THEPOWERGAME
Υπεραξίες από την πώληση της Augmenta στην αμερικανική εταιρεία CNH δεν είχαν μόνον οι αρχικοί μέτοχοι (Γ. Βαρβαρέλης και Δ. Ευαγγελόπουλος) και τα επενδυτικά funds (Marathon VC, HCVC). Κέρδη από την πώληση αυτή, ύψους 103 εκατ. ευρώ, είχε και το fund of funds που δεν είναι άλλο από το κρατικό υπερταμείο συνεπενδύσεων EquiFund. Το EquiFund έβαλε την πρώτη μαγιά στην Augmenta, αλλά και σε μια άλλη σειρά επιτυχημένων, αλλά και λιγότερο επιτυχημένων, νεοφυών επιχειρήσεων της χώρας.
Το EquiFund, δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (EIB) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF) θα λάβουν σχεδόν πέντε φορές τα λεφτά που επένδυσαν στην εταιρεία. Συγκεκριμένα η επένδυση του 1,3 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί στην συνεισφορά του EquiFund στο μετοχικό κεφάλαιο της Augmenta, έχει ήδη αποζημιωθεί με 6 εκατ. ευρώ.
«Σε επίπεδο ΕΣΠΑ (κοινοτικών – κρατικών πόρων ), το κράτος επένδυσε στην εταιρία 1,3 εκατ. ευρώ ευρωπαϊκών πόρων και με την πώληση εισέπραξε 6 εκατ. ευρώ τα οποία και καθίστανται πλέον ως εθνικά έσοδα» λέει ο αρμόδιος υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης. «Δεν είναι προφανώς το νούμερο που κάνει τη διαφορά», προσθέτει, «είναι όλη αυτή η προσπάθεια της γιγάντωσης του οικοσυστήματος της νεοφυούς επιχειρηματικότητας που πλέον για τη χώρα μας έχει δώσει πολλές και ποιοτικές νέες θέσεις εργασίας και υπεραξία στην εθνική συμμετοχή στα χρηματοδοτικά εργαλεία».
Στην Augumenta εκτιμάται ότι επενδύθηκαν από επενδυτές συνολικά 11,2 εκατ. δολ. (περίπου 10,5 εκατ. ευρώ), εκ των οποίων το 12% αυτών των κεφαλαίων είχε την κρατική υπόσταση μέσω της συνεπένδυσης του EquiFund με το Marathon VC Fund.
Σημειώνεται ότι το EquiFund περιέλαβε πόρους 300 εκατ. ευρώ το 2017, εκ των οποίων τα 200 εκατ. ευρώ προήλθαν από το ΕΣΠΑ, 60 εκατ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF) και 40 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΙΒ) και το Σχέδιο Γιούνκερ. Τώρα, όπως λέει ο κ. Τσακίρης, τα κεφάλαια που σκοπεύει να «στρέψει» προς την νεοφυή επιχειρηματικότητα το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων αναμένεται να φθάσουν σε πρώτη φάση πάνω από τα 200 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, ο υφυπουργός ανάπτυξης, δεν απέκλεισε να αυξηθούν περαιτέρω τα κεφάλαια για την δημιουργία νέων επενδυτικών κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (Venture Capital Funds), καθώς παραμένει ανοιχτή η δυνατότητα άντλησης πρόσθετων κεφαλαίων στο νέο ΕΣΠΑ 2021-2027. «Οι ανοιχτές προκλήσεις που αυτή τη στιγμή υπάρχουν για διαχειριστές κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών ξεπερνούν τα 2,1 δισ. ευρώ», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Τσακίρης.
Τα φαινόμενα Augmenta, Accusonus, Viva και πολλών άλλων επιτυχημένων πωλήσεων ελληνικών νεοφυών επιχειρήσεων έχoυν δημιουργήσει ένα οικοσύστημα επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και μονάδων προαγωγής της καινοτομίας, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Ήδη τα νούμερα που πέφτουν στο τραπέζι είναι «μεθυστικά» όπως έδειξε η τελευταία περίπτωση της Augumenta. H εταιρεία των 15 ατόμων και ηλικίας μόλις πέντε ετών, πουλήθηκε περίπου στο 50% της αξίας, που πωλήθηκε πριν δύο χρόνια η Intrasoft, δηλαδή η μεγαλύτερη εταιρεία τεχνολογίας της χώρας, με δεκαετίες ζωής στο ενεργητικό της, εκατοντάδες εργαζόμενους και εκατοντάδες εκατ. ευρώ συμβάσεις.
Σημειώνεται ότι το 2012, το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων ήταν πρακτικά ανύπαρκτο στην Ελλάδα. Στη δημιουργία του συνέβαλε καθοριστικά ο σημερινός υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης, καθώς τότε, από τη θέση του στελέχους της Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων (ΕΙΒ), συνέβαλε στη δημιουργία του Jeremie, δηλαδή του προκατόχου του EquiFund. Από την θέση του αυτή, ο κ. Τσακίρης συνέβαλε ώστε η Ελλάδα να είναι η πρώτη χώρα μέλος της Ε.Ε. που υπέγραψε συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων για την υλοποίηση της πρωτοβουλίας Jeremie.
Η πρωτοβουλία αυτή ήταν η πιο σοβαρή προσπάθεια ενίσχυσης του venture capitalism στη χώρα μας – στο παρελθόν υπήρξαν και άλλες αλλά ήταν ανεπιτυχείς- και είναι μια προσπάθεια που στέφθηκε με σημαντική επιτυχία, χάρις την (οικονομική) υποστήριξη των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ.
Tώρα, στόχος είναι το οικοσύστημα αυτό που έχει δημιουργηθεί και η αξία του εκτιμάται ότι ξεπερνά 7-8 δισ. ευρώ, στη νέα περίοδο να διευρυνθεί ακόμη περισσότερο και να καταστήσει τη χώρα ένα σημαντικό πόλο ανάπτυξης και προσέλκυσης επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και μεγάλων υπεραξιών.