THEPOWERGAME
Η μικρή οικογενειακή επιχειρηματικότητα στη χώρα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, λόγω μεγέθους επιχειρήσεων (πολλές πολύ μικρές), του μεριδίου τους στην απασχόληση, του κρίσιμου ρόλου για την κοινωνική συνοχή, αλλά και του θεσμικά κατοχυρωμένου και άδικου ανταγωνισμού που υφίστανται από τις μεγαλύτερες οικονομικές μονάδες όσον αφορά την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και στην πληροφορία, τη φορολογική αντιμετώπιση, τα διαθέσιμα υποστηρικτικά δίκτυα κ.α.
Οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 99,9% των ελληνικών επιχειρήσεων, προσφέρουν το 83,5% των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα και παράγουν το 57% της προστιθέμενης αξίας. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή ειδικότερα καταγράφει 540.000 αυτοαπασχολούμενους στην Ελλάδα και 150.000 βοηθούς σε οικογενειακή επιχείρηση. Σε αυτά τα δεδομένα εκτιμούμε βάσιμα ότι προστίθεται ένας σημαντικός αριθμός συνβοηθούντων μελών με περιστασιακή ή συστηματική συνεισφορά στην καθημερινή λειτουργία των πολύ μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, είτε αυτές αποτελούν επιχειρήσεις με μισθωτούς εργαζόμενους, είτε χωρίς προσωπικό. Στην πραγματικότητα πάνω από το 60% των επιχειρήσεων είναι οικογενειακές.
Στη χώρα μας η διατήρηση, η συνέχεια της οικογενειακής επιχείρησης από γενιά σε γενιά αντιμετωπίζει μία σειρά από εμπόδια.
1) Εμπόδια θεσμικά, που εντοπίζονται σε ελλιπή ενημέρωση για τη διαδικασία μεταβίβασης, έκδοση νέας άδειας λειτουργίας, κλπ, καθώς δεν υπάρχει ένα «μονοπάτι» ενεργειών, το οποίο να επιτρέπει την βήμα- βήμα προσέγγιση και υποστήριξη του επιχειρηματία. Παρά τα όποια θετικά βήματα στον τομέα καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και απλοποίησης των διαδικασιών, το πρόβλημα της επικοινωνίας κράτους- επιχειρηματία- καταναλωτή παραμένει.
2) Εμπόδια φορολογικά που συνίστανται σε υψηλή φορολογία μεταβίβασης, με συνέπεια την «άτυπη» μεταβίβαση, κλπ.
3) Εμπόδια χρηματοδοτικά που αφορούν έλλειψη στοχευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων και λοιπών οικονομικών κινήτρων, αλλά και
4) εμπόδια που αφορούν την επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού, όπως είναι οι ικανότητες και δεξιότητες του διαδόχου, η κατάρτισή του κ.α., υπό την έννοια της αδυναμίας των επιχειρήσεων να αναγνωρίσουν πρώτιστα τις ανάγκες σε προσωπικό και δευτερευόντως να «στρατολογήσουν» τους κατάλληλους υποψηφίους.
Είναι αλήθεια ότι τα προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης απέτυχαν να προετοιμάσουν το έδαφος στη διάρκεια των προηγούμενων ετών, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ και περίπου μία δεκαετία οι αυτοαπασχολούμενοι αποκλείονται από δράσεις κατάρτισης που υλοποιούνται στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων (ενωσιακών) προγραμμάτων.
Η κρισιμότητα της επιτυχημένης διαδοχής σε μια οικογενειακή επιχείρηση, επιβεβαιώνεται και αποδεικνύεται από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία δείχνουν ότι μόλις 3 στις 10 οικογενειακές επιχειρήσεις επιβιώνουν με τη μετάβαση στη δεύτερη γενιά, ενώ μόνο 1 στις 10 οικογενειακές επιχειρήσεις καταφέρνουν να διατηρήσουν την οικογενειακή επιχείρηση με τη μετάβαση στην τρίτη γενιά, ενώ αντίστοιχα μόλις 3 στις 100 οικογενειακές επιχειρήσεις καταλήγουν στην τέταρτη γενιά.
Προφανώς, η ανάγκη για ένα άλλα μίγμα πολιτικών είναι αυτονόητη, ιδίως αν συνυπολογίσουμε τη συμβολή των οικογενειακών επιχειρήσεων στην απασχόληση, στη τεχνολογική συνέχεια, στην περιφερειακή ολοκλήρωση και κατ’ επέκταση στην κοινωνική συνοχή.