THEPOWERGAME
Ακόμα κι αν οι ίδιοι οι προπαγανδιστές των Ταλιμπάν είχαν σεναριογραφήσει την κατάρρευση της 20ετούς αποστολής της Αμερικής για την αναδιαμόρφωση του Αφγανιστάν αποκλείεται να σκέφτονταν εφιαλτικότερες εικόνες.
Καθώς οι αντάρτες εισέβαλαν στην Καμπούλ, απελπισμένοι Αφγανοί, τρομοκρατημένοι για το τι μπορεί να να κάνουν οι ζηλωτές νικητές, έτρεχαν απεγνωσμένα πίσω από τα αμερικανικά μεταγωγικά αεροπλάνα στον διάδρομο απογείωσης και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στο σύστημα προσγείωσης, βρίσκοντας – αναπόφευκτα -τραγικό θάνατο.
Η υποστηριζόμενη από τους Αμερικανούς κυβέρνηση είχε ήδη παραδοθεί αμαχητί – κάτι που, μόλις λίγες ημέρες πριν, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επέμεναν ότι δεν θα συνέβαινε.
Οι Αφγανοί βρέθηκαν να βιώνουν μια τέτοια εφιαλτική κατάσταση που το να γαντζώνονται στις ρόδες ενός αεροσκάφους, ενώ αυτό τρέχει στον διάδρομο απογείωσης, φαινόταν η καλύτερη επιλογή.
Η Αμερική ξόδεψε 2 τρισ. δολάρια στο Αφγανιστάν, ενώ, πέραν των Αφγανών, περισσότεροι από 2.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους.
Και όμως, ακόμη και αν οι Αφγανοί τώρα ευημερούν περισσότερο απ’ ό,τι όταν η Αμερική εισέβαλε στη χώρα τους, το Αφγανιστάν βρίσκεται και πάλι στο σημείο μηδέν.
Οι Ταλιμπάν ελέγχουν μεγαλύτερο μέρος της χώρας απ’ ότι όταν έχασαν την εξουσία, είναι καλύτερα εξοπλισμένοι, αφού τα όπλα που η Αμερική έδωσε στον αφγανικό στρατό περιήλθαν στην κυριότητά τους, ενώ έχουν πλέον κερδίσει την απόλυτη επιβεβαίωση: την ήττα μιας υπερδύναμης.
Οι αντάρτες, σε επίδειξη μεγαλοψυχίας, υποσχέθηκαν ότι δεν θα εκδικηθούν όσους εργάστηκαν για την ανατραπείσα κυβέρνηση, ενώ επέμειναν ότι θα σεβαστούν τα δικαιώματα των γυναικών, βάσει της δικής τους ερμηνείας του ισλαμικού νόμου.
Όμως αυτή η ερμηνεία του νόμου ήταν που κράτησε τα περισσότερα κορίτσια εκτός σχολείου και τις περισσότερες γυναίκες κλεισμένες στα σπίτια τους όταν, τη δεκαετία του 1990, βρέθηκαν τελευταία φορά στην εξουσία.
Οι βάναυσες τιμωρίες – μαστιγώσεις, λιθοβολισμοί, ακρωτηριασμοί – αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας.
Οι ελευθερίες που οι Αφγανοί των πόλεων θεωρούσαν δεδομένες τα τελευταία 20 χρόνια έχουν εξανεμιστεί.
Πρόκειται για μια αποτρόπαια έκβαση για τα 39 εκατομμύρια Αφγανούς και μια ανεπανόρθωτη ζημιά για την ίδια Αμερική.
Το γεγονός ότι η Αμερική απέτυχε να μετατρέψει το Αφγανιστάν σε δημοκρατία δεν αποτελεί έκπληξη.
Η οικοδόμηση ενός έθνους είναι δύσκολη. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι φαντάζονταν ότι η χώρα θα μπορούσε να γίνει Ελβετία.
Ούτε ήταν παράλογο που ο Πρόεδρος Joe Biden θέλησε δώσει ένα τέλος στη σύγκρουση.
Η Αμερική πέρασε 20 χρόνια σε μια περιοχή μέτριας στρατηγικής σημασίας για την οποία οι περισσότεροι Αμερικανοί ψηφοφόροι έχουν πάψει προ πολλού να ενδιαφέρονται.
Ο αρχικός λόγος για την εισβολή – η εξάρθρωση της κύριας βάσης των επιχειρήσεων της Αλ Κάιντα – σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε, αν και αυτό θα μπορούσε πλέον να αλλάξει.
Ο ισχυρισμός ότι η Αμερική αποδεικνύεται αναξιόπιστος σύμμαχος, επιτρέποντας την πτώση της αφγανικής κυβέρνησης, είναι επίσης υπερβολικός, δεδομένης της διάρκειας, της κλίμακας και των δαπανών της αμερικανικής παρουσίας.
Το καταρρέον καθεστώς της Καμπούλ δεν ήταν σύμμαχος με τον τρόπο που είναι η Γερμανία ή η Ιαπωνία.
Ήταν πολύ πιο αδύναμο, πιο διεφθαρμένο και πλήρως εξαρτημένο από την Αμερική για την επιβίωσή του.
Αλλά τίποτα από αυτά δεν απαλλάσσει την Αμερική από την ευθύνη της να αποσυρθεί με μεθοδικό τρόπο.
Ο κ. Biden απέτυχε να επιδείξει έστω και την ελάχιστη φροντίδα για την ευημερία των απλών Αφγανών.
Η ειρωνεία είναι ότι η Αμερική είχε πράγματι ένα σχέδιο αποχώρησης, το οποίο μεθοδευόταν εδώ και αρκετά χρόνια.
Είχε μειώσει σημαντικά τη φρουρά της, από περίπου 100.000 στρατιώτες το 2011 σε λιγότερους από 10.000 το 2017, μαζί με παρόμοιο αριθμό από άλλες χώρες του ΝΑΤΟ.
Ο σκοπός δεν ήταν να ηττηθούν οι Ταλιμπάν, αλλά να αναγκασθούν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Παράλληλα έπρεπε να αποτραπεί η κατάρρευση του αφγανικού στρατού, κυρίως μέσω της αεροπορικής ισχύος που παρείχε η Αμερική.
Οι υπερασπιστές του κ.Biden υποστηρίζουν ότι ο προκάτοχός του, ο Donald Trump, είχε ήδη υπονομεύσει το σχέδιο προσπαθώντας να το ολοκληρώσει εσπευσμένα πριν από τις προεδρικές εκλογές του περασμένου έτους στην Αμερική.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Trump ήθελε τόσο απεγνωσμένα να πετύχει μια γρήγορη συμφωνία που αποδέχθηκε εξωφρενικούς όρους, συμφωνώντας να τερματίσει την παρουσία της Αμερικής στη χώρα χωρίς καν να διασφαλίσει την κατάπαυση του πυρός, πόσο μάλλον ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου.
Έως την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον κ. Biden είχε ήδη μειώσει την αμερικανική παρουσία σε λίγο περισσότερους από 2.000 στρατιώτες, ενώ είχε υποσχεθεί να αποσύρει τους υπόλοιπους έως την 1η Μαΐου.
Όμως, ο κ. Biden δεν ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει αυτή τη συμφωνία.
Η αλήθεια είναι ότι δεν την τήρησε ως είχε, καθώς αρνήθηκε να ακολουθήσει το αρχικό χρονοδιάγραμμα.
Είχε γίνει επίσης σαφές ότι ούτε οι Ταλιμπάν τήρησαν το δικό τους μέρος της συμφωνίας, χρησιμοποιώντας το πλεονέκτημά τους στο πεδίο της μάχης, αντί να διαπραγματευτούν καλή τη πίστει με την αφγανική κυβέρνηση.
Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για να σταματήσει ή να ανατραπεί η αμερικανική αποχώρηση.
Εντός της Αμερικής η πολιτική πίεση για άμεση λήξη του πολέμου ήταν μικρή. Ωστόσο, ο κ. Biden χειρίστηκε το όλο ζήτημα με βάση μια δική του αυθαίρετη και επιπόλαιη προθεσμία, επιδιώκοντας να τερματίσει τον πόλεμο έως την 20ή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου.
Αν και η ταχύτητα της κατάρρευσης της αφγανικής κυβέρνησης εξέπληξε τους περισσότερους παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της εφημερίδας, οι Αμερικανοί στρατιώτες και πολιτικοί υπήρξαν από τους πλέον αιθεροβάμονες, επιμένοντας ότι η πλήρης κατάρρευση ήταν εξαιρετικά απίθανη.
Ακόμα κι όταν κατέστη σαφές ότι ο αφγανικός στρατός κατέρρεε, ο κ. Biden συνέχισε απαρέγκλιτα αυτό που είχε κατά νου, παρά τις πιθανές συνέπειες.
Ως αποτέλεσμα, η ισχύς της Αμερικής να αποτρέπει τους εχθρούς της και να καθησυχάζει τους φίλους της έχει μειωθεί.
Οι πληροφορίες της ήταν λανθασμένες, ο σχεδιασμός της άκαμπτος, οι ηγέτες της ιδιότροποι και η μέριμνά της για τους συμμάχους ελάχιστη.
Η όλη κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, είναι πιθανό να ενθαρρύνει τους απανταχού τζιχαντιστές, οι οποίοι θα εκλάβουν τη νίκη των Ταλιμπάν ως απόδειξη ότι ο Θεός είναι με το μέρος τους.
Θα ενθαρρύνει επίσης τον τυχοδιωκτισμό εχθρικών κυβερνήσεων, όπως της Ρωσίας ή της Κίνας, και θα ανησυχήσει τους φίλους της Αμερικής.
Ο κ.Biden υπερασπίστηκε την απόσυρση υποστηρίζοντας ότι το Αφγανιστάν αποσπούσε την προσοχή της χώρας από πιο πιεστικά προβλήματα, όπως η αντιπαλότητα της Αμερικής με την Κίνα.
Όμως, αποχωρώντας με τόσο χαοτικό τρόπο από το Αφγανιστάν, ο κ. Biden θα έχει καταστήσει την αντιμετώπιση αυτών των άλλων προβλημάτων ακόμα δυσκολότερη.
Μετά την πτώση
Η χαοτική αυτή απόσυρση δεν μειώνει τις υποχρεώσεις της Αμερικής και των συμμάχων της απέναντι στους απλούς Αφγανούς, αλλά τις αυξάνει.
Οφείλουν να χρησιμοποιήσουν όση επιρροή τους έχει απομείνει για να παροτρύνουν τους Ταλιμπάν να κρατήσουν μια πιο μετριοπαθή στάση, ιδίως όσον αφορά στη μεταχείριση των γυναικών.
Οι εκτοπισμένοι θα χρειαστούν ανθρωπιστική βοήθεια.
Οι δυτικές χώρες θα πρέπει να δεχτούν περισσότερους Αφγανούς πρόσφυγες, οι τάξεις των οποίων είναι πιθανό να διογκωθούν, ενώ παράλληλα θα πρέπει παράσχουν γενναιόδωρη βοήθεια στους γείτονες του Αφγανιστάν για τη φροντίδα όσων παραμένουν στην περιοχή.
Η βιασύνη των Ευρωπαίων ηγετών να δηλώσουν ότι δεν μπορούν να φιλοξενήσουν πολλούς κατατρεγμένους Αφγανούς, ενώ βίαιοι ζηλωτές παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, είναι σχεδόν εξίσου θλιβερή με την αποτυχημένη έξοδο της Αμερικής.
Το Αφγανιστάν είναι πολύ αργά για να σωθεί, ο χρόνος όμως δεν τελείωσε ακόμα για τον λαό του που πρέπει να βοηθηθεί.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com