THEPOWERGAME
Στη διεθνή οικονομία, το 2024 θα είναι έτος χαμηλής ανάπτυξης και πληθωρισμού ο οποίος, μειώνεται μεν, παραμένει όμως υψηλότερος από το στόχο του 2%. Αυτό παρέχει το κίνητρο στις Κεντρικές Τράπεζες να παραμείνουν σε υψηλά επιτόκια για κάποιο διάστημα, ώσπου να βεβαιωθούν ότι η πτώση του δομικού πληθωρισμού είναι επαρκής. Η άσκηση είναι δύσκολη διότι, αν επιμένουν για περισσότερο χρόνο από τον αναγκαίο, κινδυνεύουν να βυθίσουν τις οικονομίες σε βαθύτερη ύφεση, δεδομένου ότι η συσταλτική νομισματική πολιτική επιδρά με κάποια χρονική υστέρηση. Εάν όμως μειώσουν τα επιτόκια πρόωρα, ο πληθωρισμός μπορεί να επανέλθει.
Ως εκ τούτου, μειώσεις επιτοκίων δεν αναμένονται εντός των πρώτων μηνών του 2024 και η μείωση του ισολογισμού των Κεντρικών Τραπεζών (ποσοτική σύσφιξη) θα είναι σταδιακή και συναρτήσει της εξέλιξης των μακροοικονομικών μεγεθών. Η γεωστρατηγική αστάθεια και η μεταβλητότητα των τιμών της ενέργειας ενισχύουν τις στασιμοπληθωριστικές πιέσεις. Για την ώρα πάντως, το βασικό σενάριο παραμένει αυτό μίας ήπιας επιβράδυνσης: ΗΠΑ και Ευρωζώνη σε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πέριξ και κάτω από το 1% αντιστοίχως και η παγκόσμια οικονομία πέριξ του 2,5%, λαμβάνοντας ώθηση κυρίως από τις αναπτυσσόμενες οικονομίας (πχ. Ινδία στο 6%).
Παρότι οι πρόδρομοι δείκτες προδικάζουν αδυναμία και για τους προσεχείς μήνες, μια βαθιά ύφεση ελπίζεται ότι θα αποφευχθεί, για τον βασικό λόγο ότι η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, με χαμηλή ανεργία και αυξανόμενους μισθούς, γεγονός που στηρίζει την κατανάλωση. Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η διεθνής οικονομία θα αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις, όπως τις τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τις αντίρροπες δημογραφικές τάσεις μεταξύ πλούσιων και φτωχότερων χωρών, καθώς και τα υψηλά αποθέματα χρέους -ιδιωτικού και δημόσιου- στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η ελληνική οικονομία, παρά το δύσκολο διεθνές περιβάλλον, συνεχίζει σε πορεία υπεραπόδοσης έναντι της Ευρωζώνης και ελπίζεται ότι αυτό θα συνεχιστεί και το 2024, καθώς και το 2025, με ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% ετησίως. Βασική κινητήριο δύναμη αποτελούν οι υψηλοί πόροι από το ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ 2021-2027 (μεγαλύτεροι στην Ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ), που τονώνουν τις επενδύσεις σε τομείς προτεραιότητας (πράσινη μετάβαση, ψηφιοποίηση, κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού). Θετική επίδραση επίσης έχουν η καλή πορεία του τουρισμού, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς και τα υγιή μεγέθη του χρηματοπιστωτικού συστήματος που επιτρέπουν ευχερή χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Ωστόσο, οι θετικές προοπτικές στο μεσοπρόθεσμο διάστημα δεν πρέπει να προκαλέσουν επανάπαυση. Η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει και σημαντικές προκλήσεις: μεγάλο κι επίμονο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, απώλεια €100δισ. κεφαλαιουχικού αποθέματος λόγω της αποεπένδυσης της προηγούμενης 12ετίας, υπέρμετρη εξάρτηση του αναπτυξιακού υποδείγματος από την ιδιωτική κατανάλωση και τον τουρισμό και, μακροπρόθεσμα, δυσμενείς δημογραφικές τάσεις. Κοινός παρονομαστής για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων είναι η ανάγκη προσέλκυσης περισσότερων και υψηλής στάθμης επενδύσεων που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και θα δημιουργήσουν ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Επομένως, είναι σημαντικό να εκμεταλλευτούμε το παράθυρο ευκαιρίας που παρουσιάζεται στα επόμενα χρόνια και να προχωρήσουμε σε ένα τολμηρό και εμπροσθοβαρές πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις παθογένειες, αυξάνοντας την ελκυστικότητα του οικονομικού περιβάλλοντος και καθιστώντας το οικονομικό μας μοντέλο πιο ανθεκτικό.