THEPOWERGAME
Όποιος κάνει αναζήτηση στο google με τις λέξεις «πτώση οροφής σχολείου», θα διαπιστώσει ότι υπήρξαν τουλάχιστον 5 σοβαρά περιστατικά τα τελευταία 2 χρόνια. Τα πιο πρόσφατα συνέβησαν στα Τρίκαλα, στις 2 Μαΐου 2023, και τον Βόλο, στις 4 και τις 9 Απριλίου 2023 (σε δυο διαφορετικά σχολεία).
Το αμέσως προηγούμενο συμβάν είχε λάβει χώρα στην Ηγουμενίτσα, στις 11 Οκτωβρίου του 2022, ενώ το σοβαρότερο όλων συνέβη στην Πυλαία τον Νοέμβριο του 2021, όταν χάρη στην παρατηρητικότητα και την επιμονή δασκάλας της 6ης Δημοτικού σώθηκαν οι ζωές 20 παιδιών από την κατάρρευση ψευδοροφής. Από τις φωτογραφίες μετά το συμβάν φαίνεται καθαρά ότι αιτία της κατάρρευσης ήταν η κακή στήριξη (μόνο στα πλάγια, με ελάχιστα σημεία αγκίστρωσης στην οροφή), η οποία δεν ήταν αρκετή ώστε να κρατήσει το βάρος της ψευδοροφής και της μόνωσης που είχε τοποθετηθεί πάνω από αυτήν.
Η πρώτη σκέψη που έρχεται στο μυαλό για το πώς αποφεύχθηκε το δυστύχημα στο σχολείο της Πυλαίας είναι ότι τα παιδιά ζουν «από τύχη», καθώς άλλος εκπαιδευτικός ίσως να μην είχε τη σωτήρια παρατηρητικότητα ή το απαιτούμενο θάρρος να επιμείνει στην απόφαση να μην επιστρέψουν τα παιδιά στην αίθουσα, παρά τις παραινέσεις συναδέλφων για το αντίθετο (όπως αναφέρθηκε στα ρεπορτάζ της εποχής).
Το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στα σχολεία. Επέκταση της αναζήτησης στο Διαδίκτυο φανερώνει ότι καταρρεύσεις οροφών και ψευδοροφών υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν συχνά και σε χώρους νοσοκομείων. Τα πιο γνωστά περιστατικά συνέβησαν στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης και τα ΓΝ Βέροιας, Κιλκίς και Νίκαιας το 2019, στον Ευαγγελισμό τον Ιανουάριο του 2021, και φέτος (μέχρι στιγμής) στην Οδοντιατρική Κλινική του ΑΠΘ και το Νοσοκομείο Ελπίς, στις 29 Μαρτίου. Στα σχετικά δημοσιεύματα για το τελευταίο αυτό γεγονός αναφέρεται ότι «από τύχη» δεν υπήρξαν τραυματισμοί γιατρών, καθώς από την πτώση της οροφής έσπασαν όλα τα έπιπλα που υπήρχαν στον κοιτώνα.
Τη συνδρομή της καλής τύχης, λέγοντας επί λέξει «ζούμε όλοι κατά τύχη», χρησιμοποίησε ως κατακλείδα των δηλώσεών του και ο πρόεδρος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, στο οποίο ξέσπασε πυρκαγιά στις 2 Απριλίου 2023, ημέρα Κυριακή. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Στο εντελώς ακατάλληλο κτίριο, όπου η Πολιτεία επέλεξε να εργαζόμαστε και να στεγάζεται το τρίτο μεγαλύτερο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας (…) έπιασε φωτιά (…) από βραχυκύκλωμα. Στη συνέχεια ο τοξικός καπνός διείσδυσε σε όλους τους χώρους (…).Ο καπνός ανέβαινε από την είσοδο του κτιρίου προς τα πάνω. Τις εργάσιμες ώρες βρίσκονται στο κτίριο περίπου 150 άνθρωποι, μπορεί και περισσότεροι, αναλόγως της ημέρας. Δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου. Δεν υπάρχει σύστημα πυρανίχνευσης ή πυρόσβεσης. Ούτε πιστοποιητικό πυρασφάλειας. Εάν ήταν εργάσιμη μέρα, θα εγκλωβίζονταν μέσα στο κτίριο 150 άνθρωποι, που δεν θα μπορούσαν να αναπνεύσουν, ούτε να βγουν από αυτό».
Τι συμβαίνει, όμως, αν η καλή τύχη… τελειώσει;
Η πρώτη σκέψη είναι ότι θα φταίει η υπουργός Παιδείας αν το δυστύχημα συμβεί σε σχολείο ή ο υπουργός Υγείας αν συμβεί σε νοσοκομείο ή ο υπουργός Δικαιοσύνης αν συμβεί σε δικαστήριο. Ωστόσο, κάποιος που γνωρίζει λίγο καλύτερα την κατανομή των αρμοδιοτήτων θα σπεύσει να παρατηρήσει ότι ο άλλοτε ΟΣΚ, που κατασκεύαζε σχολεία, η άλλοτε ΔΕΠΑΝΟΜ, που είχε ως αρμοδιότητα την κατασκευή νοσοκομείων και ΚΥ, και η πρώην Θέμις Κατασκευαστική, που κατασκεύαζε δικαστήρια (και φυλακές), από το 2013 έχουν συγχωνευθεί υπό τη νέα κρατική επιχείρηση Κτιριακές Υποδομές ΑΕ, η οποία υπάγεται στον έλεγχο του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Άρα, ίσως πει κάποιος άλλος, θα φταίει ο υπουργός Υποδομών. Μόνο που ούτε κι αυτό θα είναι σωστό, πρωτίστως διότι η ΚτΥπ ΑΕ κατασκευάζει (μέσω αναθέσεων σε εργολήπτες δημοσίων έργων) και παραδίδει τα έργα πανέτοιμα προς χρήση, «με το κλειδί στο χέρι». Επομένως, ευθύνη σε αυτήν την πλευρά υπάρχει μόνο όταν αστοχεί κάποιο έργο λόγω σοβαρού προβλήματος στη μελέτη ή την αρχική κατασκευή (κάτι αρκετά σπάνιο, πλέον). Από κει και πέρα, είναι στην αρμοδιότητα των Δήμων να συντηρούν τα σχολεία, των νοσοκομείων να συντηρούν τα κτίριά τους και του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑΧΔΙΚ) να εγκρίνει τη χρηματοδότηση για τη συντήρηση των δικαστικών μεγάρων (σ.σ.: το ποιος μελετά, ποιος αναθέτει και ποιος παραλαμβάνει τις συντηρήσεις είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση).
Με αυτά τα δεδομένα, ας επιστρέψουμε στο πρώτο παράδειγμα, κάνοντας την προφανή ερώτηση: ποιος φταίει για την κατάρρευση των ψευδοροφών στα σχολεία;
Η τόσο απλή στη διατύπωση -και τόσο εύλογη- αρχική ερώτηση δεν είναι παρά η είσοδος σε έναν λαβύρινθο ερωτημάτων, χωρίς απαντήσεις, στα οποία κανείς δεν μπορεί να σχηματίσει γνώμη για το «ποιος φταίει».
- Η τοποθέτηση της ψευδοροφής στο σχολείο της Πυλαίας προβλεπόταν στην αρχική μελέτη; Ήταν μέρος της αρχικής κατασκευής;
- Αν αποφασίστηκε αργότερα (το πιθανότερο), ποιος έλαβε την απόφαση;
- Με βάση ποια τεκμηρίωση για την αρμοδιότητα και την αναγκαιότητα;
- Πώς δημοπρατήθηκε το έργο (με ποιο σύστημα) και πόσο επαρκής ήταν η χρηματοδότηση;
- Ποιος έκανε τη μελέτη κατασκευής, ποιος επέβλεψε, ποιος παρέλαβε το έργο;
- Και το κυριότερο, έγινε επιθεώρηση πριν από την παραλαβή των αφανών εργασιών; Αν όχι, γιατί;
Και προσέξτε, όλα αυτά ενώ μιλάμε για την κατασκευή μιας ψευδοροφής. Όχι, ας πούμε, για σύνθετα κατασκευαστικά έργα ιδιαίτερης τεχνολογίας χωρίς εναλλακτικές, με δικαστικές διαμάχες που εμποδίζουν την εξέλιξη, πολυμερείς χρηματοδοτήσεις που καθυστερούν, σαμποτάζ στο πεδίο και δολιοφθορές.
Η απάντηση σε καθεμιά από τις παραπάνω ερωτήσεις μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς τη νομική, την ηθική και την πολιτική ευθύνη, διάκριση που συνήθως αποφεύγουμε -ή είναι δύσκολο- να κάνουμε. Για παράδειγμα, ηθικά είναι εντελώς διαφορετικό αν επρόκειτο για μια περιττή κατασκευή που δόθηκε από τον δήμαρχο ή τον αντιδήμαρχο έργων σε «γνωστό» εργολάβο με απευθείας ανάθεση ως εκδούλευση, από το να κρίθηκε επιβεβλημένη η κατασκευή ως έσχατη λύση, διότι λ.χ. δεν υπήρχε κανείς άλλος τρόπος για να ζεσταίνονται οι αίθουσες τον χειμώνα σε ένα μη μελετημένο ενεργειακά κτίριο και με ανεπαρκή προϋπολογισμό για καύσιμα. Είναι, ωστόσο, νομικά πολύ δύσκολο να αποδοθούν ευθύνες σε οποιονδήποτε άλλον πλην του κατασκευαστή. Πολιτικά, βέβαια, και στις δυο περιπτώσεις την ευθύνη θα έχει εν τέλει η Δημοτική Αρχή, ακόμη κι αν ηθικά η απόφαση δεν ήταν οπωσδήποτε ηθικά μεμπτή ή ποινικά κολάσιμη.
Ας πάμε, τώρα, από τα «δέντρα» στο «δάσος». Όποιος έχει ασχοληθεί με τα δημόσια έργα, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα (π.χ. ως μηχανικός, δικηγόρος, αιρετός, δημοσιογράφος κλπ), ξέρει ότι η κατασκευή ψευδοροφών, όπως και η εγκατάσταση πυρασφάλειας, είναι από τα πιο φθηνά και λιγότερο περίπλοκα στην κατασκευή έργα -και γι’ αυτό επελέγησαν ως παραδείγματα στο παρόν άρθρο. Ωστόσο, δεν παύουν να κατασκευάζονται σε ένα προβληματικό οικοσύστημα, με συναρμοδιότητες, επικαλύψεις και κενά αρμοδιοτήτων, με ανεπάρκειες και παθογένειες σε όλο το εύρος της διαδικασίας, από τη σύλληψη και τη χρηματοδότηση μέχρι την ολοκλήρωση της κατασκευής, την παραλαβή, τη συντήρηση και τις επιθεωρήσεις.
Aν δούμε το ζήτημα από ακόμη μεγαλύτερη απόσταση, θα διαπιστώσουμε ότι η ασφάλεια των υποδομών δεν αποτελεί εξαίρεση στο πώς λειτουργεί γενικότερα το κράτος μας, όπου κάθε επιμέρους «σύστημα» λειτουργεί σαν ένα κουτί αποκομμένο από τα διπλανά του, χωρίς θεσμοθετημένες διαδικασίες εσωτερικής και γενικής βελτιστοποίησης και χωρίς «συστημικό διάλογο». Για παράδειγμα, έπειτα από κάθε σοβαρό αεροπορικό ατύχημα σε οποιαδήποτε χώρα, εισάγονται αλλαγές που βελτιώνουν την ασφάλεια πτήσεων σε όλον τον κόσμο.
Σε μια χώρα με τέτοια προβλήματα στη δομή και διάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης, όπως η Ελλάδα, δεν θα έπρεπε, αντίστοιχα, να λειτουργεί Σώμα Ασφάλειας Υποδομών, που να επιθεωρεί, να επεμβαίνει ύστερα από καταστροφικά συμβάντα, να διαπιστώνει τα προβλήματα, να βελτιώνει τους κανόνες και τις διαδικασίες, να συντονίζει, να διαχέει την πληροφορία και τελικά να προλαμβάνει ατυχήματα και δυστυχήματα; Στο παράδειγμα των ψευδοροφών, ποιος είναι αρμόδιος να εξετάσει αν ο κατασκευαστής είναι ο ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις ψευδοροφών που καταρρέουν στα σχολεία της Θεσσαλίας; Κι αν ναι, ποιος θα δώσει την εντολή και ποιος θα επιθεωρήσει όλα τα άλλα έργα που έχει παραδώσει ο ίδιος κατασκευαστής και δεν έχουν ακόμη καταρρεύσει, ενδεχομένως και σε άλλες περιφέρειες, ώστε να διαπιστωθούν τυχόν περαιτέρω αστοχίες και να προληφθούν δυστυχήματα;
Όμως, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο αν δούμε το ζήτημα «από ψηλά», αλλά και αν εξετάσουμε το «υπέδαφος» του οικοσυστήματος. Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε κουλτούρα ασφαλείας. Για του λόγου το αληθές, τρία ακόμη παραδείγματα:
- Στη Μεγάλη Βρετανία δεν υπάρχει δημόσιο κτίριο χωρίς πυράντοχες πόρτες που κλείνουν ερμητικά στους διαδρόμους και εμποδίζουν τη μετάδοση της πυρκαγιάς και του καπνού (firedoors). Στις πόρτες υπάρχει πάντοτε η επιγραφή «not to be wedged at any time», δηλαδή να μην εμποδίζεται ποτέ το αυτόματο κλείσιμο, κάτι που τηρείται παντού και απαρεγκλίτως. Στην Ελλάδα, αντίθετα, όπου έχουν εγκατασταθεί πυράντοχες πόρτες (σε έργα της τελευταίας εικοσαετίας) είναι μονίμως ανοιχτές με κάθε διαθέσιμο τρόπο: με σφήνες, καρέκλες, βιβλία, ακόμη και τούβλα.
- Σε όλες τις χώρες της Δύσης που έχω επισκεφθεί (και δεν είναι λίγες), οι δίοδοι και έξοδοι κινδύνου είναι πάντοτε ελεύθερες, ανεξαρτήτως συνθηκών, ακόμη και στα πιο μικρά χωριά. Εδώ, αντιθέτως, στο δικαστικό μέγαρο της Θεσσαλονίκης, ίσως το μεγαλύτερο δικαστικό μέγαρο της χώρας μας, ορισμένοι διάδρομοι-δίοδοι διαφυγής είναι τυφλοί, διότι τους μετέτρεψαν σε γραφεία, και μέχρι πρόσφατα η νότια πύλη (και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη και πιο ελεύθερη έξοδος κινδύνου) ήταν κλειστή με αλυσίδες ΚΑΙ με καθίσματα.
- Στα έργα οδοποιίας στο εξωτερικό, μη εξαιρουμένων των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, τα μέτρα ασφαλείας εργοταξίου τηρούνται απαρέγκλιτα. Στην Ελλάδα, στα έργα εκτός των Εθνικών Οδών, και ιδίως μέσα στις πόλεις, ό,τι γυαλίζει… είναι καλό για πινακίδα, το δε κλείσιμο των δρόμων για παράκαμψη γίνεται με κάθε διαθέσιμο τρόπο (πολύ συχνά με κάδους απορριμμάτων).
Για να παραφράσω το γνωστό τουριστικό μας σλόγκαν, η περιφρόνηση των κανόνων ασφάλειας στην Ελλάδα είναι state of mind.
Αυτή, δυστυχώς, είναι η κατάσταση στη χώρα μας. Το οικοσύστημα των κρατικών υποδομών είναι προβληματικό από τις ρίζες μέχρι την κορυφή. Κι αν είναι ανεδαφικό να υποσχεθεί κάποιος πολιτικός ότι θα τα διορθώσει όλα σε ελάχιστο χρόνο, είναι τρομερά υποκριτικό να υπερτονίζεται η ευθύνη του δημάρχου που επί θητείας του γίνεται το ατύχημα ή δυστύχημα, του περιφερειάρχη ή του υπουργού, ο οποίος, σημειωτέον, βρίσκεται στην κορυφή μιας πυραμίδας με δεκάδες νομικά πρόσωπα και χιλιάδες υπαλλήλους, η δε δουλειά του είναι να λαμβάνει επιτελικές αποφάσεις. Διότι το πρόβλημα δεν προέκυψε από του πουθενά τη μια φορά που έσπασε η στάμνα -για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή δημώδη ρήση. Το πρόβλημα βρισκόταν εκεί και τις 99 φορές που πήγε στη βρύση και «από τύχη» δεν είχε σπάσει.
Αναμφίβολα, ο πολίτης που έχει υποστεί τις συνέπειες ενός ατυχήματος ή δυστυχήματος πονά και γι’ αυτόν τον λόγο είναι δικαιολογημένος ό,τι κι αν πει. Στα μάτια του πολίτη που υποφέρει εξαιτίας ενός τέτοιου ατυχήματος ή δυστυχήματος, το κράτος έχει αποτύχει τόσο συνολικά, όσο και ειδικά. Έχει κάθε δίκιο να το βλέπει έτσι, διότι γι’ αυτόν η καταστροφή δεν είναι διαδικαστική ή θεωρητική. Είναι προσωπική και υπαρκτή και πρέπει να ζήσει με αυτήν την υπόλοιπη ζωή του.
Όμως, ο δημόσιος λόγος που προέρχεται από πολιτικές δυνάμεις δεν επιτρέπεται να εξαντλείται στο πρόσωπο που έχει την πολιτική ευθύνη. Εξάλλου, τα πρόσωπα έρχονται και παρέρχονται. Τα προβλήματα μένουν. Είναι πολύ εύκολο και εντελώς ανέξοδο να απευθύνεται κανείς στο συναίσθημα, αρχίζοντας και τελειώνοντας την υποτιθέμενη, κακώς εννοούμενη, κριτική, σε ένα πολιτικό «άρον, άρον, σταύρωσον» τον υπουργό ή τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο. Το δύσκολο, αλλά και καθήκον ταυτόχρονα, της πολιτικής δύναμης, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, είναι να γίνει μέρος της λύσης με τις κατάλληλες προτάσεις και πρωτοβουλίες. Πολύ δε περισσότερο, όταν έχει υπάρξει μέρος του προβλήματος.