THEPOWERGAME
Με αφορμή το πρόσφατο γεγονός της έξωσης της ηλικιωμένης, με απόλυτα απεχθή και απαράδεκτο τρόπο, που τόσες δημιούργησε αντιδράσεις, ακολουθούν λίγες σκέψεις σχετικά με το δύσκολο πρόβλημα των τραπεζικών δανείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν απ’ αυτά. Πρώτα τα βασικά:
Οι συμβάσεις πρέπει να τηρούνται -πάγια και θεμελιώδης αρχή των συναλλαγών, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν συναλλαγές, εμπόριο, οικονομία. Δεν μπορεί να επικαλείται ο καθένας το πρόβλημά του για να μην τηρήσει τη συμφωνία που υπέγραψε ή για να μεταβάλει μονομερώς τους όρους. Όποιες και να είναι οι αποκλίσεις για ειδικές περιπτώσεις, η αρχή αυτή δεν τίθεται ποτέ υπό αμφισβήτηση.
Οι τράπεζες είναι οικονομικοί οργανισμοί που, εκ της φύσης της εργασίας τους, μπορούν να επιβιώσουν μόνο μέσω της εμπορίας χρήματος. Αγοράζουν το χρήμα φτηνά (με τα επιτόκια καταθέσεων) και το πουλάνε ακριβά (με τα επιτόκια δανεισμού). Όμως για να καρπωθούν αυτή τη διαφορά, που είναι το βασικό τους έσοδο, θα πρέπει να εισπράττουν τα τοκοχρεολύσια από τα δάνεια που έχουν χορηγήσει. Σε άλλη περίπτωση (π.χ. εάν υπάρξει μια πολιτική απόφαση να χαριστούν μαζικά κάποιες κατηγορίες δανείων), η ύπαρξή τους τίθεται σε κίνδυνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική οικονομία. Εκτός βέβαια εάν υπάρξουν άλλες ρυθμίσεις και το κόστος μετακυληθεί κάπου αλλού.
Είναι λογικό και αναμενόμενο, σε κάθε οικονομική συγκυρία, να υπάρχουν επισφάλειες. Δηλαδή δανειολήπτες που για οποιονδήποτε λόγο (συνήθως ανεξάρτητο της θελήσεώς τους) βρίσκονται σε αδυναμία αποπληρωμής των οφειλών τους. Όμως, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προϋπολογισμένο από την τράπεζα και καλύπτεται αφενός από τις (συνήθως εμπράγματες) εξασφαλίσεις που έχουν ληφθεί κατά τη σύναψη του δανείου και αφετέρου, για ό,τι δεν μπόρεσε να καλυφθεί, από τα κέρδη που αποκόμισε συνολικά η τράπεζα μέσω του περιθωρίου που επιβάλλει στα επιτόκια δανεισμού για να καλύψει αυτές τις περιπτώσεις. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτές οι προϋπολογισμένες επισφάλειες δεν αποτελούν ούτε έκπληξή ούτε κίνδυνο για τις τράπεζες, αλλά αντιμετωπίζονται ως υποθέσεις ρουτίνας από τις υπηρεσίες τους (τις διευθύνσεις καθυστερήσεων).
Αυτά είναι τα βασικά, το Commercial Banking 101, που θα λέγαμε σε πιο σύγχρονη ορολογία. Είναι αυτά που ισχύουν υπό ομαλές συνθήκες, όταν η αγορά λειτουργεί με σταθερό και προβλέψιμο τρόπο, μέσα σε λογικού εύρους διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Ας πάμε τώρα στα πιο δύσκολα, εκεί που οι βασικές παραδοχές δεν φθάνουν για να μας δώσουν απαντήσεις στα ζητήματα που τίθενται μετ’ επιτάσεως.
Τι κάνουμε όταν βρεθούμε μπροστά σε μια οικονομική καταστροφή; Πώς αντιμετωπίζουμε μια «αλλαγή παραδείγματος», μια ανατροπή των βασικών προϋποθέσεων λειτουργίας της αγοράς, μια χρεοκοπία που επιφέρει ανακατανομή πόρων και βαρών σε διαστάσεις εθνικής κλίμακας; Θα μείνουμε προσκολλημένοι στις βασικές μας αρχές, στους νόμους της νομισματικής ορθοδοξίας, στη θεωρία αποφυγής του moral hazard, στη λογική της επιβράβευσης των προνοητικών και της τιμωρίας των επιπόλαιων, στην πεποίθηση ότι η αγορά θα εκτελέσει από μόνη της τη δημιουργική καταστροφή που απαιτείται ώστε να καταλήξουμε σε μια πιο υγιή οικονομία; Ή θα προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπους μετρίασης των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης, επέκτασης μέσα στον χρόνο των δυσμενών συνεπειών και συγχρόνως στήριξης του πιστωτικού συστήματος, παραβιάζοντας όμως τις αρχές μας;
Εδώ τίθενται σημαντικά ζητήματα, τόσο ηθικά όσο και πρακτικά. Οι πρώτες αντιδράσεις που είδαμε στη χώρα μας όταν ξεκίνησε η παρούσα κρίση αφορούσαν απ’ τη μία πλευρά την επίρριψη ευθυνών στους άφρονες δανειολήπτες («τα διακοποδάνεια που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία») και απ’ την άλλη την απαίτηση μαζικής αθέτησης των υποχρεώσεών τους («δεν πληρώνω, να πληρώσουν αυτοί που τα φάγανε»). Ακολούθησαν η προστασία της πρώτης κατοικίας με οριζόντιο τρόπο και οι ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Και μετά, πρακτικά, η ανυπαρξία τραπεζικού συστήματος, με τις γνωστές επιπτώσεις στη διάρκεια και στο βάθος της κρίσης. Τί ισχύει, λοιπόν; Ποια είναι η πραγματικότητα;
Σαφώς, έχουν ευθύνη οι δανειολήπτες. Κακώς υπερεκτίμησαν τις δυνατότητές τους, μη προβλέποντας και την πιθανότητα αρνητικής συγκυρίας και αναστροφής της οικονομικής συγκυρίας. Το ερώτημα βέβαια είναι: μπορούσαν να την προβλέψουν, ειδικά όταν αυτοί που είχαν την ευθύνη της διαχείρισης της οικονομίας δεν το έκαναν; Σε μεγάλο βαθμό, όχι, αλλά αυτό δεν απαλείφει (τουλάχιστον όχι πλήρως) την ευθύνη τους έναντι των υποχρεώσεων που ανέλαβαν.
Είναι οι μόνοι υπεύθυνοι; Φυσικά όχι, διότι αν οι απλοί πολίτες δεν εκτίμησαν σωστά τις δυνατότητές τους σε περίπτωση αλλαγής της συγκυρίας, το ίδιο ακριβώς λάθος έκαναν και οι τράπεζες, οι οποίες -αν και είχαν πολύ καλύτερη πληροφόρηση για την πορεία της οικονομίας- ασκούσαν μάλιστα επιθετική πολιτική προσέλκυσης πελατών και χορήγησης δανείων, για να αυξήσουν τα μεγέθη τους και κατ’ επέκταση το εταιρικό shareholders value τους («γιατί πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε volume», όπως μου έλεγε γνωστός τραπεζίτης της εποχής). Για να μην πάμε στις περιπτώσεις καθαρής παραπλάνησης των δανειστών, όπως συνέβαινε όταν πρότειναν στους πελάτες τους να δανειστούν σε ελβετικό φράγκο («για να κερδίσεις από τα πολύ χαμηλά επιτόκια»), εκθέτοντάς τους σε συναλλαγματικό κίνδυνο και ενεργώντας κατά παράβαση κάθε καθιερωμένης (και επιπλέον υποχρεωτικής) τραπεζικής δεοντολογίας.
Δύο σημειώσεις εδώ.
Σε αντίθεση με τους σκληροπυρηνικούς τού «ας πρόσεχαν», ο νομοθέτης και οι ρυθμιστικές αρχές έχουν προβλέψει την ύπαρξη σαφών κανόνων σχετικά με τα προϊόντα που μπορείς να προτείνεις και τους κινδύνους στους οποίους μπορείς να εκθέσεις τους πελάτες σου, ανάλογα με τις γνώσεις του καθενός. Κανόνες που αποτυπώνονται στα διάφορα «prudent man rules», τα οποία παραβιάστηκαν σημαντικά τα προ κρίσης χρόνια.
Επίσης, η λήψη εξασφαλίσεων δεν είναι η απόλυτη λύση για τις τράπεζες, διότι, όπως λένε και τα στοιχειώδη εγχειρίδια πιστοδοτήσεων, τα δάνεια πρέπει να αποπληρώνονται από λειτουργικές πηγές και όχι από τις τυχόν εξασφαλίσεις (κυρίως προσημειώσεις και υποθήκες επί ακινήτων), που αποτελούν τη δεύτερη γραμμή άμυνας και θα απαιτήσουν χρόνια για να ρευστοποιηθούν.
Έχουμε λοιπόν εδώ μια κλασική περίπτωση συνυπευθυνότητας, που πρέπει να λυθεί με επιμερισμό των βαρών και των ζημιών. Στον οποίο επιμερισμό θα πρέπει να συνυπολογιστεί το τεράστιο κόστος που ανέλαβε συνολικά η κοινωνία για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών. Διότι «τζάμπα» δεν γίνεται τίποτα -πάντα κάποιος πληρώνει το κόστος, είτε αυτό είναι εμφανές είτε κρυμμένο.
Πρακτικά, η λύση που προκρίθηκε (σε συνδυασμό με την κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας) ήταν η πώληση πακέτων δανείων μαζί με τις εξασφαλίσεις τους σε ειδικά funds που θα τα διαχειρίζονταν και θα εισέπρατταν το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό των οφειλών. Στην πορεία είδαμε πόσο προβληματική είναι αυτή η πρακτική: πωλήσεις σε εξευτελιστικές τιμές προς εμφανείς ή αφανείς «ημετέρους» (όχι μόνο σημερινούς, αλλά εξαρχής του συστήματος αυτού), αχαρακτήριστη άρνηση των τραπεζών να διαπραγματευτούν με τους δανειολήπτες με επίκληση της αδυναμίας διαχείρισης on a retail basis των δανείων, νομικά προβλήματα των funds να ρευστοποιήσουν τις εξασφαλίσεις και, πάνω απ’ όλα, σοβαρό κοινωνικό και ηθικό ζήτημα.
Σο άμεσο μέλλον προβλέπονται χιλιάδες πλειστηριασμοί -έχει δηλαδή προκριθεί η λογική της μόνης ευθύνης του δανειολήπτη. Δεν είναι δυνατό να υλοποιηθεί αυτή η λύση, να μαζικοποιηθούν οι πλειστηριασμοί, προκαλώντας κάθε φορά συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, που τελικά θα οδηγήσουν στη χρήση βίας. Είναι κοινωνικά επιζήμιο και πολιτικά ανέφικτο. Ούτε είναι εφικτό να βγουν στον δρόμο χιλιάδες οικογένειες -ακόμη και πρακτικά να το δούμε, η διαχείριση χιλιάδων οικογενειών «στο πεζοδρόμιο» θα κοστίσει περισσότερο από τη διατήρησή τους στα σπίτια τους. Γι’ αυτό, το σύστημα θέλει επειγόντως διόρθωση. Η πρώτη κατοικία πρέπει να προστατεύεται, θεσπίζοντας όμως πολύ αυστηρά και ρεαλιστικά κριτήρια, ώστε να αποφεύγεται όσο είναι δυνατόν η κατάχρηση. Άλλη λύση δεν υπάρχει, ούτε πρακτικά ούτε ηθικά.