THEPOWERGAME
Με τα κίνητρα που δώσαμε, κατά την τετραετία της διακυβέρνησής μας, καταφέραμε να βελτιώσουμε όλους τους δείκτες αποτελεσματικότητας της οικονομίας. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν αυξήθηκε κατά 25 δισ. ευρώ, το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατά 15 μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 186% το 2018 και 181% το 2019, σε 171% το 2022 και 161% το 2023), οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 45% και η ανεργία μειώθηκε σε επίπεδα, που προσεγγίζουν την προ μνημονίων εποχή.
Οι παραπάνω επιδόσεις αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν αναλογιστεί κανείς ότι επιτεύχθηκαν, παρότι αναγκαστήκαμε να πραγματοποιήσουμε τεράστιες δαπάνες για να αντιμετωπίσουμε τρεις από τις μεγαλύτερες, εξωγενείς κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας μας (πανδημία, ενεργειακή-πληθωριστική κρίση, εξ’ ανατολών επιθετικότητα). Και ενώ, είχαμε παραλάβει έναν παραγωγικό ιστό σε πλήρη απίσχναση, από την ιδεοληπτική και καταστροφική οικονομική πολιτική των προκατόχων μας, που είχε ως βασικά χαρακτηριστικά: την υπέρογκη φορολογία στην εργασία και στο κεφάλαιο και την απροκάλυπτη εχθρότητα για την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η συνετή και αποτελεσματική οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που ακολουθήσαμε μας οδήγησε σε 13 επιτυχημένες αξιολογήσεις από τους θεσμούς και 12 αναβαθμίσεις από τους επενδυτικούς οίκους. Μπροστά μας ανοίγονται, πλέον, σημαντικές προοπτικές, όπως η δυνατότητα απόκτησης, για πρώτη φορά, μετά από το 2010, επενδυτικής βαθμίδας, ενός στόχου που θα καταστήσει τη χώρα μας διεθνή επενδυτικό προορισμό. Με όλα αυτά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, έχει ξεκινήσει η ουσιαστική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, που έρχεται μέσα από το «τρίπτυχο»: αυξημένη παραγωγικότητα, πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές και επενδύσεις και υλοποιείται χάρη στην αλλαγή των κινήτρων στην οικονομία μέσα από την μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών και την αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων.
Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντική η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης, αφού από την αξιοποίησή του θα κινητοποιηθούν επενδύσεις, συνολικού ύψους περί τα 70 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των πόρων του RePowerEU), εκ των οποίων τα 50-55 δισ. ευρώ θα είναι ιδιωτικές. Όταν θα ολοκληρωθούν αυτές οι επενδύσεις, των 70 δισ. ευρώ, ένας τεράστιος τζίρος θα προστεθεί στο ΑΕΠ μας και οι θετικές συνέπειες θα είναι ορατές παντού: όχι μόνο στην εθνική οικονομία, αλλά και στις τοπικές οικονομίες, στην Περιφέρεια και στους Δήμους (θέσεις εργασίας), στους αυτοαπασχολούμενους, στα φορολογικά έσοδα του Κράτους κ.λπ.
Μόνο στο δανειακό σκέλος του «Ελλάδα 2.0» έχουν υποβληθεί, προς το παρόν, επενδυτικά σχέδια, συνολικού προϋπολογισμού άνω των 12 δισ. ευρώ, που αφορούν διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας (βιομηχανία, λιανικό εμπόριο, ηλεκτροπαραγωγικές επενδύσεις – ΑΠΕ, τηλεπικοινωνίες, τουρισμός και υπηρεσίες). Το ύψος των δανειακών συμβάσεων που έχουν, ήδη, υπογραφεί υπερβαίνει τα 5 δισ. ευρώ. Τα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0» συνδυάζονται με όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία (π.χ. ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός νόμος κ.λπ.) και έχουν εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους (επιτόκιο δανεισμού, σταθερό 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες), την ώρα που, διεθνώς, καταγράφεται ραγδαία αύξηση των επιτοκίων και του κόστους κεφαλαίου.
Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη διαγωνισμοί, συνολικής δημόσιας δαπάνης 3,37 δισ. ευρώ, μέσω των οποίων ανατίθενται οι δημόσιες συμβάσεις για την υλοποίηση έργων του «Ελλάδα 2.0», τα οποία αφορούν σε νευραλγικούς τομείς, όπως είναι η υγεία, η ψηφιοποίηση του Δημοσίου, οι αστικές υποδομές, η ενέργεια κ.λπ. Η συνέπεια και η συνέχεια στις πολιτικές και στις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζουμε θα μας επιτρέψει να καταστήσουμε την Ελλάδα, μέσα στην επόμενη τετραετία, παράδειγμα ανάπτυξης και οικονομικής επιτυχίας στην Ευρώπη.
«Κλειδί» για όλα αυτά είναι, προφανώς, το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Για τις 21 Μαΐου το δίλημμα που ανοίγεται μπροστά μας είναι ξεκάθαρο: οπισθοδρόμηση, ακυβερνησία και πειραματισμοί, έναντι πολιτικής σταθερότητας, μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης.