THEPOWERGAME
«Για τους ιστορικούς κάθε γεγονός είναι μοναδικό», έγραφε ο Charles Kindleberger στη μελέτη του για τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αλλά ενώ η ιστορία είναι ιδιαίτερη (τα οικονομικά είναι γενικώς ιδιαίτερα), περιλαμβάνει την αναζήτηση μοτίβων που δείχνουν αν ένας κύκλος γυρίζει.
Σήμερα το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν μοιάζει καθόλου με αυτό που ήταν πριν από τα κραχ του 2001 και του 2008. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό στη Wall Street έχουν εμφανιστεί κάποια γνωστά σημάδια σπασμωδικών κινήσεων και φόβου: ημέρες άγριας διαπραγμάτευσης χωρίς πραγματικές ειδήσεις, ξαφνικές διακυμάνσεις των τιμών και ένα αίσθημα δυσφορίας μεταξύ πολλών επενδυτών, ότι έχουν πάρει υπερβολική δόση τεχνο-αισιοδοξίας.
Έχοντας εκτοξευθεί το 2021, οι μετοχές της Wall Street βίωσαν τον χειρότερο Ιανουάριο από το 2009, σημειώνοντας πτώση της τάξεως του 5,3%. Οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων που προτιμούν οι μικροεπενδυτές, όπως οι τεχνολογικές μετοχές, τα κρυπτονομίσματα και οι μετοχές των κατασκευαστών ηλεκτρικών αυτοκινήτων, έκαναν βουτιά.
Η κάποτε εύθυμη διάθεση στο r/WallStreetBets, ένα φόρουμ για τους ψηφιακούς day-traders, είναι πλέον πένθιμη.
Είναι δελεαστικό να σκεφτεί κανείς ότι το ξεπούλημα του Ιανουαρίου ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν, ότι καθάρισε το χρηματιστήριο από τις κερδοσκοπικές υπερβολές του. Όμως το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Αμερικής με τη νέα του μορφή εξακολουθεί να βρίθει κινδύνων.
Οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων είναι υψηλές: η τελευταία φορά που οι μετοχές ήταν τόσο ακριβές σε σχέση με τα μακροπρόθεσμα κέρδη ήταν πριν από τις υφέσεις του 1929 και του 2001, και η επιπλέον απόδοση για την κατοχή ριψοκίνδυνων ομολόγων βρίσκεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα.
Πολλά χαρτοφυλάκια έχουν φορτωθεί σε περιουσιακά στοιχεία «μακράς διάρκειας» που αποφέρουν κέρδη μόνο στο απώτερο μέλλον. Και οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.
Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Αμερικής αναμένεται να προβεί σε πέντε αυξήσεις ενός τετάρτου της μονάδας φέτος. Οι αποδόσεις των γερμανικών διετών Bund έκαναν άλμα 0,33 μονάδων την περασμένη εβδομάδα, το μεγαλύτερο από το 2008.
Το μείγμα αστρονομικών αποτιμήσεων και αύξησης των επιτοκίων θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε μεγάλες ζημίες, καθώς το επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την προεξόφληση των μελλοντικών εισοδημάτων αυξάνεται.
Εάν προκύψουν μεγάλες απώλειες, το σημαντικό ερώτημα για τους επενδυτές, τους κεντρικούς τραπεζίτες και την παγκόσμια οικονομία είναι εάν το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα τις απορροφήσει με ασφάλεια ή θα τις ενισχύσει.
Η απάντηση δεν είναι προφανής, διότι το σύστημα έχει μετασχηματιστεί τα τελευταία 15 χρόνια από τις διπλές δυνάμεις της ρύθμισης και της τεχνολογικής καινοτομίας.
Οι νέοι κεφαλαιακοί κανόνες οδήγησαν τις τράπεζες σε μεγάλη ανάληψη κινδύνων. Η ψηφιοποίηση έχει δώσει στους υπολογιστές μεγαλύτερη δύναμη λήψης αποφάσεων, έχει δημιουργήσει νέες πλατφόρμες για την κατοχή περιουσιακών στοιχείων και έχει μειώσει το κόστος των συναλλαγών σχεδόν στο μηδέν.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα υψηλής συχνότητας, βασισμένο στην αγορά, με μια νέα ομάδα παικτών. Η διαπραγμάτευση μετοχών δεν κυριαρχείται πλέον από τα συνταξιοδοτικά ταμεία, αλλά από αυτοματοποιημένα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETFs) και σμήνη μικροεπενδυτών που χρησιμοποιούν νέες ψαγμένες εφαρμογές.
Οι δανειολήπτες μπορούν να αξιοποιούν δανειακά κεφάλαια και τράπεζες. Η πίστωση ρέει διασυνοριακά χάρη σε διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων όπως η BlackRock, οι οποίοι αγοράζουν ξένα ομόλογα, όχι μόνο παγκόσμιους δανειστές όπως η Citigroup.
Οι αγορές λειτουργούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα: ο όγκος των μετοχών που διακινούνται στην Αμερική είναι 3,8 φορές μεγαλύτερος από ό,τι πριν από μια δεκαετία.
Πολλές από αυτές τις αλλαγές ήταν για καλό. Έχουν καταστήσει για όλους τους τύπους επενδυτών τη διαπραγμάτευση ενός ευρύτερου φάσματος περιουσιακών στοιχείων φθηνότερη και ευκολότερη.
Το κραχ του 2008-09 κατέδειξε πόσο επικίνδυνο ήταν να υπάρχουν τράπεζες που έπαιρναν καταθέσεις από το κοινό και τις εξέθεταν σε καταστροφικές απώλειες, γεγονός που ανάγκασε τις κυβερνήσεις να τις διασώσουν.
Σήμερα οι τράπεζες είναι λιγότερο κεντρικό ρόλο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες και κατέχουν λιγότερα περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου.
Η ανάληψη περισσότερων κινδύνων γίνεται από ταμεία που υποστηρίζονται από μετόχους ή μακροπρόθεσμους αποταμιευτές οι οποίοι, στα χαρτιά, είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για να απορροφήσουν τις ζημίες.
Ωστόσο, η επανεφεύρεση της χρηματοδότησης δεν έχει εξαλείψει την ύβρη. Δύο κίνδυνοι ξεχωρίζουν. Πρώτον, κάποια μόχλευση βρίσκεται κρυμμένη σε σκιώδεις τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια. Για παράδειγμα, ο συνολικός δανεισμός και οι υποχρεώσεις εν είδει καταθέσεων των hedge funds, των property trusts και των αμοιβαίων κεφαλαίων της χρηματαγοράς έχουν αυξηθεί στο 43% του ΑΕΠ, από 32% πριν από μια δεκαετία.
Οι επιχειρήσεις μπορούν να συσσωρεύουν τεράστια χρέη χωρίς κανείς να το αντιληφθεί. Η Archegos, ένα σκοτεινό οικογενειακό γραφείο επενδύσεων, αθέτησε πέρυσι τις υποχρεώσεις της, επιβάλλοντας ζημίες ύψους 10 δισ. δολαρίων στους δανειστές της. Αν οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων πέσουν, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλες ανατινάξεις, επιταχύνοντας τη διόρθωση.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι, παρόλο που το νέο σύστημα είναι πιο αποκεντρωμένο, εξακολουθεί να βασίζεται στη διοχέτευση των συναλλαγών μέσω λίγων κόμβων, οι οποίοι θα μπορούσαν να υπερκεραστούν από τη μεταβλητότητα.
Τα ETFs, με περιουσιακά στοιχεία ύψους 10 τρισ. δολαρίων, βασίζονται σε λίγες μικρές εταιρείες που δημιουργούν αγορές για να διασφαλίσουν ότι η τιμή των κεφαλαίων παρακολουθεί με ακρίβεια τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν. Συμβόλαια παραγώγων αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων δρομολογούνται μέσω πέντε αμερικανικών οίκων εκκαθάρισης.
Πολλές συναλλαγές εκτελούνται από μια νέα γενιά μεσαζόντων, όπως η Citadel Securities. Η λειτουργία της αγοράς του Δημοσίου εξαρτάται πλέον από αυτοματοποιημένες εταιρείες συναλλαγών υψηλής συχνότητας.
Όλες αυτές οι επιχειρήσεις ή τα ιδρύματα διαθέτουν αποθέματα ασφαλείας και οι περισσότερες μπορούν να ζητήσουν περαιτέρω εξασφαλίσεις ή «περιθώριο» για να προστατευθούν από τις απώλειες των χρηστών τους.
Ωστόσο, η πρόσφατη εμπειρία υποδηλώνει λόγους ανησυχίας. Τον Ιανουάριο του 2021 η φρενήρης διαπραγμάτευση με επίκεντρο μία μόνο μετοχή, την GameStop, οδήγησε σε χάος, προκαλώντας μεγάλες απαιτήσεις περιθωρίου από το σύστημα διακανονισμού, τις οποίες μια νέα γενιά εταιρειών χρηματιστηριακών συναλλαγών που βασίζονται σε εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένης της Robinhood, δυσκολεύτηκε να πληρώσει.
Το Δημόσιο και οι αγορές χρήματος, εν τω μεταξύ, παρέλυσαν το 2014, το 2019 και το 2020. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται στην αγορά είναι υπερδραστήριο τις περισσότερες φορές. Σε περιόδους πίεσης ολόκληροι τομείς εμπορικής δραστηριότητας μπορεί να στερέψουν. Κάτι τέτοιο μπορεί να τροφοδοτήσει τον πανικό.
Οι απλοί πολίτες μπορεί να μην πιστεύουν ότι έχει μεγάλη σημασία αν ένα μάτσο day-traders και διαχειριστές κεφαλαίων καούν. Αλλά μια τέτοια πυρκαγιά θα μπορούσε να βλάψει την υπόλοιπη οικονομία. Το 53% των αμερικανικών νοικοκυριών κατέχουν μετοχές (από 37% το 1992) και υπάρχουν πάνω από 100 εκατομμύρια ηλεκτρονικοί χρηματιστηριακοί λογαριασμοί.
Αν οι χρηματοπιστωτικές αγορές πάψουν να λειτουργούν αποτελεσματικά, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να δανειστούν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην αρχή της πανδημίας, η Fed ενήργησε ως «market-maker of last resort» (ύστατος πάροχος ρευστότητας), υποσχόμενη έως και 3 τρισ. δολάρια για να στηρίξει μια σειρά από αγορές χρέους και να προστατεύσει τους διαπραγματευτές και ορισμένα αμοιβαία κεφάλαια.
Στενά περιθώρια
Ήταν αυτή η διάσωση ένα μεμονωμένο περιστατικό που προκλήθηκε από ένα έκτακτο γεγονός ή ένα σημάδι όσων θα ακολουθήσουν; Από το 2008-09 οι κεντρικές τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν δύο ανομολόγητους στόχους: να ομαλοποιήσουν τα επιτόκια και να σταματήσουν να χρησιμοποιούν δημόσιο χρήμα για να καλύψουν την ανάληψη ιδιωτικών κινδύνων.
Φαίνεται ότι αυτοί οι στόχοι βρίσκονται σε ένταση: η Fed πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια, αλλά αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει αστάθεια. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι το 2008, όταν οι απερίσκεπτοι τζογαδόροι της Bear Stearns και της Lehman Brothers έφεραν τον κόσμο σε αδιέξοδο.
Όμως, μην αυταπατάστε: η δοκιμασία που αντιμετωπίζει παραμένει σκληρή.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com