THEPOWERGAME
Το Conversational AI, δηλαδή οι τεχνολογίες που επιτρέπουν την αυτοματοποιημένη εξυπηρέτηση πελατών μέσω φωνητικής συνομιλίας, μπήκε συστηματικά στην καθημερινότητά μας τα τελευταία δύο χρόνια. Η ελληνική Omilia, με συνιδρυτή τον Δημήτρη Βάσσο, κάνει ακριβώς αυτήν τη δουλειά εδώ και 21 χρόνια.
Μέσω τεχνητής νοημοσύνης και τεχνολογίας αναγνώρισης ομιλίας αυτοματοποιεί τις επαφές του πελάτη με το customer service μιας επιχείρησης. Και μάλιστα το κάνει φωνητικά, με την enterprise πλατφόρμα της να είναι μοναδική στον κόσμο, παρέχοντας υπηρεσίες σε μια αγορά που φέτος θα ανέλθει σε 3,5 δισ.δολ., ενώ εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 14 δισ. δολ. το 2026.
Αυτήν τη μοναδικότητα της Omilia αναγνώρισε η Amazon Web Services, με την αμερικανική πολυεθνική να επιλέγει την Omilia ως στρατηγικό συνεργάτη στην προσπάθειά της να αλλάξει τα δεδομένα στην αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και μηχανής. «Οι προηγμένες λύσεις Conversational AI Customer Service Automation της Omilia, σε συνδυασμό με τις καινοτόμες υπηρεσίες της AWS, επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο αλληλεπίδρασης με τους πελάτες», αναφέρει σε χθεσινή της ανακοίνωση η Amazon Web Services.
Η συνεργασία μεταξύ Omilia και AWS θέτει νέα πρότυπα στην αγορά. Οι προηγμένες τεχνολογίες φωνητικής εξυπηρέτησης και εξυπηρέτησης μέσω chat της Omilia παρέχουν προστασία απέναντι σε πιθανές απάτες και παράλληλα πιστοποιούν τη γνησιότητα των κλήσεων σε μόλις 0,5 δευτερόλεπτα.
Ποια είναι η Omilia
Η Omilia, που ιδρύθηκε το 2002 και σήμερα απασχολεί περισσότερους από 312 εργαζομένους, δίνει τη δυνατότητα σε μεγάλες επιχειρήσεις και οργανισμούς να προσφέρουν αυτοματοποιημένη εξυπηρέτηση πελατών, μέσω φωνητικής συνομιλίας. Έχει ήδη στο πελατολόγιό της επί αμερικανικού εδάφους ονόματα όπως αυτά της Pizza Hut, της KFC, της Sony, η Royal Bank στον Καναδά, αλλά και το αγγλικό Δημόσιο. Σύμφωνα δε με την Gartner, είναι στους leaders της αγοράς του Conversational AI.
Σήμερα η Omilia μετρά 120 πελάτες σε όλο τον κόσμο, είναι ενεργή σε 17 χώρες, υποστηρίζει 30 γλώσσες, ενώ έχει επιτύχει μόνο για το 2022 ρυθμό ανάπτυξης 93%. Η δράση της επικεντρώνεται στη Βόρεια Αμερική, που αντιπροσωπεύει το 70% της αγοράς, ενώ στο πελατολόγιό της περιλαμβάνονται μεγάλες τράπεζες και τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, ενώ δυνητικά κάθε εταιρεία που έχει μεγάλο όγκο τηλεφωνικών επικοινωνιών με πελάτες είναι εν δυνάμει πελάτες της Omilia.
Η συνεργασία της Omilia με την AWS
Η Omilia χρησιμοποιεί τις πλέον σύγχρονες τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης και Μηχανικής Μάθησης (Machine Learning), ώστε σε συνεργασία με την AWS να αναπτύσσει λύσεις που θα βασίζονται στην Τεχνητή Νοημοσύνη και θα δημιουργούν ένα πλαίσιο φυσικής αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπου και μηχανής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λύση Omilia Cloud Platform®, μία από τις κύριες υπηρεσίες της Omilia. Πρόκειται για μια Conversational AI πλατφόρμα, ιδιαίτερα φιλική στους χρήστες, η οποία ενσωματώνει εξειδικευμένα μοντέλα λειτουργίας και προσαρμόζεται απρόσκοπτα σε όλες τις δημοφιλείς Contact Center as a Service (CCaaS) δομές.
«Με την AWS καταφέραμε να βοηθήσουμε τους πελάτες μας να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους και να μειώσουν σημαντικά το λειτουργικό τους κόστος. Επιλέξαμε αυτήν τη στρατηγική συνεργασία με την AWS, καθώς και οι δύο εταιρείες μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα: να προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στους πελάτες μας και να δημιουργούμε αξία γι’ αυτούς, αξιοποιώντας ό,τι καλύτερο έχουν να προσφέρουν οι τεχνολογίες νέας γενιάς», σχολίασε αναφερόμενος στη συμφωνία ο συνιδρυτής της Omilia, Δημήτρης Βάσσος.
Η διαδρομή του συνιδρυτή της Omilia, Δημήτρη Βάσσου
O Δημήτρης Βάσσος ασχολήθηκε από την αρχή της καριέρας του στο Λονδίνο με τις τεχνολογίες αναγνώρισης φωνής και το 2002 αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα και να ιδρύσει την Omilia. Η ελληνική εταιρεία ξεκίνησε το 2002 ως system intergrator, χωρίς να έχει δική της τεχνολογία, χρησιμοποιώντας λύσεις τρίτων.
Το 2010 αποφάσισε να κάνει στροφή στη στρατηγική της, αναπτύσσοντας της δική της τεχνολογία και εισάγοντας στη λειτουργία της το μοντέλο Software as a service, με την εταιρεία, που απασχολούσε τότε 15 άτομα, να ξεκινά τότε τη διεθνή της διαδρομή.
Μια διαδρομή που έγινε με οργανική ανάπτυξη, ενώ το 2021 η εταιρεία κατάφερε να σηκώσει το εντυπωσιακό για τα ελληνικά δεδομένα ποσό των 20 εκατ. δολαρίων από την Grafton Capital.