Χωρίς μία εφάπαξ γενναία αύξηση της χρηματοδότησης της δημόσιας εξωνοσοκομειακής και νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να οδηγηθούμε σε αισθητή μείωση του δυσθεώρητου πλέον clawback, το οποίο υποχρεώνονται να επιστρέφουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στο Δημόσιο. Την ίδια στιγμή η αστοχία των κινήτρων για επενδύσεις, τα οποία έχει θεσπίσει η κυβέρνηση, έχει οδηγήσει σε περιορισμένη ανάπτυξη τέτοιων επενδύσεων εκ μέρους της πολυεθνικής φαρμακοβιομηχανίας στη χώρα μας. Αυτά τονίζει, μεταξύ άλλων, στο powergame.gr ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), Ολύμπιος Παπαδημητρίου. Ο ίδιος μάλιστα, εμφανίζεται ιδιαίτερα απαισιόδοξος, όσον αφορά τις πιθανότητες να υπογραφεί τελικά το περιβόητο τριετές μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του υπουργείου Υγείας και της φαρμακοβιομηχανίας, εγχώριας και πολυεθνικής, μία πρόταση του ιδίου του ΣΦΕΕ, η οποία χρονολογείται ήδη πριν ακόμη και από το 2018.
Η πλήρης συνέντευξη του Ολύμπιου Παπαδημητρίου στο powergame.gr
Κύριε πρόεδρε, η ελληνική κυβέρνηση προσφέρει εκείνα τα κίνητρα, οικονομικά, φορολογικά, χρηματοδοτικά κ.ο.κ., προκειμένου η παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία να προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα;. Υπάρχει η αίσθηση στην κοινή γνώμη ότι μόνον οι ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες αξιοποιούν τα ως άνω εργαλεία στις επενδύσεις τους. Πρόκειται για λανθασμένη εντύπωση ή έχει κάποια βάση;
Δυστυχώς έχει κάποια βάση. Ωστόσο η εικόνα αυτή οφείλεται πολύ περισσότερο στην αστοχία των θεσπισμένων κινήτρων να συμπεριλάβουν επενδύσεις διεθνών φαρμακευτικών εταιρειών και πολύ λιγότερο στην μειωμένη διάθεση των εταιρειών να επενδύσουν. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην Ευρώπη επενδύονται ετησίως πάνω από €47 δισ. σε Ε&Α, η Ελλάδα προσελκύει μόλις περίπου €100 – 140 εκατ. από αυτά. Ένας βασικός λόγος είναι πως το «επενδυτικό clawback» κάτω από το πλαίσιο του Τ.Α.Α. δεν αποδείχθηκε ελκυστικό για τις κλινικές μελέτες, καθώς απορροφήθηκαν μόνο 10 εκατ. ευρώ από τα 250 εκατ. ευρώ του συνόλου (δηλαδή 5 εκατ. ευρώ / έτος) για τα έτη 2022-2023, ενώ με την προηγούμενη κατάσταση είχαν απορροφηθεί 50 εκατ. ευρώ / έτος για τα έτη 2020-2021. Για να αλλάξει η κατάσταση θα πρέπει να διευρυνθεί ο ορισμός των δαπανών για κλινικές μελέτες που θεωρούνται επιλέξιμες για το συμψηφισμό ενώ θα πρέπει να ξεφύγουμε και από το περιοριστικό 25% ως μέγιστο ποσοστό των εγκεκριμένων δαπανών προς συμψηφισμό. Σήμερα για κάθε 1 εκατ ευρώ δαπανών στις κλινικές μελέτες που θα εγκριθούν ως επιλέξιμες, μπορούν να συμψηφιστούν μόνο 250.000€. Με τέτοιου είδους κίνητρα δεν μπορεί να περιμένει η πολιτεία ότι θα προσελκύσει περισσότερες κλινικές μελέτες από αυτές που θα διεξάγονταν ούτως ή άλλως.
Θα λέγατε ότι λείπουν ορισμένα συμπληρωματικά χρηματοδοτικά και άλλα εργαλεία, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, τα οποία θα βοηθούσαν τα μέγιστα στην εκτίναξη των μεγάλων επενδύσεων από την πολυεθνική φαρμακοβιομηχανία στη χώρα μας;
Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να μιλάμε για «εκτίναξη» μεγάλων επενδύσεων αλλά σίγουρα πρέπει να αναλάβουμε δράση ώστε να αντιμετωπιστούν οι τρέχουσες προκλήσεις, να αξιοποιήσουμε τις εκθέσεις Letta και Draghi και να προχωρήσουμε άμεσα στην αξιολόγηση των επιπτώσεων του Κανονισμού για τις Κλινικές Μελέτες (CTR). Η πρόταση του ΣΦΕΕ για να ενισχυθεί το οικοσύστημα των κλινικών μελετών, ήταν και παραμένει η μείωση της κανονιστικής πολυπλοκότητας και η απλούστευση των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων, η μείωση του χρόνου έγκρισης και προσέλκυσης ασθενών, η βελτίωση του υφιστάμενου πλαισίου κινήτρων για τις κλινικές μελέτες, προκειμένου να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά, όπως συνέβη με τις παραγωγικές επενδύσεις σε εργοστάσια. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως για την προσέλκυση επενδύσεων πρέπει να υπάρχει ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια σταθερότητα, ταυτόχρονα με προβλεψιμότητα, διαφάνεια, μείωση της υπερφορολόγησης και της γραφειοκρατίας. Ο χώρος του φαρμάκου δεν είναι, μέχρι σήμερα, ένα καλό παράδειγμα σε σχέση με τις παραπάνω συνθήκες…. για να το πω «ευγενικά».
Κύριε πρόεδρε, θα θεωρούσατε ότι, με μικρά βήματα ακόμη, παρατηρείται μία αποκλιμάκωση του δυσθεώρητου ύψους του clawback, δεδομένου ότι ακόμη και ο ίδιος ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, διαβεβαιώνει ότι από το 2024 και εφεξής θα έχουμε μόνο μειώσεις στο ύψος του clawback;
Θα σας το πω πολύ απλά. Στην Ελλάδα η αγορά του φαρμάκου έχει φτάσει τα €7 δις και μεγαλώνει με 5% το χρόνο περίπου, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει αύξηση €350 εκατ. ανά έτος. Όταν η ετήσια αύξηση χρηματοδότησης της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης είναι περίπου €160 εκατ., οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι επιστροφές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, εκτός αν αλλάξουν και κάποιες άλλες συνθήκες. Για να μειωθούν οι επιστροφές θα πρέπει τα μέτρα που ανακοίνωσε το Υπουργείο Υγείας να έχουν τουλάχιστον €200 εκατ. εξοικονόμηση κάθε χρόνο. Αυτό δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό και σε κάθε περίπτωση μέχρι στιγμής δεν μπορούμε να το αξιολογήσουμε, αφού δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη εικόνα για το 2024, ούτε καν για το πρώτο εξάμηνο του έτους, σε κανένα από τα κανάλια τροφοδοσίας (ιδιωτικά φαρμακεία – φαρμακεία ΕΟΠΥΥ – Νοσοκομεία).
Υπάρχει μηχανισμός ο οποίος θα μπορούσε να αντικαταστήσει άμεσα το μέτρο του clawback και να μην προκαλεί τις στρεβλώσεις και τις ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις εις βάρος της φαρμακοβιομηχανίας στη χώρα μας; Ένα μέτρο το οποίο δεν θα άφηνε ανεξέλεγκτη την δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή, ασφαλώς…
Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Η υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης – αποτέλεσμα της 12χρονης οικονομικής κρίσης και των μνημονίων – θα πρέπει να διορθωθεί με μια εφάπαξ γενναία αναπροσαρμογή της δημόσιας δαπάνης για το φάρμακο. Από εκεί και πέρα οι ετήσιες αναπροσαρμογές θα πρέπει να γίνονται με περισσότερη ανάλυση δεδομένων και τάσεων και όχι με εμπειρικές προσεγγίσεις. Από το 2022 και μετά παρατηρούμε το μοναδικό φαινόμενο στα παγκόσμια χρονικά όπου η κρατική χρηματοδότηση υπολείπεται των υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηχανίας. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, η δημόσια επένδυση στο φάρμακο πρέπει να φτάσει στο επίπεδο άλλων χωρών, τουλάχιστον αυτών της Νότιας Ευρώπης. Φυσικά αυτό μόνο δεν αρκεί εάν δεν γίνουν και οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις όσον αφορά την βελτίωση της εποπτείας και της απόδοσης της επένδυσης στο σύστημα, καθώς παρατηρούνται ακόμα καθυστερήσεις σε σημαντικά διαρθρωτικά μέτρα, όπως είναι η εφαρμογή κλειδωμένων θεραπευτικών πρωτοκόλλων, ο ψηφιακός φάκελος ασθενούς, τα μητρώα ασθενών, η αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων, οι διαγωνισμοί στα νοσοκομεία, κ.λπ. Την ίδια στιγμή οι έλεγχοι δεν φαίνεται να γίνονται σε πραγματικό χρόνο ή να έχουν σοβαρές συνέπειες για τους παρανομούντες.
Έχει βελτιωθεί καθόλου η μεγάλη χρονική περίοδος, η οποία χρειάζεται στη χώρα μας, προκειμένου να εντάξει στην συνταγογράφηση και στην θετική λίστα τα νέα καινοτόμα φάρμακα; Κάνουμε βήματα ως χώρα ή οι σχετικοί χρόνοι παραμένουν αργόσυρτοι;
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μελέτες της IQVIA, για το χρονικό διάστημα 2020 – 2023, μόνο 1 στα 5 νέα καινοτόμα φάρμακα που θα μπορούσαν να έχουν έρθει στην Ελλάδα, ήρθαν τελικά στη χώρα μας. Η συρρίκνωση της φαρμακευτικής καινοτομίας αποτυπώνεται και στα ευρήματα της μελέτης Patient WAIT Indicator (Waiting to Access Innovative Therapies), η οποία διενεργείται από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Συνδέσμων (EFPIA) και την IQVIA. Βάσει αυτής, από τα 167 νέα φάρμακα που διατέθηκαν στην Ευρώπη το διάστημα 2019-2022, λιγότερα από τα μισά, μόλις 79 ήταν διαθέσιμα στη χώρα μας. Και από τα 79 μόνο τα μισά είναι σε ευρεία διάθεση στους ασθενείς. Μάλιστα, οι ασθενείς περιμένουν 587 ημέρες για να τεθεί στη διάθεσή τους μία νέα θεραπεία. Καταγράφεται καθυστέρηση στην εκάστοτε καινοτόμο θεραπευτική πρόσβαση κατά περίπου δύο μήνες σε σχέση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο χρόνο. Ακόμα κι αν θεωρήσει κανείς πως αυτή δεν είναι μια μεγάλη απόκλιση, θα πρέπει να ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι πλέον όλο και λιγότερο νέα φάρμακα επιδιώκουν να έρθουν στη χώρα με κανονικές συνθήκες αποζημίωσης. Περιμένουμε να δούμε αν θα γίνει πράξη η υπόσχεση για ένα Σχήμα Μεταβατικής Αποζημίωσης (Ταμείο Καινοτομίας), που θα περιλαμβάνει τις ιδιαίτερα καινοτόμες νέες θεραπείες (γονιδιακές κ.α.).
Κύριε πρόεδρε, σχετικά με το περιβόητο μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της φαρμακοβιομηχανίας και του υπουργείου Υγείας, πιστεύετε ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμη για να επιτευχθεί ή οι σχετικές διαπραγματεύσεις θα μας δώσουν λίαν συντόμως κάποια θετική εξέλιξη;
Η σύναψη ενός μνημονίου συνεργασίας μεταξύ πολιτείας και φαρμακοβιομηχανίας, είναι ένα παλαιό αίτημα του ΣΦΕΕ που θα πρέπει να καθορίζει μακροπρόθεσμους στόχους και να προσφέρει προβλεψιμότητα, διαφάνεια, συνυπευθυνότητα και σταθερότητα στο μέτρο του δυνατού. Ένα μνημόνιο συνεργασίας θα πρέπει να στηρίζεται σε δύο όρους: α) Αναθεώρηση της δημόσιας χρηματοδότησης και β) ένα όριο (cap) στο σύνολο των επιστροφών. Εάν αυτοί οι δύο όροι δεν περιλαμβάνονται σε αυτό, τότε οι πιθανότητες για να καταλήξουμε σε συμφωνία εξανεμίζονται.