THEPOWERGAME
Η χρονική συγκυρία μιας εφ’ όλης της ύλης συνέντευξης με τον επικεφαλής της Deloitte Ελλάδος, Δημήτρη Κουτσόπουλο, είναι ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ: μια χρονιά κλείνει, η ελληνική οικονομία δέχεται πλήθος αναβαθμίσεις σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας, η από-επένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες ξεκίνησε και ήδη νέες στρατηγικές συνεργασίες «γράφουν» στον χώρο των τραπεζών. Tην ίδια στιγμή, προβληματίζουν εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις, επανακαθορίζεται το κρίσιμο μέγεθος μιας ελληνικής επιχείρησης (απειλείται η βιωσιμότητα πολλών ατομικών επιχειρήσεων) και η συζήτηση στρέφεται γύρω από το πώς θα παραμείνουμε σε εγρήγορση, προχωρώντας στην ψηφιοποίηση της οικονομίας με περιβαλλοντικά φιλικό πρόσημο.
Μιλώντας για τα στοιχεία που κρίνουν το μέλλον των ελληνικών επιχειρήσεων και τις προκλήσεις που έπονται, o CEO της Deloitte στην Ελλάδα φωτίζει μία από τις πολλαπλές πτυχές των αναβαθμίσεων, όπως είναι η μείωση του κόστους χρηματοδότησης, ένα θέμα ιδιαίτερα επίκαιρο καθώς «παίζει» ταυτόχρονα με το στίγμα της διαμόρφωσης των επιτοκίων σε όλη την Ευρωζώνη.
Το ΄23 φεύγει και η ελληνική οικονομία παίρνει το ένα investment grade rating μετά το άλλο. Με τι προοπτικές ξεκινάει το ΄24 γενικά για την αγορά (οικονομία, επιχειρήσεις, τράπεζες);
Παρά τις γνωστές προκλήσεις (επίμονος δομικός πληθωρισμός με συνέπεια τη σύσφιξη των πολιτικών της ΕΚΤ και κατά συνέπεια αυξημένα επιτόκια δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά), χρόνιες δομικές στρεβλώσεις στην ελληνική οικονομία που χρήζουν επώδυνων μεταρρυθμίσεων υψηλού κοινωνικού και πολιτικού κόστους κ.λπ. και τους εντεινόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, είμαστε γενικά αισιόδοξοι για την ελληνική οικονομία το ’24 και θεωρούμε θετικό ότι η ελληνική οικονομία κινείται ανοδικά σταθερά καλύτερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Οι αναβαθμίσεις είναι δεδομένο ότι επιδρούν με πολλαπλά οφέλη τόσο για την πραγματική οικονομία και τις επιχειρήσεις και επομένως για τις ελληνικές μετοχές και τα ομόλογα, μεταξύ των οποίων είναι το μειωμένο κόστος δανεισμού, η εισροή κεφαλαίων και η βελτιωμένη ρευστότητα. Αναμένουμε μια διάχυση της θετικής επίδρασης λόγω των αξιολογήσεων κυρίως εντός του 2024.
H Deloitte είναι πίσω από τους ισολογισμούς, έτη και έτη… πώς βλέπετε την εξυγίανση των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια;
Το τραπεζικό σύστημα χρειάστηκε να λάβει επανειλημμένως κρατική βοήθεια στο παρελθόν για να ισορροπήσει αλλά επί σειρά ετών σταθερά και γρήγορα έχει βελτιώσει ικανοποιητικά την ποιότητα του ενεργητικού του. Η εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας στις πρόσφατες κινήσεις εξαγοράς μεριδίων του ΤΧΣ σε συστημικές τράπεζες αποδεικνύουν την εμπιστοσύνη σε καλά πληροφορημένη βάση κυρίως ειδικών επενδυτών στο σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες όπως και άλλοι επιχειρηματικοί κλάδοι της χώρας μπορούν να προσδοκούν εισροή κεφαλαίων σε αυτές και από στρατηγικούς επενδυτές καθώς και πιο ισχυρές συνεργασίες με ισχυρές τράπεζες του εξωτερικού, όπως π.χ. η συμφωνία Alpha Bank – Unicredit. Είναι σημαντικό επίσης πως οι αναβαθμίσεις στις οποίες αναφερθήκαμε λίγο νωρίτερα, αναμένεται να βοηθήσουν και στη μείωση των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου και των τραπεζών, και κατ’ επέκταση των επιτοκίων δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην Ελλάδα.
Και σε αντιστάθμισμα, πόσο ικανοποιητικά εκτιμάτε ότι είναι τα κεφαλαιακά μαξιλάρια;
Η καθαρή θέση των συστημικών τραπεζών επίσης βελτιώνεται από χρονιά σε χρονιά, ακόμη και μετά από το δεδομένο του γνωστού θέματος των τεχνικών αποθεμάτων από αναβαλλόμενη φορολογία. Η ΕΚΤ είναι ιδιαιτέρως αυστηρή και παρακολουθεί πολύ στενά την επάρκεια και την ποιότητα των κεφαλαίων των εποπτευομένων από αυτήν τραπεζών και θεωρούμε τους χειρισμούς της εύλογα συνετούς, ενώ οι υπόλοιπες εποπτεύονται παρόμοια από την ΤτΕ. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι σε κάθε περίπτωση η επάρκεια των κεφαλαίων συναρτάται και από μελλοντικές εξελίξεις μεγεθών που υπολογίζονται με βάση εναλλακτικά σενάρια και εξελιγμένα μοντέλα -μια πολύ πολύπλοκη άσκηση- αλλά πάντα το μέλλον μπορεί να εξελιχθεί και απρόβλεπτα, όπως καλά γνωρίζουμε. Πάντως, να επαναλάβω ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα νομίζουμε ότι οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ είναι εύλογες και θεωρούμε το σύστημα εξαιρετικά σταθερό.
Η Ελλάδα, τρέχει με ρυθμό ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερο της Ευρωζώνης. Πού αποδίδετε το success story της χώρας που τείνει να γίνει… case study;
Οφείλουμε να το αποδώσουμε -αναγνωρίζοντας αρχικά ότι ξεκινήσαμε από χαμηλά- και σε ποιοτικούς παράγοντες π.χ. καλή πορεία εξαγωγών (κυρίως ποιοτικά), ισχυρή τουριστική κίνηση, κοινοτικές ροές από ευρωπαϊκά προγράμματα κλπ. που επιβεβαιώνονται και από αυξημένα δημοσιονομικά έσοδα. Επιπλέον, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης -από τους υψηλότερους στην Ευρώπη- η προσέλκυση νέων επενδύσεων, η μείωση της ανεργίας είναι μερικά από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ανάκαμψη. Η οικονομία μας κινήθηκε με πολλαπλή ώθηση. Την ανάκαμψη μετά την πανδημία που στηρίχτηκε από την εντυπωσιακή επιστροφή του Τουρισμού και την υψηλή επίδοση της κατανάλωσης. Τη μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη μετά τη δεκαετή κρίση και τα προγράμματα προσαρμογής, καθώς η άρση της αβεβαιότητας και η σταθεροποίηση των προσδοκιών βοήθησαν την αύξηση των επενδύσεων και γενικότερα της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η οικονομική πολιτική έχει πρόσφατα υποβοηθήσει με φορολογικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις που τόνωσαν την παραγωγή, ενώ και οι πολιτικές των ευρωπαϊκών θεσμών, με το Ταμείο Ανάκαμψης και ευρύτερα, συνεισέφερε θετικά.
Για να μένουμε όμως σε εγρήγορση είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι τεχνικά απέχουμε ακόμη από το μέγεθος των ετήσιων επενδύσεων για σχηματισμό πάγιου ενεργητικού που θα επέτρεπε στην οικονομία να αλλάξει επίπεδο (περίπου 50 δισ. ετησίως έναντι περίπου υφιστάμενου ύψους 30 δισ.). Αξίζει επίσης να εστιάσουμε στην ανάγκη να προχωρήσουμε με τις πιο δύσκολες αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που όλοι και όλες ξέρουμε και έχουν κατ’ επανάληψη συζητηθεί (δημόσια διοίκηση, απονομή δικαιοσύνης, υγεία, παιδεία, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, ευέλικτο εργατικό δίκαιο με σταθερό φορολογικό σύστημα κλπ.) και επιπλέον να προχωρήσουμε αποφασιστικά στην ψηφιοποίηση της οικονομίας με περιβαλλοντικά φιλικό πρόσημο.
Σαν «ελεγκτής», πού θα εστιάζατε την προσοχή σας; Ποια είναι τα πιο risky μονοπάτια; Είτε για τράπεζες, είτε για επιχειρήσεις;
Υπάρχουν σε τεχνικό επίπεδο μια σειρά κλασικές ενδεχόμενες περιοχές ελεγκτικού κινδύνου αλλά θα έλεγα ότι κάνεις πρέπει να ξεκινά από τη δυνατότητα βιωσιμότητας στο απρόβλεπτο μέλλον μιας επιχείρησης (αυτό που στη δική μας γλώσσα λέγεται έλεγχος του «going concern assumption») ιδιαιτέρως σε μια εποχή κατακλυσμιαίων αλλαγών και μεταβαλλόμενων κινδύνων που δοκιμάζουν το modus operandi των επιχειρήσεων και τα business plans τους.
Η διαχείριση της αλλαγής (change management), η ικανότητα των επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και να μεταμορφώνονται «εν κινήσει» είναι στοιχεία που κρίνουν πολλά για το μέλλον τους και την επιβίωσή τους. Η σαρωτική ορμή με την οποία μπαίνει κι επηρεάζει το επιχειρείν αλλά και την καθημερινότητα η τεχνολογία είναι αναγκαίο να κατανοηθεί αρχικά και να πάρει θέση στην κουλτούρα και τη λειτουργία των επιχειρήσεων, κάθε τομέα και κλάδου, με μεγάλη ταχύτητα.
Σχετικά με τον αναβαλλόμενο φόρο και την αντικατάστασή του με υψηλής ποιότητας κεφάλαια, ποιες είναι οι προοπτικές -τύπου χρονοδιάγραμμα, αν υπάρχει…
Είναι σαφές ότι η σταθερά βελτιούμενη κερδοφορία των τραπεζών σαφώς βελτιώνει την ποιότητα των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, επομένως η δυνατότητα παραγωγής ιδίων κεφαλαίων από τις τράπεζες είναι σημαντικός παράγοντας. Δεν θα έδινα κάποιο χρονοδιάγραμμα, το πρώτιστο είναι πάντα η σταθερότητα του συστήματος και πιστεύω όπως είπα και πριν ότι το σύστημα είναι σταθερό και οι συστημικές τράπεζες ακολουθούν σταθερά καλή πορεία.
Ακούμε συχνά να λένε ότι στην Ελλάδα είναι πρόβλημα ο μεγάλος αριθμός από πολύ μικρές, ατομικές στην ουσία, επιχειρήσεις. «Φοβάστε» τις μη rated μικρές επιχειρήσεις; Ή έχουν τον χώρο τους;
Ποιες είναι οι ευαισθησίες και οι προκλήσεις των μικρών; Συντάσσομαι, φοβάμαι, με την άποψη ότι οι πολλές ατομικές -στην ουσία- επιχειρήσεις συνεισφέρουν συνήθως στη χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας μας. Είναι ιδιαιτέρως ευάλωτες σε μη επαρκή χρηματοδότηση, ανεπαρκή business models, φιλοσοφία και στυλ διοίκησης, δυσκολίες αν όχι αδυναμία να παρακολουθήσουν τις αλλαγές π.χ. στην ψηφιοποίηση με περιβαλλοντικά φιλικό αποτύπωμα κλπ. Είναι απολύτως σεβαστό ότι απασχολούν ένα μεγάλο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού και ασφαλώς κάποιες είναι εξελίξιμες ανάλογα και με το αντικείμενο στο οποίο ενεργοποιούνται π.χ. νεοφυείς επιχειρήσεις καινοτομίας από νέους επιχειρηματίες κ.λπ αλλά σε περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων και μεταβαλλόμενου κανονιστικού περιβάλλοντος είναι φοβάμαι -για αυτό που κλασικά αντιλαμβανόμαστε ως ελληνική μικρή επιχείρηση- πολύ δύσκολο να παρακολουθήσουν και επομένως τυπικά και εν δυνάμει ενέχουν κίνδυνο βιωσιμότητας.
Πώς πάει το Deloitte Digital project;
Η Deloitte Digital στην Ελλάδα έχει ήδη 50 άτομα προσωπικό συνολικά στα γραφεία μας, και μετράει 1,5 χρόνο ζωής, στη διάρκεια του οποίου έχει συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες εταιρείες της αγοράς από τον κλάδο των τραπεζών, της λιανικής, της ενέργειας και της ασφάλισης. Συνεργάζεται και με τους μεγαλύτερους προμηθευτές της αγοράς όσον αφορά τις τεχνολογικές πλατφόρμες που χρησιμοποιεί και φυσικά επωφελούμαστε από την τεχνογνωσία του παγκόσμιου δικτύου της Deloitte. Ο στόχος της είναι μέσω των λύσεών της να βοηθήσει τις εταιρείες και τους οργανισμούς, κυρίως τους μεγαλύτερους, να διανύσουν όσο το δυνατόν πιο παραγωγικά τον δρόμο προς τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, ενώ παράλληλα τους δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουν καλύτερα και να εξυπηρετούν καλύτερα τους πελάτες τους. Καλύπτει όλες τις περιοχές Customer Strategy, Digital Marketing, Experience Design, Digital Platforms & CRM Solutions. Είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι πλέον των υπηρεσιών μας και επειδή είναι και το νεότερο «παιδί» μας σε μια πολύ δυναμική αγορά, βλέπουμε ήδη και τη μεγάλη δυναμική της.
Αναφερθήκατε στον ρόλο της τεχνολογίας, εκτιμάτε ότι η ψηφιακή αναδιάρθρωση του κράτους και η ψηφιακή ωριμότητα θα μπορούσαν να επιδράσουν σημαντικά στην ανάπτυξη; Επίσης εντοπίζετε έλλειψη σε επίπεδο ανθρώπινων πόρων στο συγκεκριμένο πεδίο;
Η τεχνολογική εξέλιξη αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της παγκόσμιας ανάπτυξης και τον οδηγό για τον μετασχηματισμό των οικονομιών σε όλο τον κόσμο. Προφανώς μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης και για την ελληνική οικονομία, εστιάζοντας στις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες για ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα και εξωστρέφεια που δύνανται οι ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν. Αυτό αποδείχτηκε και σε Έκθεση που είχε γίνει το 2021 από την Deloitte για λογαριασμό της Vodafone, με τίτλο «Ψηφιοποίηση: Μια ευκαιρία για την Ευρώπη» που έδειξε ότι μία αυξημένη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών κατά τα επόμενα έξι χρόνια θα μπορούσε να συντελέσει σε αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 18,7% και άνοδο της παραγωγικότητας της χώρας κατά 17,9%, αντίστοιχα.
Η έκθεση εξέταζε πέντε βασικούς παράγοντες -συνδεσιμότητα, ανθρώπινο κεφάλαιο, χρήση υπηρεσιών ίντερνετ, ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας και ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες- που μετρώνται από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DESI), και αποκάλυψε ότι ακόμη και μικρές βελτιώσεις μπορούν να έχουν μείζονα αντίκτυπο στις εθνικές οικονομίες.
Με δεδομένα από τις 27 χώρες της ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο 2014-2019, η έκθεση αποκάλυψε ότι μια αύξηση της τάξης του 10% στη συνολική βαθμολογία DESI για ένα κράτος – μέλος σχετίζεται με κατά 0,65% υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εφόσον άλλοι βασικοί παράγοντες παραμένουν σταθεροί, όπως η εργασία, το κεφάλαιο, οι δαπάνες της κυβέρνησης και οι επενδύσεις στην οικονομία.
Όχι τυχαία, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία -το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ 2021-2027- είναι σχεδιασμένα για να στηρίξουν την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας μέσω της τεχνολογίας. Μόνο εντός του Εργαλείου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περισσότερο του 20% των πόρων θα διατεθούν στον πυλώνα του Ψηφιακού Μετασχηματισμού, όπου εντάσσονται έργα και δράσεις όπως o Ψηφιακός Μετασχηματισμός του Δημοσίου Τομέα, εκπαιδευτικά προγράμματα, επενδύσεις σε Έρευνα και Καινοτομία καθώς και η στήριξη νεοφυών επιχειρήσεων και γενικότερα της Επιχειρηματικότητας.
Σήμερα η τεχνολογία προσφέρει τα εργαλεία για μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική ψηφιακή μετάβαση όχι μόνο του ιδιωτικού της τομέα αλλά και του δημοσίου. Όσο πιο γρήγορα αλλά και ουσιαστικά γίνει η συγκεκριμένη μετάβαση τόσο θα δούμε την οικονομία να ενισχύεται, μέσα από την αυτοματοποίηση, την ψηφιοποίηση και τελικά την απλούστευση διαδικασιών που σήμερα δυσχεραίνουν το επιχειρείν και στην πράξη λειτουργούν ως αναχώματα στην ανάπτυξη.
Η ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών θα ενισχύσει σημαντικά την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, με νέα προϊόντα και υπηρεσίες πιο αποδοτικά και αποτελεσματικά. Θα οδηγήσει παράλληλα στην αύξηση της παραγωγικότητας αλλά και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Θα βελτιώσει επίσης τις υποδομές σε μια σειρά από κομβικούς κοινωνικά και οικονομικά τομείς, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι μεταφορές. Είναι πλέον κοινός τόπος πως η ψηφιοποίηση διαδικασιών και υπηρεσιών βελτιώνει την αποτελεσματικότητα και την προσβασιμότητα, καθιστώντας την οικονομία πιο ανταγωνιστική.
Αξίζει να σημειώσουμε πως σε κάθε συζήτηση γύρω από την τεχνολογία δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και το σκέλος που αφορά στην πράσινη μετάβαση της οικονομίας μας, αφού μπορεί να δράσει καταλυτικά προς την ανάπτυξη περισσότερο φιλικών προς το περιβάλλον πηγών ενέργειας και παραγωγικών μοντέλων, με άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κυκλική οικονομία.
Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας, οφείλω να αναφέρω πως η Deloitte, στο πλαίσιο συνεργασίας με τον ΣΕΠΕ τον Δεκέμβριο 2022, εκτίμησε ένα κενό (gap) σε ειδικούς Τεχνολογιών και Πληροφορικής έως το 2030 περί τις 57.500 αθροιστικά (~7.000 – 7.500 κατ’ έτος). Φέτος, στο πλαίσιο νέας συνεργασίας με τον ΣΕΠΕ, μελετάμε το Generative AI (Δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη) και τον προβλεπόμενο αντίκτυπο που αυτό δύναται να έχει στο κενό που σας προανέφερα, μεταξύ ζήτησης και προσφοράς ειδικών στην αγορά εργασίας. Όπως διαφαίνεται από τη μελέτη μας, η νέα αυτή τεχνολογία αναμένεται να επιφέρει 3 νέες αντίρροπες «δυνάμεις» στο εν λόγω κενό.
Θα υπάρξει από τη μία πλευρά μείωση στο κενό λόγω της αύξησης της παραγωγικότητάς τους (π.χ. με την αξιοποίηση λύσεων Gen AI, γίνεται εφικτή η ταχύτερη ανάπτυξη ή/και διόρθωση κώδικα) αλλά και λόγω της αυτοματοποίησης επιμέρους εργασιών που θα υλοποιούνται χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Από την άλλη όμως πλευρά το κενό θα υποστεί και αύξηση, καθώς θα ανακύψουν νέες ανάγκες σε εξειδικευμένο προσωπικό για την υποστήριξη της επικείμενης ραγδαίας ενίσχυσης του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων όλων των λοιπών οικονομικών κλάδων δραστηριοποίησης. Συνολικά, βάσει των αρχικών εκτιμήσεων, φαίνεται ότι ο συνυπολογισμός των προαναφερθέντων αναμένεται τελικά να επιφέρει περαιτέρω πίεση στο κενό, όπως αυτό είχε αρχικά προσδιοριστεί.