THEPOWERGAME
Ο μεγάλος κερδισμένος από την περιπέτεια του Σαμ Άλτμαν στο τιμόνι της OpenAI, σχολιάζουν οι αναλυτές, είναι ο CEO της Microsoft, Σάτια Ναντέλα. Κι αυτό γιατί η εταιρεία-κολοσσός, που έχει επενδύσει περί τα 13 δισεκατομμύρια δολάρια στη startup, χωρίς να εξασφαλίζει τον έλεγχο ούτε μιας θέσης στο διοικητικό της συμβούλιο -σύμφωνα με το ιδιότυπο μη κερδοσκοπικό νομικό καθεστώς της-, καταφέρνει τώρα να φέρει το μεγαλύτερο αλτρουιστικό πείραμα τεχνητής νοημοσύνης στα μέτρα της και σε μία δομή που θα αποδειχθεί πιο ελέγξιμη και πιο κοντά στον τρόπο διακυβέρνησης μιας «κανονικής» εταιρείας.
Παράλληλα, το όραμα της ουμανιστικής ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης δείχνει να κλυδωνίζεται, καθώς τα πρώτα προϊόντα, όπως το ChatGPT, ήρθαν ήδη στην αγορά, τα ποσά χρηματοδότησης γύρω από την υπόθεση της AI είναι τεράστια και η ανάπτυξή της φαίνεται τώρα να περνά από τους οραματιστές στους… καπιταλιστές.
Η αλήθεια είναι πως ο διευθύνων σύμβουλος της OpenAI, Σαμ Άλτμαν, ανέκαμψε από τη θέση του έκπτωτου πολύ ταχύτερα από άλλα εικονικά πρόσωπα των νέων τεχνολογιών, τους οποίους εκθρόνισαν τα διοικητικά τους συμβούλια. Έτσι, ενώ πήρε μία δεκαετία στον Στιβ Τζομπς να επιστρέψει στην Apple και επτά χρόνια στον Τζακ Ντόρσεϊ του Twitter, o Άλτμαν έκανε λιγότερες από πέντε μέρες για να γυρίσει το τιμόνι της εικονικής startup, λόγω των έντονων αντιδράσεων των επενδυτών, αλλά και των επιστημόνων του εγχειρήματος, που απειλούσαν να «μεταναστεύσουν» μαζικά μαζί με τον Άλτμαν στη Microsoft.
Όλες αυτές οι εξελίξεις ωφέλησαν ιδιαίτερα την τελευταία. Το 2015, όταν δημιουργήθηκε η OpenAI ως μη κερδοσκοπική, δόθηκε στο διοικητικό της συμβούλιο η δυνατότητα να ελέγχει τη λειτουργία και να αντικαθιστά την ηγεσία της. Κάτι που εξακολούθησε και μετά το 2019, όταν ξεκίνησε το κερδοσκοπικό της σκέλος.
Εκείνη την εποχή η επιταγή για την προστασία της τεχνητής νοημοσύνης από τις δυνάμεις της αγοράς θεωρούνταν από αρκετούς στον συγκεκριμένο κλάδο ύψιστη προτεραιότητα, η οποία έπρεπε να ενσωματωθεί σε εταιρικούς νόμους και καταστατικά έγγραφα. Στόχος της OpenAI κατά την ίδρυσή της ήταν «να χρίσει μία ασφαλή και επωφελή τεχνητή γενική νοημοσύνη προς όφελος της ανθρωπότητας». Σύντομα έγινε σαφές ότι μόνο με δωρεές δεν θα μπορούσε να καλυφθούν το επιχειρησιακό κόστος και οι προσλήψεις ταλέντων που απαιτούνταν για ένα τέτοιο εγχείρημα, οπότε η OpenAI δημιούργησε μία ιδιότυπη εταιρική δομή, στην οποία μία θυγατρική με «καπέλο» στα κέρδη θα συγκέντρωνε δισεκατομμύρια δολάρια από επενδυτές (όπως η Microsoft). Όμως το μη κερδοσκοπικό διοικητικό συμβούλιο θα διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο.
Όπως το ανέφερε η ίδια η OpenAI: «Η κερδοσκοπική θυγατρική ελέγχεται πλήρως από τη μη κερδοσκοπική OpenAI, της οποίας βασικός ευεργετούμενος είναι η ανθρωπότητα, όχι οι επενδυτές της OpenAI». Έτσι, οι επενδυτές δεν είχαν κανένα λόγο στο διοικητικό συμβούλιο και οι διευθυντές δεν επιτρεπόταν να κατέχουν μετοχές, ώστε να αποτραπεί σύγκρουση συμφερόντων, καθώς δεν θα έπρεπε να είναι ευθυγραμμισμένοι με τους μετόχους.
Την περασμένη Παρασκευή, το μη κερδοσκοπικό ΔΣ της OpenAI απέλυσε τον συνιδρυτή και CEO, Σαμ Άλτμαν, με το αιτιολογικό πως δεν ήταν ειλικρινής στις επικοινωνίες μαζί τους και το βαθύτερο σκεπτικό πως προχωρούσε πολύ επιθετικά στην εμπορευματοποίηση των προϊόντων όπως το ChatGPT.
Ο μεγαλοεπενδυτής Microsoft ενημερώθηκε για την απόφαση λίγα λεπτά πριν από την υλοποίησή της, χωρίς να μπορεί με κάποιον τρόπο να την προσβάλει. Ακολούθησαν διεργασίες μέσα στο Σαββατοκύριακο και προσπάθειες, υπό την πίεση της Microsoft, αλλά και άλλων επενδυτών και εργαζομένων, για την επαναπρόσληψη του Άλτμαν , ο οποίος φέρεται να απαιτούσε την παραίτηση του διοικητικού συμβουλίου και την αλλαγή διακυβέρνησης στην OpenAI. Τη Δευτέρα η startup ανακοίνωσε πως ο Έμετ Σίερ, πρώην CEO της Twitch, θα γίνει ο νέος μεταβατικός διευθύνων σύμβουλος, ενώ η Microsoft ανακοίνωσε ότι προσλαμβάνει τον Άλτμαν στο δικό της εσωτερικό τμήμα τεχνητής νοημοσύνης.
Παράλληλα, περισσότεροι από 500 από τους 700 συνολικά υπαλλήλους της OpenAI υπέγραψαν επιστολή που καλούσε σε παραίτηση το διοικητικό συμβούλιο, απειλώντας να παραιτηθεί και να ενσωματωθεί στο δυναμικό της ομάδας της Microsoft. Την επιστολή υπέγραψε και ο Ίλια Σούτσκεβερ, επικεφαλής επιστήμονες της OpenAI, μέλος του ΔΣ και ένας από αυτούς που επιδίωξε την απόλυση του Άλτμαν. «Μετανιώνω βαθιά για τη συμμετοχή μου στις πράξεις του διοικητικού συμβουλίου», έγραψε στο Χ.
Το πραξικόπημα, η αντεπίθεση και το στοίχημα του Ναντέλα
Από την αρχή της επένδυσης στην OpenAI το 2019, ο Ναντέλα και η οικονομική διευθύντρια, Έιμι Χουντ, δίσταζαν να επενδύσουν το πρώτο δισεκατομμύριο, αλλά τελικά η επένδυση προχώρησε και ακολούθησαν κι άλλα ποσά, μεγαλύτερα των 10 δισ. δολαρίων τον περασμένο Ιανουάριο, τα οποία έδωσαν στον τεχνολογικό γίγαντα μετοχικό ποσοστό 48% και… καμία θέση στο διοικητικό συμβούλιο. Οι εξελίξεις έφεραν και τις δύο πλευρές σε δύσκολη θέση.
Αφενός η OpenAI, θέλοντας να υπηρετήσει το όραμά της και ανεξάρτητα από τους επενδυτές, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει το εγχείρημα χωρίς τις χρηματοδοτικές ενέσεις των επενδυτών. Και χωρίς το επιστημονικό προσωπικό, που απειλούσε να αποχωρήσει. Αφετέρου ήταν προς το συμφέρον της Microsoft να προμοτάρει τις εξελίξεις στην έρευνα στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης, που έχει αμφίρροπα αποτελέσματα και ενίοτε θεωρείται αμφιλεγόμενη, μέσω μιας χωριστής οντότητας, μιας startup και όχι εσωτερικά.
Τελικά οι εξελίξεις θέλουν τον Άλτμαν να επιστρέφει στη start up, που αποκτά τώρα μία περισσότερο εταιρική διάσταση. Από το διοικητικό συμβούλιο απομακρύνθηκαν ο Ίλια Σούτσκεβερ, η Έλεν Τόνερ, διευθύντρια στρατηγικής στο Κέντρο Ασφάλειας και Αναδυόμενων Τεχνολογιών του πανεπιστημίου Τζορτζτάουν, και η Τάσα ΜακΚόλεϊ, επιχειρηματίας και ερευνήτρια στη RAND Corporation. Και οι τρείς ακαδημαϊκοί και οραματιστές της Σίλικον Βάλεϊ, που είχαν δεσμούς με φιλοσοφικές ομάδες, όπως οι Effective Altruists (Αποτελεσματικοί Αλτρουιστές), μία κίνηση που χρησιμοποιεί δεδομένα και λογική για τη λήψη ηθικών αποφάσεων και ενδιαφέρθηκε για την ΑΙ στο πλαίσιο μιας επιθυμίας περιορισμού τυχόν βλαπτικών συνεπειών της ανάπτυξης της νέας τεχνολογίας.
Το νέο ΔΣ θα έχει εννιά θέσεις, με την πιθανότητα τουλάχιστον μία από αυτές να βρεθεί στον έλεγχο της Microsoft (το ελάχιστο από τη θέση του παρατηρητή). Ταυτόχρονα, θα περιλαμβάνει τον πρώην συνδιευθύνοντα σύμβουλο της Salesforce Inc και πρώην μέλος ΔΣ του Twitter, Μπρετ Τέιλορ, και τον πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς. Δύο πρόσωπα που φέρεται να μπορεί να εμπιστευθεί η Microsoft.