THEPOWERGAME
Καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός των κυβερνήσεων για τεχνολογική υπεροχή και την επίσπευση της πράσινης μετάβασης των οικονομιών τους, η Γερμανία δρομολογεί πακέτο της τάξεως των 20 δισ. ευρώ για την τόνωση της εγχώριας παραγωγής τσιπ. Το Βερολίνο αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτές τις δαπάνες μετά την ανακοίνωση του αμερικανικού «Νόμου για τα Τσιπ και την Επιστήμη», ο οποίος ενσωματώνει επιδοτήσεις σχεδόν 53 δισ. δολαρίων.
Η Ε.Ε και οι ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης παρακολουθούν με κάποια αμηχανία την αφθονία των επιδοτήσεων που χορηγεί η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Στο επίκεντρο της στρατηγικής του Λευκού Οίκου είναι η τόνωση των πράσινων τεχνολογιών και η μείωση των εκπομπών ρύπων με τον «Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού» (IRA). Δηλαδή πέραν του «Νόμου για τα Τσιπ και την Επιστήμη», το IRA προβλέπει συνολικές επιδοτήσεις της τάξεως των 369 δισ. δολαρίων.
Οικονομικοί αναλυτές και κυβερνητικοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν πως οι χώρες της Ευρώπης θα πρέπει να αντιδράσουν με ανάλογες πρωτοβουλίες σε μια περίοδο που συμπορεύονται οι προτεραιότητες της γεωπολιτικής και της οικονομίας. Θα πρέπει να συναγωνιστούν τις ΗΠΑ και να εξελιχθούν σε ελκυστικό πόλο έλξης για επενδύσεις εγχώριων και ξένων επιχειρήσεων. Επειδή η Γερμανία αποτελεί την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης, ο ρόλος που αναλαμβάνει έχει μεγαλύτερη βαρύτητα.
Εάν η οικονομία της χώρας αποκτήσει αυτονομία στην παραγωγή ημιαγωγών με την ανέγερση νέων εργοστασίων τότε θα επιταχυνθεί και η μετάβαση της σε νέες τεχνολογίες με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων.
Τα κονδύλια των 20 δισ. ευρώ που προγραμματίζει η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς αποτελούν μια πρωτοβουλία προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναμένεται να κατανεμηθούν έως το 2027 και θα προέλθουν από το Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό της Γερμανίας, συνολικού ύψους έως και 180 δισ. ευρώ, σύμφωνα με πηγές του πρακτορείου Bloomberg.
Μερίδα αναλυτών θεωρούν πως το Βερολίνο θα πρέπει να ανεβάσει τον πήχη. Έκθεση της συμβουλευτικής εταιρείας Prognos που διενεργήθηκε για την αναπτυξιακή τράπεζα KfW κατάληξε στο συμπέρασμα πως η Γερμανία θα πρέπει να επενδύσει μισό τρισ. ευρώ για να επιτύχει τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2045.
Γερμανία και ΗΠΑ φαίνεται πως στρέφουν πιο πολλά κεφάλαια σε ξένες εταιρείες
Το Βερολίνο έχει ήδη συμφωνήσει στην παροχή κρατικής στήριξης 10 δισ. ευρώ για την κατασκευή νέου εργοστασίου της αμερικανικής Intel, μια επένδυση που αποτιμάται συνολικά στα 30 δισ. ευρώ. Βρίσκεται, παράλληλα, σε διαβουλεύσεις για την παραχώρηση επιδοτήσεων της τάξεως των επτά δισ. ευρώ σε άλλες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης της Taiwan Semiconductor Manufacturing και της γερμανικής Infineon. Το ύψος της επένδυσης της TSMC υπολογίζεται στα 10 δισ. ευρώ με την επιμέρους επιδότηση της γερμανικής κυβέρνησης να διαμορφώνεται στα πέντε δισ. ευρώ.
Παρομοίως, η Infineon προγραμματίζει την ανέγερση μονάδας στη Δρέσδη με δαπάνες 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το ένα δισ. ευρώ θα δοθεί από το Βερολίνο, σύμφωνα με πηγές του Bloomberg. Από το πακέτο των 20 δισ. ευρώ, τουλάχιστον, τρία δισ. ευρώ ενδεχομένως να κατευθυνθούν στην Global Foundries, η οποία επικεντρώνεται στον σχεδιασμό και την κατασκευή ημιαγωγών. Η Global Foundries διατηρεί κεντρικά γραφεία στην Μάλτα και τη Νέα Υόρκη, ενώ έχει ισχυρή παρουσία επίσης στη Δρέσδη.
Η επιλογή της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς γίνεται σε μια εποχή που η Γερμανία επανέρχεται στη δημοσιονομική λιτότητα μετά τις μεγάλες δαπάνες που πραγματοποίησε επί πανδημίας και συνακόλουθης ενεργειακής κρίσης για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Στα σχέδια του Βερολίνου για την οικονομία μέσα στο 2024 προβλέπεται η μείωση του νέου δανεισμού στα χαμηλότερα επίπεδα προ πανδημίας.
Παραδόξως, όπως και στην περίπτωση των ΗΠΑ, οικονομικοί αναλυτές σχολιάζουν πως η μερίδα του λέοντος των επιδοτήσεων για την τεχνολογική αυτονομία ή την ενεργειακή μετάβαση των οικονομιών τους κατευθύνονται σε ξένες εταιρείες. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Wall Street Journal, οι περισσότερες δαπάνες από τα κεφάλαια του IRA που έχουν ήδη κατανεμηθεί και ειδικότερα το 60% αναλογεί σε εταιρείες από τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και την Κίνα.