THEPOWERGAME
Στη σύγχρονη εποχή, των ολοένα αυξανόμενων εναλλακτικών πηγών πρωτεϊνών προς κατανάλωση, το κοτόπουλο αναδεικνύεται ως ο απόλυτος κυρίαρχος της παγκόσμιας ζωικής παραγωγής παγκοσμίως. Το αποτέλεσμα αυτό αποδεικνύεται από την έκθεση του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), σε συνεργασία με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), όσον αφορά την προβλεπόμενη ζωική παραγωγή και κατανάλωση στη δεκαετία 2021-30. Για την πληρέστερη αντίληψη των παγκόσμιων ισορροπιών στη ζωική παραγωγή, όπως αυτές διαφαίνονται μεσοπρόθεσμα, απαραίτητη είναι η εμβάθυνση σε σημεία-κλειδιά της παραπάνω έκθεσης, εστιάζοντας στην παραγωγή και την κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών.
Παραγωγή
Η κατανάλωση πρωτεϊνών ζωικής προέλευσης προβλέπεται να αυξηθεί κατά 14% παγκοσμίως συγκριτικά με περίοδο 2018-2020, κυρίως λόγω της πληθυσμιακής έκρηξης και της ανόδου του μέσου εισοδήματος, κατά κύριο λόγο σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών η διαθεσιμότητα ζωικής πρωτεΐνης από βοδινό, χοιρινό, κοτόπουλο και πρόβειο κρέας αναμένεται να αυξηθεί κατά 5,9%, 13,1%, 17,8% και 15,7% αντίστοιχα μέχρι το 2030 (σχήμα 1). Σύμφωνα με το γράφημα, το κοτόπουλο κυριαρχεί ποσοτικά και αναμένεται να αντιπροσωπεύσει το 41% του συνόλου της παραγόμενης ζωικής πρωτεΐνης παγκοσμίως, 2 μονάδες πάνω συγκριτικά με την περίοδο 2018-2020. Εντούτοις, το μερίδιο που αντιστοιχεί στα υπόλοιπα ζωικά είδη αναμένεται να είναι μικρότερο: χοιρινό 34%, βοδινό 20% και πρόβειο 5%. Συγκεκριμένα, η παραγωγή χοιρινού κρέατος αναμένεται να φθάσει τους 127ΜΤ έως το 2030, καταγράφοντας άνοδο κατά 13% έναντι της περιόδου 2018-2020, κατά την οποία υπήρξε έξαρση της νόσου της αφρικανικής πανώλης των χοίρων (ΑΠΧ) στην Κίνα, στις Φιλιππίνες και στο Βιετνάμ, κυρίως, με οδυνηρές επιπτώσεις στην παγκόσμια παραγωγή χοιρινού κρέατος. Η αναμενόμενη αύξηση της παραγωγής χοιρινού κρέατος θα είναι αποτέλεσμα της εκβιομηχανοποίησης της χωρικής χοιροτροφίας στις περιοχές αυτές, ωστόσο στην Ευρώπη διαφαίνεται μικρή μείωση, κυρίως λόγω του κόστους παραγωγής και της δημόσιας ανησυχίας όσον αφορά το αυξημένο περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα. Μετέπειτα, η παραγωγή βοδινού κρέατος προβλέπεται να αυξηθεί επίσης στους 75 MΤ έως το 2030, μόλις 5,8% υψηλότερο από την περίοδο 2018-2020. Η μικρή άνοδος οφείλεται στην αναιμική ζήτηση βοδινού κρέατος από τους καταναλωτές. Ωστόσο, σημαντική ζήτηση αναμένεται να εντοπιστεί στην Υποσαχάρια Αφρική, εξαιτίας της πληθυσμιακής διόγκωσης. Στις ίδιες περιοχές αναμένεται επίσης η μεγαλύτερη άνοδος στην παραγωγή πρόβειου κρέατος, η οποία θα εντοπίζεται στην Κίνα, το Πακιστάν και την Ινδία. Συνολικά, η Κίνα αρχικά και δευτερευόντως η Βραζιλία και οι ΗΠΑ, προβλέπεται να αποτελέσουν τις κύριες πηγές παραγωγής ζωικού κρέατος, πάρα την έξαρση της ΑΠΧ στην Κίνα το 2019. Παράλληλα, στην Ευρώπη το χαμηλότερο παραγωγικό κόστος σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία αναμένεται να προσελκύσει επενδυτικά οχήματα για την περαιτέρω ενίσχυση της ζωικής παραγωγής εντός Ευρώπης.
Κατανάλωση
Η πληθυσμιακή έκρηξη είναι το κύριο αίτιο αύξησης της κατανάλωσης κρέατος, που αναμένεται να σημειώσει άνοδο κατά 30% στην Αφρική, 18% σε Ασία και Ωκεανία, 12% στη Λατινική Αμερική, 9% στη Βόρεια Αμερική και μόλις 0,4% στην Ευρώπη. Μία ξεκάθαρη απεικόνιση της παραπάνω τάσης αποτυπώνεται στο σχήμα 2. Η κατανάλωση κοτόπουλου αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ τα υπόλοιπα ζωικά είδη, φθάνοντας τους 152 ΜΤ παγκοσμίως κατά την προβλεπόμενη περίοδο, αναλογώντας στο 52% της επιπρόσθετης καταναλισκόμενης ζωικής πρωτεΐνης. Οι καταναλωτές ελκύονται εξαιτίας του χαμηλότερου κόστους και της υψηλής διατροφικής αξίας που παρέχει ως προϊόν, με χαμηλά λιπαρά και υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών, και επίσης διαδραματίζει κεντρικό ρόλο σε εθνικές δίαιτες αρκετών πολυπληθών κρατών, όπως η Ινδία και η Κίνα. Παράλληλα, η παγκόσμια κατανάλωση χοιρινού κρέατος αναμένεται να φθάσει τους 152 ΜΤ μέσα στη δεκαετία, αντιστοιχώντας στο 33% της συνολικής κατανάλωσης ζωικού κρέατος.
Στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, ωστόσο, διαφαίνεται πτωτική τάση, κυρίως εξαιτίας των διαφοροποιήσεων της πληθυσμιακής τους σύστασης, ευνοώντας την κατανάλωση κοτόπουλου. Από την άλλη, η κατανάλωση βοδινού, η οποία άρχισε σταδιακά να μειώνεται από το 2007, προβλέπεται να ελαττωθεί ακόμη 5% έως το 2030, με μοναδική εξαίρεση την Ασία, όπου αναμένεται μικρή άνοδος στην κατά κεφαλήν κατανάλωση, ιδίως στην Κίνα. Χώρες της Αμερικής με παραδοσιακή προτίμηση στην κατανάλωση βοδινού κρέατος αναμένεται να εμφανίσουν πτώση στην κατά κεφαλήν κατανάλωσή του, για παράδειγμα Αργεντινή (-7%), Βραζιλία (-6%), ΗΠΑ (-1%), και Καναδάς (-7%), προς όφελος του κοτόπουλου. Επίσης, η κατανάλωση πρόβειου κρέατος αναμένεται να αυξηθεί, φτάνοντας τους 18 MΤ παγκοσμίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, αντιστοιχώντας στο 6% της επιπρόσθετης καταναλισκόμενης ζωικής πρωτεΐνης. Σε πολλές χώρες της Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, αν και το πρόβειο αποτελεί παραδοσιακό τμήμα της τοπικής κουζίνας, η κατά κεφαλήν κατανάλωσή του αναμένεται να μειωθεί μακροπρόθεσμα, ενώ αυτή του κοτόπουλου να αυξηθεί. Επίσης, το διεθνές εμπόριο θα διογκωθεί περαιτέρω, προς ανταπόκριση των ολοένα αυξανόμενων καταναλωτικών αναγκών χωρών της Ασίας και της Εγγύς Ανατολής, όπου η εγχώρια παραγωγή αδυνατεί να καλύψει επαρκώς τις μεγάλες απαιτήσεις σε κρέας.
Συμπέρασμα
Οι διατροφικές τάσεις που δεσπόζουν στον δυτικό κόσμο σήμερα διαμορφώνονται σημαντικά από τη διασφάλιση της ευζωίας των «παραγωγικών» ζώων στα σύγχρονα βιομηχανοποιημένα υπερεντατικά συστήματα εκτροφής, καθώς και του περιβαλλοντικού αντικτύπου τους. Ο αναδυόμενος σκεπτικισμός που επικρατεί όσον αφορά τις υποτιθέμενες μεθόδους που περιλαμβάνονται στην παραγωγική διαδικασία και η σταδιακή αποστροφή στο κόκκινο κρέας οδηγούν τους καταναλωτές προς το λευκό κρέας, με κύριο εκπρόσωπο το κοτόπουλο. Η πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρείται σε χώρες της ανατολής, σε συνδυασμό με την άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε αρκετές από αυτές και φυσικά τις θρησκευτικές νόρμες, επίσης θέτουν την πτηνοτροφία στο προσκήνιο. Στο πλαίσιο της παραγωγής, από την άλλη, ο ευνοϊκός δείκτης μετατρεψιμότητάς του συγκριτικά με τα υπόλοιπα ζωικά είδη, συνδυαστικά με τον σύντομο παραγωγικό κύκλο, επιτρέπουν στους παραγωγούς να ανταποκριθούν ταχύτερα στις συνεχείς διαφοροποιήσεις της αγοράς. Παράλληλα, η συμβολή της πτηνοτροφίας είναι ενδεικτική και στο περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα της ζωικής παραγωγής, καθώς αναμένεται αύξηση μόλις 5% εκπομπών μεθανίου που απορρέουν από τα συστήματα εκτροφών έως το 2030, συγκριτικά με την περίοδο 2018-2020. Όπως φαίνεται και από την έκθεση, τα κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης μέσο και μακροπρόθεσμα εντοπίζονται σε Ασία και Αφρική, με αρκετές χώρες να αδυνατούν να επιτύχουν αυτάρκεια. Κατά συνέπεια, απαιτείται στήριξη της βιωσιμότητας αρχικά της εγχώριας πτηνοτροφίας, ώστε να εξελιχθεί σε βασικό γρανάζι της εθνικής οικονομίας και σε μία από τις κύριες εξαγωγικές δυνάμεις μελλοντικά.