THEPOWERGAME
«Δώστε βάση σε ένα και μόνο πράγμα: πόσα δαπανά η κυβέρνηση», είπε κάποτε ο Milton Friedman. Σήμερα, τα μάτια του θα πεταγόταν έξω. Οι κυβερνήσεις ξόδεψαν 17 τρισ. δολάρια για την πανδημία, συμπεριλαμβανομένων των δανείων και των εγγυήσεων, ένα ποσό που συνδυαστικά αντιπροσωπεύει συνολικά το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις, το 2026, οι κρατικές δαπάνες σε όλες τις μεγάλες προηγμένες οικονομίες θα είναι μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι το 2006. Η Αμερική πρόκειται να διαθέσει 1,8 τρισ. δολάρια για την επέκταση του κράτους πρόνοιας, η Ευρώπη δημιουργεί ένα επενδυτικό ταμείο ύψους 750 δισ. ευρώ και η Ιαπωνία υπόσχεται έναν «νέο καπιταλισμό», με ακόμη μεγαλύτερη κρατική γενναιοδωρία.
Τις επόμενες δεκαετίες το κρατικό οικονομικό αποτύπωμα θα επεκταθεί ακόμη περισσότερο.
Τα τέσσερα πέμπτα της παγκόσμιας οικονομίας υπόκεινται πλέον στο στόχο των καθαρών μηδενικών εκπομπών, ένας στόχος που στη Βρετανία προβλέπεται, έως το 2050, να αυξήσει την αναλογία του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς το κράτος επιδοτεί την απανθρακοποίηση και η ανάπτυξη επιβραδύνεται.
Παράλληλα, πολλές χώρες έχουν γηράσκοντες πληθυσμούς, γεγονός που θα απαιτήσει πολύ περισσότερες δαπάνες τόσο για υγειονομική περίθαλψη όσο και για συντάξεις.
Θα ήταν εύκολο για τους κλασικούς φιλελεύθερους, όπως αυτή η εφημερίδα, να νοιώσουν απελπισία με την αμείλικτη πορεία της κυβέρνησης. Καθώς το κράτος μεγάλωσε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι αποτυχίες του φάνηκαν περίτρανα.
Στις απαρχές της κρίσης οι αρχές δημόσιας υγείας της Αμερικής εμπόδισαν τα ιδιωτικά εργαστήρια να αναπτύξουν τα δικά τους τεστ για τον ιό. Φέτος χρειάστηκε να φτάσει ο Οκτώβριος για να εγκρίνουν τα rapid tests που θα μπορούσαν να είναι διαθέσιμα πριν από το καλοκαίρι.
Επί μήνες η ανάπτυξη του εμβολίου στην Ευρώπη υπήρξε πολύ αργή. Η Κίνα κάποια στιγμή γιόρτασε την αντίδρασή της στον ιό ως νίκη του μοντέλου του ισχυρού κράτους. Τώρα η στρατηγική της για μηδενικό ιό αποτελεί παράδειγμα της ακαμψίας της ανεξέλεγκτης κεντρικής εξουσίας.
Ένα από τα σκάνδαλα στα οποία έχει βυθιστεί η βρετανική πολιτική αφορά το κατά πόσον οι ηγέτες της εκμεταλλεύτηκαν την κρίση για να αναθέσουν επικερδείς συμβάσεις σε φίλους τους.
Η μακροπρόθεσμη απειλή ενός μεγάλου κράτους είναι ότι η γραφειοκρατία, η θεσμική αποτυχία και η διαφθορά θα εξελιχθούν σε ρουτίνα και θα διαδοθούν ευρέως, καθιστώντας τους ανθρώπους φτωχότερους και περιορίζοντας τις ατομικές ελευθερίες. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι έρχονται μαζί με μια ευκαιρία. Για να καταλάβετε πώς, σκεφτείτε γιατί η κυβέρνηση μεγαλώνει. Το συμπέρασμα είναι ότι το κράτος σχεδόν πάντοτε επεκτείνεται προοδευτικά σε σχέση με το ΑΕΠ.
Υπάρχουν τρεις δυνάμεις που παίζουν ρόλο. Η πρώτη είναι προφανώς επιζήμια. Η αδράνεια και η διεύρυνση της αποστολής (mission creep) καθιστούν δύσκολη τη μείωση της κυβέρνησης. Οι ψηφοφόροι και οι λομπίστες που επωφελούνται από μια ρύθμιση ή μια δαπάνη έχουν κάθε λόγο να εργάζονται σκληρά για τη διατήρηση αυτής της κατάστασης, ενώ οι πολλοί φορολογούμενοι που πληρώνουν το μάρμαρο έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν από το να παρακαλούν τους πολιτικούς να τις ξεφορτωθούν.
Οι γραφειοκράτες που έχουν αναλάβει τη διαχείριση θέλουν να υπερασπιστούν το έργο τους και την καριέρα τους. Όταν ένα πρόγραμμα αποτυγχάνει, οι υποστηρικτές του λένε ότι θα μπορούσε να πετύχει αν του δίνονταν περισσότερα κονδύλια.
Η δεύτερη δύναμη είναι μια πραγματικότητα. Οι τιμές των υπηρεσιών που παρέχουν τα κράτη πρόνοιας, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, αυξάνονται ταχύτερα από την οικονομία λόγω της υψηλής έντασης εργασίας τους και των χαμηλών ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας. Αν και η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα μπορεί να επιδεινώσει τα πράγματα, αυτή η «ασθένεια του κόστους» πλήττει τόσο τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα. Πάει πακέτο.
Η τρίτη δύναμη είναι ότι οι κυβερνήσεις σήμερα έχουν περισσότερα πράγματα να κάνουν. Καθώς, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, οι ψηφοφόροι γινόντουσαν πλουσιότεροι, απαιτούσαν περισσότερη εκπαίδευση και περισσότερη από την ακριβή υγειονομική περίθαλψη που εκμεταλλεύεται την τελευταία λέξη της επιστήμης. Σήμερα, καθώς γερνούν, θέλουν οι κυβερνήσεις να συνεχίσουν να ξοδεύουν για τους ηλικιωμένους. Και, όλο και περισσότερο, επιθυμούν παράλληλα, οι κυβερνήσεις να κάνουν κάτι για την κλιματική αλλαγή.
Αυτές οι τρεις δυνάμεις φαίνονται στον πραγματικό αντίκτυπο της Margaret Thatcher και του Ronald Reagan, των υπερασπιστών της λιγότερης κυβέρνησης, της ελεύθερης αγοράς, οι οποίοι δεσπόζουν περισσότερο στη συλλογική φαντασία. Συχνά λέγεται ότι έθεσαν τις βάσεις για τη «νεοφιλελεύθερη εποχή». Στην πραγματικότητα, δεν άφησαν πίσω τους μια σταθερή κληρονομιά μικρότερης κυβέρνησης.
Το 2019 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αμερικής ξόδεψε υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ της από ό,τι σε οποιοδήποτε από τα δέκα χρόνια που προηγήθηκαν της προεδρίας Reagan. Τρεις δεκαετίες μετά την αποχώρηση της Thatcher από την εξουσία – η μία από αυτές τις δεκαετίες καθορίστηκε από τη λιτότητα – η συντηρητική κυβέρνηση της Βρετανίας σύντομα θα βρίσκεται στην κορυφή για τις υψηλότερες σταθερές δαπάνες ως ποσοστό της οικονομίας από την προ Θάτσερ εποχή.
Η διαρκής νίκη του Reagan και της Thatcher -και άλλων μεταρρυθμιστών στη Σουηδία, τη Νέα Ζηλανδία και αλλού- ήταν επί της πρώτης εκ των δυνάμεων της μεγάλης κυβέρνησης. Συνειδητοποίησαν ότι το κράτος βρίσκεται στα χειρότερα του όταν διογκώνεται από τα στρεβλά κίνητρα όσων το απαρτίζουν οι οποίοι επιδιώκουν όλο και περισσότερο έλεγχο.
Οι κυβερνήσεις δικαίως ξεφορτώθηκαν τις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις, μείωσαν τους κανονισμούς, απλοποίησαν ορισμένους φόρους και προώθησαν τον ανταγωνισμό. Έτσι, διαμορφώθηκε μια συναίνεση σχετικά με τον περιορισμένο ρόλο της κυβέρνησης στις φιλελεύθερες κοινωνίες. Οι οπαδοί της καλωσόριζαν τις αγορές στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας, αλλά επέτρεψαν την αναδιανομή και τις δαπάνες για δημόσιες υπηρεσίες για να γίνει ο κόσμος δικαιότερος.
Σήμερα αυτή η συναίνεση απειλείται ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεται περισσότερο. Καθώς η γήρανση και η κλιματική αλλαγή αυξάνουν άρδην το μέγεθος της κυβέρνησης, είναι ουσιαστικό να αναγνωρίσουμε τι το κράτος μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει καλά – και να αποφύγουμε τον Λεβιάθαν να χρησιμοποιεί τη δύναμή του προς όφελος αυτών που τον απαρτίζουν και των φίλων του.
Σήμερα, το επιχείρημα υπέρ της περιορισμένης κυβέρνησης θα πρέπει να αφορά τη φύση των παρεμβάσεων του κράτους, όχι αν η καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή η παροχή φροντίδας στους ηλικιωμένους είναι αναγκαίες.
Ένα από τα πράγματα που πρέπει να γίνουν είναι να μεγιστοποιηθεί ο ρόλος των αγορών και των ατομικών επιλογών. Η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να καταπολεμηθεί με μια τιμή για τον άνθρακα, επιδοτήσεις της έρευνας και της ανάπτυξης και αυστηρά ελεγχόμενες δημόσιες επενδύσεις, όχι με τη διαχείριση των πτήσεων, την προώθηση των εθνικών πράσινων πρωταθλητών ή τη χρησιμοποίηση των κεντρικών τραπεζών για τη στρέβλωση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Το κράτος πρόνοιας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αναδιανομή των χρημάτων και να αφήσει όσους τα έχουν ανάγκη να επιλέξουν τι θα τα κάνουν, όχι στη δημιουργία νέων γραφειοκρατιών, όπως το προτεινόμενο από τον πρόεδρο Joe Biden ομοσπονδιακό σύστημα παιδικής μέριμνας. Η φορολογική βάση θα πρέπει να διευρυνθεί, ενώ η φορολογία θα πρέπει να γίνει περισσότερο φιλική προς τις επενδύσεις.
Το υπερμεγέθες κράτος
Το κράτος οφείλει επίσης να επιδιώκει να είναι ευέλικτο και αποτελεσματικό. Καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας ψηφιοποιείται όλο και περισσότερο, η εισοδηματική στήριξη των νοικοκυριών θα πρέπει, όπου είναι δυνατόν, να αυτοματοποιηθεί. Όπως έδειξε ο πόλεμος της Εσθονίας κατά της γραφειοκρατίας, υπάρχουν πολλά έντυπα που μπορούν να καταργηθούν. Αν υπήρχαν λιγότεροι και καλύτερα αμειβόμενοι γραφειοκράτες, ο δημόσιος τομέας θα μπορούσε να προσελκύσει περισσότερο ταλαντούχο προσωπικό.
Και οι πολιτικοί, όταν αντιμετωπίζουν νέα προβλήματα, θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να ξεκινήσουν από την αρχή, αντί να βασίζονται στις ανίσχυρες υφιστάμενες υπηρεσίες. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες των κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας προήλθαν από εσωτερικές startups, όπως η Operation Warp Speed, η οποία συνέβαλε στην ανάπτυξη εμβολίων από την Αμερική.
Το κράτος πρέπει να προσπαθεί να είναι αμερόληπτο. Τα στενά συμφέροντα, είτε πρόκειται για τα συνδικάτα και τις χρισμένες ομάδες θυμάτων που ευνοούνται από την Αριστερά, είτε για τα φιλαράκια της Δεξιάς στις επιχειρήσεις, πάντοτε θα προσπαθούν να το αλώσουν. Για να αντισταθούν, οι γραφειοκράτες δεν χρειάζονται από τους πολιτικούς αδυσώπητες κυνικές, ιδιοτελείς επιθέσεις στην ακεραιότητά τους, αλλά διαφάνεια και υποστήριξη του ήθους της δημόσιας υπηρεσίας.
Αν και η αύξηση των συνολικών δαπανών για τους ηλικιωμένους είναι δικαιολογημένη, η πλήρης γεροντοκρατία δεν είναι. Οι συνταξιούχοι με βαθιές τσέπες δεν χρειάζονται δημόσια ελεημοσύνη. Αντίθετα, θα πρέπει να σηκώσουν μεγαλύτερο βάρος, καθώς οι φόροι μετατοπίζονται από τους μισθούς προς την περιουσία, την κληρονομιά και την κατανάλωση.
Το διακύβευμα είναι τεράστιο. Η διαφορά μεταξύ καλής και κακής κυβέρνησης θα φανεί όχι μόνο στην ταχεία μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές και στην παροχή ενός βιώσιμου δικτύου ασφαλείας για τους ηλικιωμένους, αλλά και στο ποιες κοινωνίες θα είναι δικαιότερες και περισσότερο ευημερούσες. Τον 20ό αιώνα οι κλασικοί φιλελεύθεροι διασφάλισαν ότι η ανάπτυξη της κυβέρνησης συνόδευε την πρόοδο της ανθρωπότητας. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και στον 21ο αιώνα.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com