THEPOWERGAME
H αβεβαιότητα για την προσφορά των τσιπ θα εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την παγκόσμια οικονομία μέσα στο 2023. Οι εταιρείες του κλάδου βρίσκονται στο επίκεντρο της γεωπολιτικής αντιπαλότητας των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να δίνουν μάχη για τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή.
Επιταχύνεται, παράλληλα, η μετάβαση των κατασκευαστών αυτοκινήτων στα ηλεκτροκίνητα οχήματα (EV), γεγονός που αυξάνει τη ζήτηση για τσιπ και τις προκλήσεις του κλάδου να ανταπεξέλθει στις παραγγελίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αμερικανική Onsemi, η οποία ανακοίνωσε πως οι παραγγελίες έχουν ήδη καλύψει την προγραμματισμένη παραγωγή τσιπ τύπου SiC (silicon carbide chips) έως τα τέλη του 2023.
Η γερμανική Infineon, η οποία έχει αναγγείλει τη δημιουργία εργοστασίου στη Δρέσδη στο πλαίσιο επένδυσης 5 δισ. ευρώ, εκτιμά πως οι ελλείψεις για τα τσιπ που ενσωματώνονται σε EV θα είναι μακροχρόνιες. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαίωσε ο Κάρλος Ταβάρες, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου αυτοκινητοβιομηχανιών Stellantis, τονίζοντας πως ανεπάρκεια στην προσφορά θα εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στο επόμενο έτος.
Το έδαφος δεν ήταν ποτέ πρόσφορο για αύξηση της παραγωγής, με τις κυβερνήσεις των ισχυρότερων χωρών να προσφέρουν γενναιόδωρα μέτρα στήριξης της βιομηχανίας. Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Taiwan Semiconductor Manufacturing Co. (TSMC) ανακοίνωσε πως θα τριπλασιάσει τις επενδύσεις της στις ΗΠΑ στα 40 δισ. δολάρια μέχρι το 2026, δρομολογώντας την ανέγερση δεύτερου εργοστασίου στην πολιτεία της Αριζόνα, με την προοπτική να απασχολεί 4.500 άτομα.
Η TSMC είναι μια από τις ισχυρότερες κατασκευάστριες τσιπ και εξυπηρετεί, κυρίως, εταιρείες τεχνολογίας όπως οι Apple, Intel και Mediatek. Τα σχέδια της για την επέκταση της παρουσίας στην αμερικανική οικονομία καταστρώνονται σε μια περίοδο που έχει κορυφωθεί η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας στον τομέα της τεχνολογίας. Δεν είναι τυχαίο που ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, παρέστη σε τελετή της TSMC στην Αριζόνα μαζί με τον ιδρυτή της εταιρείας Μόρις Τσανγκ και τους επικεφαλής των Apple και Nvidia.
Την προτελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου, η Ουάσιγκτον πρόσθεσε 35 ακόμα κινεζικές εταιρείες στον κατάλογο όσων απαγορεύεται να προμηθεύσουν οι αμερικανικές εταιρείες δίχως να έχουν λάβει εκ των προτέρων έγκριση από τις αρμόδιες αρχές. Τον περασμένο Οκτώβριο, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έθεσε σε εφαρμογή περιορισμούς στις εξαγωγές εξαρτημάτων για την κατασκευή τσιπ προς την Κίνα, δυσχεραίνοντας έτσι τα σχέδια του Πεκίνου για την ανάπτυξη τεχνητής νοημοσύνης και υπερ-υπολογιστών για στρατιωτική χρήση,όπως η κατασκευή πρότυπων πυρηνικών και υπερηχητικών όπλων. Οι ΗΠΑ απαγόρευσαν επίσης πρόσωπα και εταιρείες των ΗΠΑ να παρέχουν απευθείας ή έμμεση υποστήριξη σε κινεζικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή τσιπ.
Η επέκταση του καταλόγου αυτήν την εβδομάδα είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας σειράς μέτρων εις βάρος γενικά του τεχνολογικού κλάδου της Κίνας. Το ξεκίνημα έγινε το 2019 με την απαγόρευση προμηθειών στην Huawei προ πενταετίας επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Έκτοτε η Ουάσιγκτον έχει προσθέσει στον κατάλογο εταιρείες κατασκευής εξοπλισμού παρακολουθήσεων, τσιπ, μη επανδρωμένων αεροσκαφών, έξυπνων τηλεφώνων και ινστιτούτων που ενδεχομένως να προμηθεύουν τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας.
Ο συγγραφέας Κρις Μίλερ στο «Chip War» (Ο Πόλεμος των Τσιπ), το οποίο κέρδισε το βραβείο των Financial Times για το βιβλίο της χρονιάς, εξηγεί πως η αλληλεξάρτηση των μεγάλων οικονομιών αντί να αμβλύνει την μεταξύ τους αντιπαλότητα και να ενθαρρύνει την συνεργασία, δημιουργεί νέες εντάσεις. Θεωρεί πως ένας τρόπος για να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι είναι η ενθάρρυνση της εγχώριας παραγωγής με τη δημιουργία φορολογικών κινήτρων και την παροχή επιδοτήσεων όπως πράττουν ήδη οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Κίνα.