αεριοποίησης της Ισπανίας είναι άχρηστες σε περίπτωση κρίσης, επειδή οι συνδέσεις φυσικού αερίου της πάνω από τα Πυρηναία είναι ασήμαντες και δύσκολα αναβαθμίζονται.
Η μεταφορά όλου αυτού του φυσικού αερίου στη Γερμανία και σε άλλους μεγάλους πελάτες στην ενδοχώρα αποτελεί (κυριολεκτικά) όνειρο θερινής νυκτός, δηλώνει με ανησυχία μια ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή.
Με δεδομένους αυτούς τους περιορισμούς στην προσφορά, η ευρωπαϊκή ζήτηση μπορεί να χρειαστεί να μειωθεί κατά 10-15% τον επόμενο χειμώνα για να αντιμετωπιστεί η διακοπή της ρωσικής παροχής, εκτιμά το Bruegel, ένα κέντρο μελετών στις Βρυξέλλες.
Ο Matthew Drinkwater της Argus Media, εταιρείας παροχής πληροφοριών για τον κλάδο, πιστεύει ότι μπορεί να χρειαστεί «κάποια ποσόστωση».
Τα προβλήματα δεν εξαφανίζονται μακροπρόθεσμα. Η Shell, ο βρετανικός ενεργειακός κολοσσός, προβλέπει ότι στα μέσα της δεκαετίας του 2020 θα υπάρξει χάσμα μεταξύ της παγκόσμιας προσφοράς και ζήτησης φυσικού αερίου.
Η Ευρώπη θα νιώσει την πίεση περισσότερο από τους περισσότερους, εξαιτίας του ότι αποθάρρυνε τις επενδύσεις για το φυσικό αέριο. Η εξάρτηση από τις spot αγορές προσελκύει βραχυπρόθεσμες προμήθειες σε περίπτωση κρίσης, αλλά δεν στέλνει ένα σαφές μήνυμα για μεγαλύτερους χρονικούς ορίζοντες.
Ο Adrian Dorsch της εταιρείας ερευνών S&P Global Platts, σημειώνει ότι παρά τον κίνδυνο για τον μεθεπόμενο χειμώνα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας έχουν κάνει ελάχιστα για να εξασφαλίσουν μελλοντικές προμήθειες.
Χωρίς κυβερνητικές εντολές ή επιδοτήσεις, οι εποχιακές διαφορές τιμών δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν επενδύσεις σε περισσότερη αποθήκευση, λέει ο Michael Stoppard της εταιρείας ερευνών IHS Markit.
Οι πράσινες πολιτικές της Ευρώπης δεν βοηθούν. Η ΕΕ υπήρξε σχιζοφρενική όσον αφορά στο φυσικό αέριο. Ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Γερμανία και η Ιρλανδία, αποδέχονται ότι χρειάζονται νέες μονάδες φυσικού αερίου ως εφεδρεία και ως γέφυρα προς ένα καθαρότερο μέλλον.
Άλλα, όπως η Ισπανία, θέλουν να αρνηθούν στο φυσικό αέριο την «πράσινη» ετικέτα για κλιματικούς λόγους. Παρόλο που η ΕΕ επαναπροσδιόρισε πρόσφατα το φυσικό αέριο ως καύσιμο «πράσινης μετάβασης», ο χαρακτηρισμός αυτός συνοδεύεται από πολλούς όρους.
Το μπερδεμένο αφεντικό ενός μεγάλου αμερικανικού εξαγωγέα LNG γκρινιάζει ότι καμία ευρωπαϊκή εταιρεία κοινής ωφέλειας δεν θα υπογράψει μαζί του μακροπρόθεσμο συμβόλαιο «επειδή δεν ξέρουν τι θα επιτρέψουν ή δεν θα επιτρέψουν οι κυβερνήσεις τους» σε μια δεκαετία από τώρα.
Διάφορα κέντρα μελετών εκτιμούν ότι η Ευρώπη μπορεί να απεξαρτηθεί από το φυσικό αέριο σχεδόν εξ ολοκλήρου. Ο Simon Müller της Agora εκτιμά ότι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια θα μπορούσαν να παράγουν το 80% της ενέργειας της Γερμανίας σε λιγότερο από οκτώ χρόνια.
Ο Lauri Myllyvirta του Κέντρου Ερευνών για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα πιστεύει ότι στα χαρτιά είναι εφικτό να αντικατασταθούν όλες οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου της Ευρώπης, που αντιστοιχούν σε 370 γιγαβάτ, με δυναμικότητα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η Κίνα σχεδιάζει να εγκαταστήσει περισσότερα από αυτά έως το 2025.
Τέτοιες προβλέψεις φαίνονται πολύ ρόδινες. Τα αιολικά και ηλιακά πάρκα είναι πιο δύσκολο να κατασκευαστούν στη δημοκρατική Ευρώπη απ’ ό,τι στην Κίνα η οποία «διατάσσει» και ελέγχει.
Ο Christian Gollier από τη Σχολή Οικονομικών της Τουλούζης επισημαίνει τη «μαζική τοπική αντίδραση» στη Γαλλία στα αιολικά έργα.
Οι περιφερειακές διαμάχες μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών και άλλες γραφειοκρατικές καθυστερήσεις μπορούν να επιμηκύνουν τη διαδικασία έγκρισης για τις ιταλικές αιολικές και ηλιακές εγκαταστάσεις σε έξι χρόνια.
Σύμφωνα με την S&P Global Platts, η Δυτική Ευρώπη, το 2021, θα κλείσει εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από άνθρακα 9 γιγαβάτ και εργοστάσια παραγωγής από πυρηνική ενέργεια άνω των 5 γιγαβάτ.
Οι μη διαλείπουσες αντικαταστάσεις χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όπως η αποθήκευση μπαταριών και η βιομάζα, δεν συμβαδίζουν.
Όπως και με το φυσικό αέριο, τα κράτη μέλη της ΕΕ συζητούν για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Ενώ η Γερμανία κλείνει τον πυρηνικό της στόλο, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες θέλουν να επεκτείνουν τον δικό τους.
Έως το 2030 η Ισπανία θα καταργήσει σταδιακά τον άνθρακα, ενώ η Πολωνία θα εξακολουθεί να παράγει περισσότερο από το μισό της ρεύμα από το πιο βρώμικο καύσιμο (και θα αντικαταστήσει τα περισσότερα παροπλισμένα εργοστάσια άνθρακα με εργοστάσια που καίνε φυσικό αέριο).
Αυτή η συγκεχυμένη προσέγγιση δυσχεραίνει την επίτευξη του κοινού στόχου της εγκατάλειψης του ρωσικού φυσικού αερίου.
Ακόμα και αν η Ευρώπη καταφέρει να πετύχει τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα εξακολουθεί να χρειάζεται φυσικό αέριο για τη θέρμανση των σπιτιών και των επιχειρήσεων.
Αν και ο τομέας της ενέργειας βρίσκεται συχνά στο στόχαστρο, αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα τρίτο της ζήτησης φυσικού αερίου της Δυτικής Ευρώπης. Η οικιακή χρήση αντιπροσωπεύει περίπου το 40%.
Η μείωση της χρήσης φυσικού αερίου στα σπίτια απαιτεί μεγάλες επενδύσεις στην ηλεκτρική θέρμανση, καλύτερη μόνωση και υπερ-αποδοτικές αντλίες θερμότητας.
Ορισμένες χρήσεις, όπως η θερμότητα υψηλής θερμοκρασίας σε βιομηχανικές διεργασίες, δεν μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από την πράσινη ηλεκτρική ενέργεια.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση, μόνο το 40% της βιομηχανικής χρήσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη αφορά εφαρμογές χαμηλής θερμοκρασίας που μπορούν εύκολα να ηλεκτροδοτηθούν.
Το υδρογόνο μπορεί μια μέρα να κάνει αυτή τη δουλειά, καθώς και να τροφοδοτεί οχήματα, να παράγει ηλεκτρική ενέργεια ή να παρέχει μακροπρόθεσμη αποθήκευση ενέργειας.
Αλλά ακόμη και οι υποστηρικτές της τεχνολογίας, όπως η κα Ribera στην Ισπανία, παραδέχονται ότι το όνειρο του υδρογόνου θα χρειαστεί μια δεκαετία ή και περισσότερο για να πραγματοποιηθεί.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αδύνατο να επιτευχθεί από την Ευρώπη αρκεί να υπάρξει συνετή χάραξη πολιτικής και πολλά χρήματα. Αν ο πόλεμος στο κατώφλι της δεν στρέψει τα ευρωπαϊκά μυαλά προς αυτή την κατεύθυνση, τίποτα δεν πρόκειται να το κάνει.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com