THEPOWERGAME
Η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να υποστηρίξουν τα «γονατογραφήματα», που έχουν ως προγράμματα για τη διακυβέρνηση του τόπου, είναι να προβάλουν μια σειρά φόρων, με τους οποίους δήθεν θα τα πάρουν από τους πλούσιους και θα τα μοιράσουν στους μη έχοντες.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό με στοιχεία και αριθμούς ότι οι αυξήσεις φόρων στις οποίες αναφέρονται θα προκαλέσουν αλλεπάλληλες ζημίες. Πρώτον στο πορτοφόλι των Ελλήνων πολιτών, δεύτερον στα έσοδα του κράτους, τα οποία αν μειωθούν δεν θα μπορεί η Πολιτεία να στηρίξει τους πολίτες σε περιόδους κρίσης, και τρίτον στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως είχε δεσμευθεί το 2019 -και παρά τις παγκόσμιες κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί-, εφάρμοσε μια στοχευμένη πολιτική, που βασιζόταν στη μείωση των φόρων, την ελάφρυνση των πολιτών από τα πρόσθετα βάρη, τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και την αύξηση των μισθών.
Το πέτυχε; Το λένε οι αριθμοί. Η Ελλάδα από τελευταία είναι πλέον πρώτη στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ, είναι πρωταθλήτρια στις εξαγωγές στην Ευρώπη, έχει σημειώσει ρεκόρ 20ετίας στις άμεσες ξένες επενδύσεις, έχει μειώσει συνολικά την ανεργία κατά σχεδόν 7%, είναι πρώτη στον ρυθμό μείωσης της ανεργίας των γυναικών, τέταρτη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο στον ρυθμό μείωσης της ανεργίας των νέων, έχει αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 20%, αλλά ταυτόχρονα έχει αυξήσει τον μέσο μισθό και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.
Μία από τις βασικές αιτίες που όλα τα παραπάνω έγιναν πραγματικότητα ήταν και οι πάνω από 50 μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, η μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στα φυσικά πρόσωπα από 22% στο 9%, η μείωση του φόρου στα μερίσματα από 10% στο 5%, η μείωση της προκαταβολής φόρου για τα φυσικά πρόσωπα στο 50% και στα νομικά πρόσωπα στο 80%. Οι μειώσεις φόρων δεν δημιούργησαν «τρύπα» στα έσοδα του κράτους, αντίθετα προσέλκυσαν περισσότερες επενδύσεις, οδήγησαν στο άνοιγμα περισσότερων επιχειρήσεων και στη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Με λίγα λόγια, άρχισε να μεγαλώνει η «πίτα». Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους άντεξε η ελληνική οικονομία και κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τις εξωγενείς κρίσεις των τελευταίων ετών.
Έρχονται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και, προσπαθώντας να βρουν τρόπους να απαντήσουν στο πού θα βρουν τα χρήματα για τα μη κοστολογημένα προγράμματά τους, χτίζουν ένα αφήγημα ότι δήθεν θα φορολογήσουν τον πλούτο και θα αποδώσουν τη διαφορά στους μη έχοντες, ξεφουρνίζοντας ότι θα αυξήσουν τον ένα φόρο μετά τον άλλον.
Οι εξαγγελίες αυτές στην πραγματικότητα, εκτός του ότι αφορούν και πλήττουν κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (όπως ο φόρος στα μερίσματα), θέτουν εν αμφιβόλω μια πολιτική η οποία δουλεύει -και θα συνεχίσει να δουλεύει.
Όταν μια επιχείρηση δει ότι αυξάνονται οι φορολογικές της υποχρεώσεις, είναι πιθανό να σταματήσει να προσλαμβάνει εργαζομένους.
Όταν ένας μικρομεσαίος επιχειρηματίας που σχεδιάζει μια επένδυση ή μια επέκταση της επιχείρησης του, η οποία θα δημιουργούσε θέσεις εργασίας, δει ότι το κράτος θα τον φορολογήσει περισσότερο, το πιο πιθανό είναι να την αναστείλει.
Αν κάποιος «στριμωχτεί» από περισσότερους φόρους, δεν αποκλείεται να αναγκαστεί να μειώσει το προσωπικό του.
Μία από τις κεντρικές πολιτικές του Κυριάκου Μητσοτάκη, που εφαρμόστηκε μέσα στα πιο δύσκολα χρόνια, η οποία είχε αποτέλεσμα και θα συνεχίσει να εφαρμόζεται ακόμη πιο εντατικά, βασίζεται στο τρίπτυχο «μειώσεις φόρων – δημιουργία νέων θέσεων εργασίας – καλύτεροι μισθοί για όλους».
Ο άτυπος συναγωνισμός ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για το ποιος θα βάλει τους περισσότερους φόρους είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει περιθώριο να κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω. Γιατί αν το «δέντρο» είναι το μικροπολιτικό παιχνίδι ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΠΑΣΟΚ για το ποιος θα φορολογήσει δήθεν τον πλούτο, το «δάσος» είναι πώς θα συνεχίσουμε να μεγαλώνουμε την «πίτα» για όλους.
Στις 25 Ιουνίου οι πολίτες θα αποφασίσουν αμετάκλητα, ψηφίζοντας για κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία και ισχυρό πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να συνεχιστεί με ακόμα μεγαλύτερη συνέπεια η πολιτική που μειώνει τα βάρη από όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, μεγαλώνει το ΑΕΠ της χώρας, δημιουργεί ακόμα περισσότερες θέσεις εργασίας και αυξάνει τους μισθούς και το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων.