THEPOWERGAME
Τα επόμενα χρόνια η Covid-19 θα μετατραπεί πιθανώς σε εποχική νόσο, θανάσιμη απειλή για τους ηλικιωμένους και όσους έχουν κλονισμένη υγεία, αλλά κυρίως ενόχληση για όλους τους άλλους. Ωστόσο, όπως ανακαλύπτει η Ευρώπη, ο δρόμος είναι γεμάτος κινδύνους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφει σχεδόν ένα τέταρτο του εκατομμυρίου κρούσματα την ημέρα, περισσότερα από κάθε άλλη φορά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Έντεκα μήνες μετά την έναρξη των εμβολιασμών, οι εντατικές σε ορισμένες περιοχές είναι σχεδόν γεμάτες. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι, 700.000 ακόμα Ευρωπαίοι ενδέχεται να χάσουν τη ζωή τους έως τον Μάρτιο.
Εν μέσω αυξανόμενου συναγερμού, οι κυβερνήσεις προχωρούν και πάλι σε lockdows. Η Αυστρία έγινε η πρώτη πλούσια χώρα που απαίτησε από τους πολίτες της να εμβολιαστούν διαφορετικά θα τιμωρούνται με πρόστιμο – η Γερμανία ενδέχεται να είναι η επόμενη. Στην Ολλανδία, το Βέλγιο και την Ιταλία μεταξύ άλλων, διαδηλωτές κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τους νέους περιορισμούς. Καθώς η νόσος εξαπλώνεται, επικρατεί σύγχυση για το ποια μέτρα δικαιολογούνται ώστε να επιβραδυνθεί.
Η αντιμετώπιση του τέταρτου κύματος προϋποθέτει κατανόηση του τι το προκαλεί. Ο ιός αυξάνεται στην Ευρώπη επειδή ο χειμερινός καιρός «αναγκάζει» τους ανθρώπους να καταφύγουν σε εσωτερικούς χώρους, όπου ο ιός εξαπλώνεται εύκολα. Στην ΕΕ λίγο πάνω από το 60% του πληθυσμού άνω των 12 ετών είναι πλήρως εμβολιασμένο.
Αυτό αφήνει περίπου 150 εκατομμύρια ανθρώπους απροστάτευτους, εκτός αν έχουν ήδη αποκτήσει ανοσία επειδή έχοντας επιβιώσει της νόσησης – όπως συμβαίνει με πολλούς στη Βρετανία. Αποτελεί προειδοποίηση για μέρη όπως η Κίνα με μεγάλους ανοσολογικά αφελείς πληθυσμούς.
Ταυτόχρονα, η ανοσία αρχίζει να εξασθενεί δέκα περίπου εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση. Τα αναμνηστικά εμβόλια είναι ζωτικής σημασίας, αλλά η ΕΕ καθυστέρησε να τα χορηγήσει. Στη Γερμανία οι μολύνσεις διπλασιάζονται κάθε 12 ημέρες. Ένας λόγος είναι ότι, ακόμη και τώρα, μόνο το 8% έχει εμβολιαστεί με την τρίτη δόση, σε σύγκριση με το 23% στη Βρετανία.
Όπως συμβαίνει συχνά στην πανδημία, οι κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με την εκθετική αύξηση των κρουσμάτων. Καθώς ενεργούν με καθυστέρηση, πρέπει να καταφύγουν σε πιο ακραία μέτρα. Οι διαδηλωτές λένε ότι οι ελευθερίες τους καταπατιούνται. Πολλοί από αυτούς που απορρίπτουν τον εμβολιασμό υποστηρίζουν ότι το κράτος δεν έχει δικαίωμα να τους εξαναγκάζει.
Το επιχείρημα είναι σαθρό. Δύο χρόνια μετά την πανδημία, είναι σαφές ότι η συμπεριφορά όλων αφορά πραγματικά τους γύρω μας. Ένας λόγος είναι ότι αν δεν έχουμε εμβολιαστεί είναι πιο πιθανό να μολύνουμε τους άλλους. Ακόμα και αν είναι προστατευμένοι, κάποιοι από αυτούς θα νοσήσουν βαριά και θα πεθάνουν – αν και σε μικρό ποσοστό.
Επίσης, αν το κράτος δεν κάνει τίποτα, οι ανεμβολίαστοι θα κατακλύσουν τις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας το ποσοστό των θανάτων, μεταξύ των οποίων και πολλών που δεν θα οφείλονται στη νόσο. Τουτέστιν διακυβεύονται περισσότερες από μία ελευθερίες. Αν οι κυβερνήσεις πρέπει να καταφύγουν σε lockdowns για να επιβραδύνουν την εξάπλωση της νόσου, οι αντιεμβολιαστές στερούν από τους εμβολιασμένους την ελευθερία.
Αυτό που δυσκολεύει την κυβερνητική παρέμβαση δεν είναι το ζήτημα της αρχής, αλλά η πρακτική υπόθεση της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας: να γνωρίζουμε τι αποδίδει, με ποιο κόστος και πώς αυτό διαφέρει από χώρα σε χώρα. Ο στόχος δεν είναι να εξαλειφθεί ο ιός – αυτό θα ήταν αδύνατο- αλλά να επιβραδυνθεί η εξάπλωσή του ώστε τα κρούσματα να είναι διαχειρίσιμα.
Η επιπεδοποίηση της καμπύλης με αυτόν τον τρόπο σώζει ζωές προστατεύοντας τα συστήματα υγείας και κερδίζοντας χρόνο για τη χορήγηση εμβολίων και την προμήθεια νέων ισχυρών φαρμάκων κατά της νόσου, όπως το Molnupiravir.
Τα εύκολα βήματα είναι η ευαισθητοποίηση σχετικά με το πλύσιμο των χεριών και η απαίτηση για χρήση μάσκας σε δημόσιους εσωτερικούς χώρους. Και τα δύο μειώνουν την εξάπλωση της νόσου, αλλά κανένα από τα δύο δεν θίγει σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία κανενός.
Ακολουθεί η επιτάχυνση των αναμνηστικών δόσεων, οι οποίες προστατεύουν τα άτομα και την κοινωνία στο σύνολό της αποκαθιστώντας γρήγορα τη μερική ικανότητα αποκλεισμού της μετάδοσης. Αυτό οφείλει να είναι απλό, διότι η διστακτικότητα έναντι του εμβολίου δεν θα πρέπει να αποτελεί θέμα για όσους έχουν ήδη εμβολιαστεί. Οι χώρες μπορούν επίσης να αυστηροποιήσουν τα υφιστάμενα μέτρα, όπως η απαίτηση εμβολιασμού ή η προσκόμιση αρνητικού τεστ για την πρόσβαση σε δημόσιους χώρους.
Αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό για να περιορίσει την έξαρση σε μέρη όπως η Γερμανία και η Αυστρία, όπου τα περισσότερα από αυτά τα μέτρα τέθηκαν σε ισχύ καθώς η ασθένεια εξαπλωνόταν. Επί της αρχής δεν είναι κακό να απαιτούμε καθολικό εμβολιασμό. Στην πράξη, ωστόσο, έχει αρκετά μειονεκτήματα ώστε να κάνει τις κυβερνήσεις να το ξανασκεφτούν. Ένα πρόγραμμα δύο δόσεων θα χρειαστεί εβδομάδες για να καταστεί πλήρως αποτελεσματικό, ακόμη και αν οι αντιεμβολιαστές συμμορφωθούν.
Η Αυστρία δεν απαιτεί τον εμβολιασμό πριν από τον Φεβρουάριο, όταν το κύμα είναι πιθανό να έχει υποχωρήσει. Επιπλέον, αν κάποιος πιστεύει ότι ο εμβολιασμός είναι μια συνωμοσία του κράτους, ο εξαναγκασμός απλώς επιβεβαιώνει τις υποψίες του, ενισχύοντας τις αντιεμβολιαστικές εκστρατείες με περισσότερο χρήμα και ανθρώπους.
Μια τέτοια η πολιτική θα μπορούσε τα επόμενα χρόνια να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη σε όλα τα εμβόλια. Όταν, όπως συνέβη σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι κυβερνητικές πολιτικές αποτυγχάνουν, το μόνο φρένο έκτακτης ανάγκης είναι δυστυχώς περισσότερα lockdowns.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com