Γ.Δ.
1392.44 -0,81%
ACAG
-0,72%
5.51
BOCHGR
+0,67%
4.49
CENER
-1,88%
8.34
CNLCAP
0,00%
7.15
DIMAND
-2,25%
8.69
NOVAL
-2,50%
2.34
OPTIMA
-0,62%
12.76
TITC
-0,71%
34.8
ΑΑΑΚ
0,00%
4.48
ΑΒΑΞ
-1,41%
1.4
ΑΒΕ
-1,26%
0.469
ΑΔΜΗΕ
-1,68%
2.345
ΑΚΡΙΤ
0,00%
0.68
ΑΛΜΥ
-0,80%
3.72
ΑΛΦΑ
-0,95%
1.564
ΑΝΔΡΟ
-0,62%
6.42
ΑΡΑΙΓ
-1,65%
9.53
ΑΣΚΟ
-1,16%
2.55
ΑΣΤΑΚ
+2,59%
7.12
ΑΤΕΚ
0,00%
0.426
ΑΤΡΑΣΤ
0,00%
8.76
ΑΤΤ
-29,86%
1.515
ΑΤΤΙΚΑ
0,00%
2.12
ΒΙΟ
-4,14%
5.1
ΒΙΟΚΑ
+1,17%
1.73
ΒΙΟΣΚ
-2,35%
1.455
ΒΙΟΤ
0,00%
0.294
ΒΙΣ
0,00%
0.144
ΒΟΣΥΣ
0,00%
2.1
ΓΕΒΚΑ
0,00%
1.3
ΓΕΚΤΕΡΝΑ
-0,91%
17.34
ΔΑΑ
-0,53%
7.86
ΔΑΙΟΣ
0,00%
3.66
ΔΕΗ
+0,17%
12.07
ΔΟΜΙΚ
-2,67%
2.92
ΔΟΥΡΟ
0,00%
0.25
ΔΡΟΜΕ
-0,66%
0.3
ΕΒΡΟΦ
-2,07%
1.42
ΕΕΕ
-0,36%
32.98
ΕΚΤΕΡ
-5,25%
1.48
ΕΛΒΕ
-2,08%
4.7
ΕΛΙΝ
+1,00%
2.03
ΕΛΛ
+0,38%
13.3
ΕΛΛΑΚΤΩΡ
-1,64%
1.676
ΕΛΠΕ
-0,51%
6.765
ΕΛΣΤΡ
+3,00%
2.06
ΕΛΤΟΝ
-0,84%
1.89
ΕΛΧΑ
-2,30%
1.7
ΕΠΙΛΚ
0,00%
0.132
ΕΣΥΜΒ
-1,71%
1.15
ΕΤΕ
-3,01%
6.888
ΕΥΑΠΣ
+0,32%
3.16
ΕΥΔΑΠ
+1,40%
5.78
ΕΥΡΩΒ
+1,83%
2.006
ΕΧΑΕ
-1,85%
4.25
ΙΑΤΡ
+5,35%
1.575
ΙΚΤΙΝ
-2,90%
0.301
ΙΛΥΔΑ
-2,52%
1.74
ΙΝΚΑΤ
-0,10%
4.8
ΙΝΛΙΦ
-2,51%
4.28
ΙΝΛΟΤ
-3,04%
0.893
ΙΝΤΕΚ
-2,96%
5.58
ΙΝΤΕΡΚΟ
+2,54%
2.42
ΙΝΤΕΤ
-2,86%
1.02
ΙΝΤΚΑ
-2,20%
2.67
ΚΑΡΕΛ
-0,59%
338
ΚΕΚΡ
-2,44%
1.2
ΚΕΠΕΝ
0,00%
2.22
ΚΛΜ
+1,02%
1.48
ΚΟΡΔΕ
0,00%
0.418
ΚΟΥΑΛ
-2,21%
1.062
ΚΟΥΕΣ
-1,93%
5.58
ΚΡΙ
-2,43%
14.05
ΚΤΗΛΑ
0,00%
1.7
ΚΥΡΙΟ
-0,21%
0.938
ΛΑΒΙ
-2,53%
0.77
ΛΑΜΔΑ
-1,63%
7.22
ΛΑΜΨΑ
0,00%
37.4
ΛΑΝΑΚ
+0,59%
0.85
ΛΕΒΚ
0,00%
0.254
ΛΕΒΠ
0,00%
0.34
ΛΟΓΟΣ
0,00%
1.26
ΛΟΥΛΗ
-2,15%
2.73
ΜΑΘΙΟ
0,00%
0.65
ΜΕΒΑ
0,00%
3.82
ΜΕΝΤΙ
-0,47%
2.1
ΜΕΡΚΟ
-6,82%
41
ΜΙΓ
-0,78%
3.175
ΜΙΝ
-5,56%
0.51
ΜΛΣ
0,00%
0.57
ΜΟΗ
-0,41%
19.5
ΜΟΝΤΑ
-3,46%
3.63
ΜΟΤΟ
+0,60%
2.515
ΜΟΥΖΚ
0,00%
0.65
ΜΠΕΛΑ
+1,49%
24.6
ΜΠΛΕΚΕΔΡΟΣ
0,00%
3.69
ΜΠΡΙΚ
-1,48%
2
ΜΠΤΚ
0,00%
0.62
ΜΥΤΙΛ
-2,06%
32.32
ΝΑΚΑΣ
0,00%
3.12
ΝΑΥΠ
+1,37%
0.886
ΞΥΛΚ
-3,80%
0.253
ΞΥΛΠ
0,00%
0.398
ΟΛΘ
+0,97%
20.9
ΟΛΠ
-2,53%
28.95
ΟΛΥΜΠ
-0,85%
2.33
ΟΠΑΠ
-1,06%
14.98
ΟΡΙΛΙΝΑ
0,00%
0.798
ΟΤΕ
+0,67%
14.99
ΟΤΟΕΛ
-0,96%
10.32
ΠΑΙΡ
-3,01%
0.968
ΠΑΠ
-0,84%
2.35
ΠΕΙΡ
-2,36%
3.597
ΠΕΡΦ
-2,15%
5.47
ΠΕΤΡΟ
-1,00%
7.92
ΠΛΑΘ
+0,25%
4
ΠΛΑΚΡ
0,00%
14.5
ΠΡΔ
-4,11%
0.28
ΠΡΕΜΙΑ
+0,17%
1.21
ΠΡΟΝΤΕΑ
0,00%
6.2
ΠΡΟΦ
-1,72%
5.14
ΡΕΒΟΙΛ
-1,52%
1.625
ΣΑΡ
-2,30%
10.2
ΣΑΡΑΝ
0,00%
1.07
ΣΑΤΟΚ
0,00%
0.028
ΣΕΝΤΡ
-0,29%
0.339
ΣΙΔΜΑ
+1,94%
1.58
ΣΠΕΙΣ
-4,05%
5.68
ΣΠΙ
-3,64%
0.53
ΣΠΥΡ
0,00%
0.127
ΤΕΝΕΡΓ
-0,05%
19.76
ΤΖΚΑ
+0,35%
1.425
ΤΡΑΣΤΟΡ
0,00%
1.06
ΤΡΕΣΤΑΤΕΣ
-0,61%
1.62
ΥΑΛΚΟ
0,00%
0.162
ΦΙΕΡ
0,00%
0.359
ΦΛΕΞΟ
0,00%
8
ΦΡΙΓΟ
-8,00%
0.23
ΦΡΛΚ
-3,63%
3.58
ΧΑΙΔΕ
-1,69%
0.58

Φοροδιαφυγή των Δικηγόρων: μύθοι και πραγματικότητα

Κωνσταντίνος Παρίσσης
Ο Κωνσταντίνος Παρίσσης είναι Δικηγόρος και Οικονομολόγος με ειδίκευση σε θέματα διοίκησης, επιχειρηματικότητας και πνευματικής ιδιοκτησίας.

Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 2000, έξω από την αίθουσα όπου σε λίγη ώρα θα διεξαγόταν ένας πλειοδοτικός διαγωνισμός Δήμου της Μακεδονίας, ο Δήμαρχος, συνταξιούχος Δικηγόρος, άρχισε να διηγείται σε μας, τους νέους Δικηγόρους που ήμασταν παρόντες, ιστορίες από τότε που ασκούσε το λειτούργημα. Η τελευταία του διήγηση πριν ξεκινήσει ο διαγωνισμός ήταν για τις «καλές εποχές». «Που λέτε παιδιά», είπε, «εγώ όταν γυρνούσα στο σπίτι από τα Δικαστήρια το ’85, το ’90, και οι δυο τσέπες ήταν γεμάτες πεντοχίλιαρα και ούτε ήξερα πόσα ήταν. Τα άφηνα στο τραπέζι και αναλάμβανε η γυναίκα μου. Εμένα δε με ένοιαζε, γιατί και την άλλη μέρα πάλι θα γυρνούσα με γεμάτες τσέπες». Στο ίδιο κλίμα, ένας άλλος συνταξιούχος Δικηγόρος, αγαπητός φίλος και δυστυχώς εκλιπών, διηγούνταν συχνά στις παρέες μια ιστορία για ένα πρωϊνό του χειμώνα, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, που πήγε στη Νέα Ζίχνη Σερρών για να δικάσει μια υπόθεση Ειρηνοδικείου, και τελικά τον προσέλαβαν και δίκασε όλες τις δίκες του πινακίου, καθώς, λόγω κακοκαιρίας, ήταν ο μόνος Δικηγόρος που είχε εμφανιστεί. Και έλεγε ακριβώς το ίδιο: τα χρήματα το μεσημέρι δε χωρούσαν στις τσέπες του. Άλλες εποχές (στις οποίες οι Δικηγόροι ήταν λίγοι, το αντικείμενο πιο εύκολο, τα δικόγραφα πολύ σύντομα και συχνά χειρόγραφα, η μελέτη ελάχιστη), άλλη η ρευστότητα του κόσμου και, κυρίως, άλλα τα συναλλακτικά και φορολογικά ήθη.

Για να μπει μια κάποια τάξη και να εκδίδονται παραστατικά, με το Ν. 1882/1990 ενεργοποιήθηκε καθολικά μια παλιά πρόβλεψη του Κώδικα Δικηγόρων για την έκδοση «γραμματίων προείσπραξης». Από τότε μέχρι και σήμερα, τετραπλότυπα γραμμάτια προείσπραξης εκδίδονται για όλες τις παραστάσεις Δικηγόρων σε δίκες, αλλά και για μια σειρά από εξωδικαστικές πράξεις, με σημαντικότερη μέχρι πριν λίγα χρόνια την παράσταση σε Συμβόλαια (η οποία δεν είναι πλέον υποχρεωτική). Στην αρχική τους μορφή, τα γραμμάτια ανέγραφαν την «ελάχιστη αμοιβή» που θα έπρεπε να λαμβάνει ο Δικηγόρος για κάθε υπηρεσία που παρέχει, και η οποία καθορίζονταν στον Κώδικα Δικηγόρων από το 1954. Το ποσό που, αναλόγως του είδους της εργασίας, αναγράφει το γραμμάτιο, προκαταβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και περιλαμβάνει προκαταβολή φόρου εισοδήματος 15%, κρατήσεις προς απόδοση στα Ασφαλιστικά Ταμεία, καθώς και λοιπές κρατήσεις (υπέρ του Δικηγορικού Συλλόγου και τρίτων). Η προκαταβολή φόρου παρακρατείται από τους Δικηγορικούς Συλλόγους και αποδίδεται απευθείας στο Δημόσιο. Το υπόλοιπο (μετά από φόρους και κρατήσεις) είναι καθαρή αμοιβή του Δικηγόρου.

Το 2013 οι «ελάχιστες αμοιβές» των Δικηγόρων καταργήθηκαν διότι κρίθηκε τότε πως δε συνάδουν με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, η δε σχετική αναγραφή στα γραμμάτια αντικαταστάθηκε με τον όρο «ποσό αναφοράς». Προκαλεί έκπληξη, βέβαια, και το λιγότερο αμηχανία, το γεγονός ότι, με το υπό διαβούλευση φορολογικό Νομοσχέδιο, το ίδιο Κράτος που κατήργησε τις «ελάχιστες αμοιβές» ως ασύμβατες με την ελεύθερη οικονομία, σκοπεύει να φορολογήσει τους Δικηγόρους (όπως και όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες) με βάση «ελάχιστες αμοιβές» που το ίδιο υποθέτει (εντελώς αυθαίρετα) ότι έχουν λάβει.

Βλέποντας, πάντως, διαχρονικά και αποστασιοποιημένα το θεσμό, όχι από την πλευρά του Δικηγόρου, αλλά από την πλευρά της φορολογικής Αρχής, η προείσπραξη δικηγορικής αμοιβής μέσω των γραμματίων θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να είναι εξαιρετικά αποδοτική, τόσο ως προς τον εντοπισμό της φορολογητέας ύλης στις περισσότερες υποθέσεις, όσο και ως προς την πραγματική απεικόνιση των εισοδημάτων για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των Δικηγόρων, με μόνο δυο πολύ απλές αλλαγές.

Αφενός, στις αντιδικίες με αντικείμενο που μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα (όπως λ.χ. οι Αγωγές αποζημίωσης, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, οι οποίες αποτελούν την πλειονότητα των υποθέσεων που απασχολούν τα αστικά και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια), θα έπρεπε η τιμή αναφοράς να είναι η ελάχιστη ποσοστιαία αμοιβή που ορίζει ο Κώδικας Δικηγόρων, και όχι ένα εφ’ άπαξ ποσό που για κάποιον άγνωστο λόγο αποφασίστηκε το 1990 και ισχύει μέχρι και σήμερα. Για παράδειγμα, για μια Αγωγή με αντικείμενο 100.000 ευρώ το ποσό αναφοράς στο γραμμάτιο για τη σύνταξη και κατάθεσή της είναι σταθερά 134 ευρώ, ενώ ο Κώδικας Δικηγόρων ορίζει στο άρθ. 63 ελάχιστο όριο αμοιβής για την ίδια εργασία 2% (ανεξαρτήτως αποτελέσματος της δίκης), η οποία είναι δίκαιη και ασφαλώς πολύ κοντά στην πραγματικότητα της αγοράς, για μια υπόθεση μέσης δυσκολίας. Η αστοχία αυτή έχει συνέπεια και στο αποζημιωτικό μέρος για τα έξοδα της δίκης διότι, αν το συγκεκριμένο ποσό (1.800 ευρώ στο παράδειγμά μας) αναφερόταν στο γραμμάτιο, η δικαστική δαπάνη που θα επιδίκαζε το Δικαστήριο υπέρ του εντολέα σε περίπτωση νίκης δε θα μπορούσε να είναι μικρότερη από το ποσό αυτό (ενώ, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, το δικαστήριο υπολογίζει ελεύθερα και, κατά κανόνα, αυθαίρετα το ποσό της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζει, λαμβάνοντας ως βάση το ποσό των 134 ευρώ που αναγράφει το γραμμάτιο). Αφετέρου, για όλες τις υπόλοιπες (μη αποτιμητές σε χρήμα) υποθέσεις θα έπρεπε η τιμή αναφοράς να επικαιροποιηθεί, καθώς έχει μείνει ουσιαστικά στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990 που δεν ανταποκρίνονται στην εύλογη αμοιβή που πρέπει να λάβει σήμερα ο Δικηγόρος, και να αναπροσαρμόζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα βάσει του πληθωρισμού.

Με μόνο αυτές τις δυο, απλούστατες και απολύτως εύλογες αλλαγές, η φορολογική Διοίκηση θα είχε δεδομένα για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της φορολογητέας ύλης σε ό,τι αφορά τους Δικηγόρους, αντί να κάνει υποθέσεις και να «τεκμαίρει» αυθαιρέτως εισοδήματα που ποτέ δεν αποκόμισαν.

Και δεν είναι μόνο αυτές οι υποθέσεις, στις οποίες ο εντοπισμός της φορολογητέας ύλης μπορεί να επιτευχθεί πανεύκολα, με ελάχιστες αλλαγές, αλλά και εκείνες στις οποίες η φοροδιαφυγή είναι, αντικειμενικά, ούτως ή άλλως ελάχιστη, με κυριότερη τη νομική συμβουλή σε επιχειρήσεις: ως γνωστόν, ο Φ.Π.Α. εκπίπτει για τις επιχειρήσεις που υπάγονται σε αυτόν, και σε κάθε περίπτωση εκπίπτει το 100% της δαπάνης για νομικές συμβουλές. Επιπλέον, όταν η επιχείρηση έχει υποχρέωση παρακολούθησης ταμείου (διπλογραφικά βιβλία) δεν μπορεί εύκολα να πληρώσει σε μετρητά. Οι επιχειρήσεις, δηλαδή, δεν έχουν κανένα κίνητρο να πληρώσουν χωρίς να λάβουν τιμολόγιο, και έχουν κάθε λόγο να μην το κάνουν.

Ομοίως, στα λεγόμενα «εργολαβικά δίκης», τις περιπτώσεις δηλαδή κατά τις οποίες ο Δικηγόρος δέχεται να μη λάβει αμοιβή προκαταβολικά, αλλά να πληρωθεί κατά ποσοστό (συνήθως 20%) από το αποτέλεσμα της δίκης, και αυτό μόνο σε περίπτωση νίκης, έχει κάθε λόγο να συντάξει έγγραφη συμφωνία αμοιβής, όχι μόνο λόγω της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, αλλά κυρίως διότι μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλίσει πέραν πάσης αμφιβολίας τα δικαιώματά του έναντι του εντολέα. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, και μάλιστα με σημαντικό κατά κανόνα οικονομικό αντικείμενο, όπως στις εργατικές και τις αυτοκινητιστικές διαφορές, είναι υποχρεωτική η κατάθεση του εργολαβικού όχι μόνο στο TAXIS αλλά και στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, διαφορετικά δε θεωρείται έγκυρο.

Και πάμε, τώρα, στις κατηγορίες υποθέσεων στις οποίες η φοροδιαφυγή αποτελεί πραγματικά μεγάλο ζήτημα.

Η πρώτη από αυτές είναι οι αστικές και διοικητικές υποθέσεις ιδιωτών. Είναι πασιφανές ότι τη μεγαλύτερη στρέβλωση εδώ την προκαλεί το ίδιο το Κράτος με την επιβολή Φ.Π.Α., η οποία είναι απολύτως αδικαιολόγητη στις μη αποτιμητές υποθέσεις. Ποια είναι λ.χ. η «προστιθέμενη αξία» που δικαιολογείται τάχα να φορολογηθεί, και μάλιστα με 24%, στη δικαστική προσπάθεια ενός γονιού να επικοινωνεί με τα παιδιά του, ή του ενοίκου πολυκατοικίας που προσπαθεί να επιβάλει δικαστικά στους «από πάνω» να μη θορυβούν τις ώρες κοινής ησυχίας; Δεδομένου ότι η δαπάνη αυτή δεν εκπίπτει από το εισόδημά του, ο ιδιώτης έχει κάθε κίνητρο να πληρώσει χωρίς απόδειξη, και δεν έχει κανένα κίνητρο να τη ζητήσει. Και είναι ο ιδιώτης που θέλει να αποφύγει το αδικαιολόγητο κόστος και ζητά από το Δικηγόρο «μια καλύτερη τιμή χωρίς απόδειξη», όπως ο ίδιος ο πρώην Υπουργός Θάνος Πλεύρης παραδέχθηκε πρόσφατα σε ραδιοφωνική του συνέντευξη (στην οποία είπε, πολύ σωστά, ότι για να λάβει ο Δικηγόρος αμοιβή 650€ θα πρέπει να εκδώσει απόδειξη για 1.240 ευρώ). Ο Δικηγόρος ίσως βολεύεται με την κατάσταση αυτή όταν του δίνεται η ευκαιρία (και αν, βέβαια, πρόκειται για εντολέα που είναι βέβαιος ότι δε θα τον καταγγείλει). Σε όλες αυτές τις υποθέσεις ο Φ.Π.Α. πρέπει να καταργηθεί, και αυτό θα ήταν πραγματικά μια κίνηση φορολογικής δικαιοσύνης υπέρ των πολιτών, αλλά και εντοπισμού φορολογητέας ύλης. Όμως, ακόμη κι αν αυτό δε συμβεί (που μάλλον δεν πρόκειται, στο ορατό μέλλον τουλάχιστον), με τις δυο μόνο αλλαγές που προτείνονται παραπάνω σε ό,τι αφορά τα γραμμάτια προείσπραξης, η απόδειξη θα κόβεται υποχρεωτικά και το ποσό κατά κανόνα θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το ίδιο ισχύει και για τις, ας τις ονομάσουμε έτσι, μικρές, καθημερινές ποινικές υποθέσεις: αν το ποσό αναφοράς στο γραμμάτιο ανταποκρίνεται στη συνήθη αμοιβή, το ζήτημα παύει να υφίσταται.

Η δεύτερη, όμως, και σημαντικότερη κατηγορία είναι οι λεγόμενες «μεγάλες» ποινικές υποθέσεις». Από φορολογικής άποψης μιλώντας, η κατηγορία αυτή χωρίζεται σε δυο επιμέρους υποκατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει όλα τα κακουργήματα πλην εκείνων που διαπράττονται από οικονομικά ισχυρούς εγκληματίες. Στις περιπτώσεις αυτές η διαπραγματευτική ισχύς του Δικηγόρου, έναντι λ.χ. των γονιών που το παιδί τους κατηγορείται για ανθρωποκτονία, είναι τεράστια. Ο δικηγόρος θα ζητήσει όσα χρήματα θέλει και θα τα λάβει με όποιον τρόπο το απαιτήσει, με απόδειξη ή χωρίς, ακόμη κι αν οι γονείς (στο παράδειγμα) πρέπει να πουλήσουν το σπίτι τους για να τον πληρώσουν. Κι όσο πιο μεγάλο είναι το διακύβευμα, τόσο μειώνεται (αντιστρόφως ανάλογα) η πιθανότητα να τον καταγγείλουν για φορολογικές παραβάσεις. Στη δεύτερη υποκατηγορία, στην οποία εμπίπτει κυρίως το οργανωμένο έγκλημα, τα ποσά είναι τεράστια (έως και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ανά υπόθεση) και είναι σχεδόν όλα σε μετρητά, για τον απλούστατο λόγο ότι οι κατηγορούμενοι δεν έχουν κανένα κίνητρο, δε θέλουν, αλλά και να ήθελαν δεν μπορούν, πολύ συχνά, να πληρώσουν τραπεζικά. Έτσι, στις υποθέσεις αυτές οι πληρωμές σε μετρητά είναι ο κανόνας και οι τραπεζικές συναλλαγές η εξαίρεση.

Πρακτικά μιλώντας, στις υποθέσεις της δεύτερης κατηγορίας το Κράτος στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Για να είμαι ακριβής, μάλλον καμμιά φορολογική αρχή και με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να συλλάβει αυτό το μέρος της φοροδιαφυγής, η οποία μπορεί να εντοπιστεί μόνο έμμεσα, διά των ελέγχων για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κι αυτό μόνο αν υπάρξει καταγγελία ή γίνει λάθος κατά το «ξέπλυμα». Και είναι αυτή η πραγματικότητα που εξηγεί γιατί οι «μέσοι όροι δε λένε την αλήθεια», όπως γράφει ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος Γιώργος Μάτσος σε ομότιτλο πρόσφατο άρθρο του. Διότι, απλούστατα, από κάθε υπόθεση της τελευταίας κατηγορίας χάνονται τόσα φορολογικά έσοδα όσο από εκατοντάδες, μέχρι και χιλιάδες υποθέσεις των άλλων περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν. Και φυσικά, δεν αναλαμβάνουν όλα τα γραφεία τέτοιες υποθέσεις: είναι ελάχιστα στην πρωτεύουσα, και κατά κανόνα μονοψήφιος αριθμός σε κάθε άλλη πόλη.

Και πάμε, τώρα, στο ουσιαστικότερο σε ό,τι αφορά τους Δικηγόρους. Η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος στην Ελλάδα δε μοιάζει με την άσκηση κανενός άλλου επαγγέλματος, για τον λόγο ότι οι αδιανόητες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δημιουργούν μια ιδιάζουσα κατάσταση που δεν τη βιώνει κανένας άλλος επαγγελματίας ή επιχειρηματίας. Για να χρησιμοποιήσω το προσωπικό μου παράδειγμα, σήμερα, Νοέμβριο του 2023, έχω 9 ανοιχτές δίκες από τη δεκαετία του 2000 (όλες Διοικητικού Δικαίου), μεταξύ των οποίων και η δεύτερη υπόθεση που ανέλαβα ποτέ ως Δικηγόρος, το 2001 (πρόκειται για υποψήφιο διαγωνισμού του ΑΣΕΠ που διεξήχθη το 2000). Για όλες αυτές τις υποθέσεις έχω συνάψει εργολαβικά δίκης, που σημαίνει ότι μέχρι σήμερα δεν έχω λάβει αμοιβή για το αποζημιωτικό τους μέρος. Όχι μόνο επειδή ήμουν νέος και άπειρος, αλλά κυρίως επειδή σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις επρόκειτο για ανθρώπους που δε θα μπορούσαν να πληρώσουν τα δυσθεώρητα ποσά για τις δίκες που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα και εκείνες που ακολουθούν (κάποιες από τις οποίες μάλλον θα συμπέσουν με τη συνταξιοδότησή μου).

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο Δικηγόρος εργάζεται χιλιάδες ώρες χωρίς να πληρώνεται, έχοντας καταφέρει στην ουσία να κάνει μόνο λογιστικές, ας το θέσουμε έτσι, εγγραφές για αβέβαιες μελλοντικές απαιτήσεις, αλλά έχοντας εισπράξει μηδέν εις το ταμείο. Για πολλά χρόνια το χρηματοδοτικό κενό το καλύπτει είτε με τη βοήθεια των γονέων (όταν είναι νέος), είτε με τη συνδρομή της/του συζύγου (όταν εργάζεται), είτε με δανεισμό, καθώς και με πολλές μικρές υποθέσεις που αρκούν ίσα-ίσα για να καλύψει τα προσωπικά και οικογενειακά έξοδα. Και, το κυριότερο, συσσωρεύοντας χρέη. Αυτή είναι η απάντηση στο αδιανόητο ερώτημα της Κυβέρνησης «μα πώς τα βγάζει πέρα με τόσα λίγα». Ο Δικηγόρος που αναλαμβάνει τέτοιες υποθέσεις φυτοζωεί όσο περιμένει να δικάσει, διότι εργάζεται στη χώρα της αρνησιδικίας. Αν πάλι καταφέρει να γίνει Νομικός Σύμβουλος επιχειρήσεων, τότε δηλώνει στην Εφορία τα πάντα, όπως έγραψα παραπάνω. Και περνά τη ζωή του, κρατά το γραφείο ανοιχτό, με την ελπίδα ότι, όσο περνούν τα χρόνια και γίνεται πιο έμπειρος και πιο γνωστός, θα έρθει επιτέλους η πρώτη μεγάλη υπόθεση και αυτό που κάνει θα αρχίσει να αποδίδει. Αν κλείσει, όμως, το γραφείο, τι θα έχει να περιμένει; Και, κυρίως, πώς θα συνεχίσει να δικάζει τις ανοιχτές υποθέσεις, για να λάβει κάποτε την αμοιβή του για τις χιλιάδες απλήρωτες ώρες;

Σκεφτείτε, τώρα, ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν το καλό σενάριο δικηγορίας στην Ελλάδα για τα ατομικά, «μικρά δικηγορικά γραφεία». Διότι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία μάλιστα είναι απολύτως γνωστά στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Οικονομικών (αφού όλα τα στοιχεία από τα γραμμάτια προείσπραξης διαβιβάζονται), οι περισσότεροι Δικηγόροι στην Ελλάδα δεν έχουν κάνει ΟΥΤΕ ΜΙΑ παράσταση στα Δικαστήρια τη χρονιά που μας πέρασε. Πώς ζει ο Δικηγόρος αυτός, αναρωτιέται και πάλι η Κυβέρνηση. Είναι ο Δικηγόρος από τον οποίον ο ιδιώτης θα ζητήσει να του κάνει «καλή τιμή» για να τον διασφαλίσει σε ένα Συμβόλαιο ακινήτου αξίας 300.000€ κι εκείνος θα δεχθεί να λάβει ως αμοιβή 300€, κι ας γνωρίζει ότι ο μεσίτης θα λάβει χωρίς παζάρια 2-3% της αξίας του ακινήτου. Είναι εκείνος που θα δεχθεί να συντάξει μια αίτηση προς το ΑΣΕΠ για 20 ευρώ. Είναι εκείνος που θα συντάξει δήλωση αποδοχής κληρονομιάς για 50 ευρώ. Και ναι, σε πολλές περιπτώσεις όλες αυτές οι μικροσυναλλαγές είναι χωρίς απόδειξη, διότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Το Κράτος δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα της επιβίωσης: του επιβάλλει κεφαλικό φόρο («τέλος επιτηδεύματος») συν φόρο εισοδήματος 9% από το πρώτο Ευρώ, ασχέτως του ότι όλα όσα βγάζει τα ξοδεύει – αναγκαστικά, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς – σε προϊόντα και υπηρεσίες που επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. (άρα φορολογείται ούτως ή άλλως μέσω της κατανάλωσης). Με βάση τα επίσημα στοιχεία, επαναλαμβάνω, από τα γραμμάτια προείσπραξης, αυτός είναι ο μέσος Δικηγόρος στην Ελλάδα, και όχι ο «μεγαλοδικηγόρος» που εμφανίζεται κάθε εβδομάδα στα κανάλια και ζητά προκαταβολή μερικών χιλιάδων ευρώ «για να δει το φάκελο». Αυτός είναι, ταυτόχρονα, ο Δικηγόρος που κάνει κάπως πιο προσιτή για όλους την παροχή νομικών υπηρεσιών – κάτι που προφανώς θα πάψει να ισχύει στο εξής.

Αν πρέπει να υπάρξει ένα γενικό συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω, αυτό είναι πως, από τους διάφορους μύθους που έχουν καλλιεργηθεί όλα αυτά τα χρόνια σε βάρος των Δικηγόρων, ο μεγαλύτερος είναι πως η φοροδιαφυγή στον κλάδο είναι οριζόντια, δηλαδή επιδίδονται σε αυτήν όλοι οι Δικηγόροι, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάθετη, δηλαδή αφορά είδη υποθέσεων, που ανάλογα με την ειδικότητα του κάθε Δικηγόρου και τη φορολογική του συνείδηση, αφορούν άλλον περισσότερο και άλλον λιγότερο. Αυτή είναι και η ουσία, με την οποία το υπό ψήφιση φορολογικό νομοσχέδιο δεν ασχολείται καθόλου. Βάζει στην προκρούστια κλίνη τους πάντες και, όπως συνέβη με το τέλος επιτηδεύματος, έτσι και με τα προταθέντα φορολογικά μέτρα, την αδιαφορία του Κράτους να ασχοληθεί με το πρόβλημα στην ουσία του, και την αδυναμία του να συλλάβει τη μεγάλη φοροδιαφυγή, θα την πληρώσουν, όπως πάντα, οι αδύναμοι και οι φορολογικά συνεπείς.

Google News icon
Ακολουθήστε το Powergame.gr στο Google News για άμεση και έγκυρη οικονομική ενημέρωση!