THEPOWERGAME
Μπορεί όλες αυτές οι τρομακτικές ιστορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας εδώ και πάνω από έναν χρόνο για τη συστηματική ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων να προκαλούν δυσφορία και αγανάκτηση, αλλά ήταν πάντα μέρος της σκοτεινής πλευράς της κοινωνίας. Τουλάχιστον τώρα πια δεν παραμένουν στο περιθώριο και αποκαλύπτονται σε όλη τους την έκταση. Και αυτό οφείλεται στο θάρρος και τη γενναιότητα όλων των θυμάτων, που βρήκαν το κουράγιο να μιλήσουν για τη φρίκη που έχουν βιώσει μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, μεταμφιεσμένο ως «φιλάνθρωπο» και «οικείο».
Χάρη σε αυτές τις καταγγελίες, υπάρχει ελπίδα για τα ανήλικα θύματα να μη ζουν πια με μια βαθιά αίσθηση του άδικου, της ντροπής και του διαρκούς φόβου για τα πάντα και τους πάντες.
Διότι αυτό που παραβλέπει η κοινή γνώμη, η οποία πολλές φορές αντιμετωπίζει τα θύματα με επιφυλακτικότητα ή ακόμα και καχυποψία, είναι το κουράγιο που χρειάζεται κανείς για να διαμαρτυρηθεί δημόσια, χωρίς να είναι εκ των προτέρων βέβαιο πως θα βρει έστω την παραμικρή ανταπόκριση.
Τα παιδιά που είναι ή έχουν υπάρξει θύματα παιδεραστίας ή γενικά κακοποιητικής συμπεριφοράς δίνουν καθημερινά μια πάλη επιβίωσης. Ουδέποτε απέκτησαν την αίσθηση της ασφάλειας που έχει οικειοποιηθεί η πλειονότητα του κόσμου από τα παιδικά χρόνια, ζουν στα βάθη μιας βουβής διαμαρτυρίας επί σειρά ετών και, εάν βρουν το θάρρος να μιλήσουν, εισπράττουν και την προκατάληψη της κοινωνίας.
Και τι δεν έχουμε ακούσει τελευταία σε ανεπίσημες συζητήσεις για τη «σκοπιμότητα της νεαρής αθλήτριας, που έκατσε στον προπονητή της για να έχει τη εύνοια του» ή «για τα οφέλη που επιδίωκαν τα αγοράκια από τον δάσκαλό τους και του έκαναν τα χατίρια» ή «για τα παιδιά από αρρωστημένες οικογένειες, που δεν έχουν καμία ελπίδα να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία» ή ακόμη «πως η φυλακή για τους θύτες δεν είναι τιμωρία, διότι αυτό που χρειάζονται είναι θεραπεία». Ο παραλογισμός αυτός απεικονίζει τη βάρβαρη αδιαφορία ή ακόμη και την αμηχανία σε ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα, όπως είναι η κακοποίηση ανηλίκων.
Είναι μια άβολη αλήθεια, αλλά ένα στα πέντε παιδιά είναι θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης στην Ευρώπη. Και αυτά τα θύματα, ανεξάρτητα από το κοινωνικό και το οικονομικό υπόβαθρο, καλούνται να δώσουν μάχη για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τους στον κόσμο και να συμμαζέψουν τη θρυμματισμένη αξιοπρέπειά τους, ώστε να μιλήσουν ανοικτά για την παρενόχληση που υπέστησαν ή για τον βιασμό τους. Πάνω απ’ όλα, δικαιούνται αναγνώριση για το θάρρος τους.
Όση, όμως, πρόοδο κι αν έχει κάνει η κοινωνία, δεν έχει απελευθερωθεί τόσο ώστε βουτήξει τόσο βαθιά στην ασχήμια της ανθρώπινης φύσης και να την αντικρίσει κατάματα. Μπορεί ο άνθρωπος να έχει κάνει τομές στην Ιατρική επιστήμη ή την εξερεύνηση του Διαστήματος, αλλά τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης έχουν ακόμη τη ρετσινιά της ντροπής. Αντί να τα αγκαλιάσει η κοινωνία, τα περιθωριοποιεί, διότι βρέθηκαν άθελά τους σε ένα σκοτεινό μέρος.
Σε αυτήν τη ρετσινιά εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι θύτες για να δρουν ανενόχλητοι. Ασπίδα προστασίας τους είναι η ντροπή, ο φόβος και η διαστροφή του φυσιολογικού που προκαλούν στα θύματά τους. Σκοπός τους είναι να ισοπεδώνουν κάθε ψήγμα αυτοεκτίμησης στους πιο αδύναμους, για να τους εξουσιάζουν και να τους ελέγχουν. Η απόλυτη διάβρωση της παιδικής ψυχής είναι το βασικό τους όπλο. Όποιος θεωρεί πως το σεξουαλικό έγκλημα έχει μόνον την απόλαυση ως κίνητρο, επιλέγει να παραβλέπει το μέγεθος του προβλήματος.
Το αντεπιχείρημα είναι πως κάποιοι από τους θύτες-σαδιστές έχουν υπάρξει, κατά πάσα πιθανότητα, κι εκείνοι θύματα ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης σε παιδική ή εφηβική ηλικία. Δεν χωρά αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά δεν εξελίσσονται όλα τα θύματα σε σεξουαλικά ανώμαλους ανθρώπους, που με δόλο προσελκύουν ανυποψίαστα παιδιά σε ανήθικες πράξεις, κτίζοντας επιμελώς και με μεθοδικότητα ένα κοινωνικό προφίλ για να αποκρούουν κάθε υποψία. Επίσης, η σεξουαλική εγκληματικότητα δεν γνωρίζει ούτε κοινωνικούς ούτε οικονομικούς φραγμούς. Για τους θύτες είναι συνειδητή επιλογή.
Οι αποκαλύψεις της Καμίγ Κουσνέρ, κόρης του ιδρυτή των «Ιατρών χωρίς Σύνορα», Μπερνάρ Κουσνέρ, μιλά για τη συστηματική σεξουαλική κακοποίηση του δίδυμου αδελφού της από τον πατριό τους στο βιβλίο «La Familia Grande: A Memoir» (Η Μεγάλη Οικογένεια), το οποίο συντάραξε την υψηλή κοινωνία της Γαλλίας. Οι μαρτυρίες της ενισχύουν την πεποίθηση πως ένας θύτης κτίζει σκόπιμα και συνειδητά τον ρόλο του ως εγκάρδιου γείτονα, εθελοντή σε δομή φιλοξενίας ανήλικων παιδιών, ευυπόληπτου καρδινάλιου ή μεγαλύτερου και πιο «υπεύθυνου» αδελφού, θείου ή ακόμη και πατέρα…
Αυτή η υποκρισία είναι ίσως ένα από τα πιο τραυματικά στοιχεία για ένα θύμα. Την πρόκληση επιβίωσης περιέγραψε στο βιβλίο «Fear» του Ράνολφ Φάινς ο Τζέιμς Ρόουντς, Βρετανοϊσπανός πιανίστας και ακτιβιστής για την προστασία ανηλίκων. Θύμα κατ’ επανάληψη βιασμού από τον προπονητή του όταν ήταν έφηβος, είχε περιγράψει την ψυχοσύνθεσή του ως εξής: «Είμαι καλωδιωμένος για το χειρότερο, πιστεύω σε κάθε αρνητική φωνή στο μυαλό μου και περιμένω να μου συμβούν φρικτά πράγματα. Ο πόλεμος είναι η καλύτερη περιγραφή της καθημερινότητάς μου. Υπάρχουν παντού απειλές, δεν μπορείς να χαλαρώσεις, πορεύεσαι σε μόνιμη κατάσταση αδρεναλίνης και τρόμου».
Ο Ρόουντς, όπως και ο επενδυτικός τραπεζίτης Ντέιβιντ Τέιτ, ένας ακόμη άντρας που παραδέχτηκε δημοσίως πως παιδί ήταν θύμα βιασμού, δεν έκρυψαν τις άβολες λεπτομέρειες των τραυματικών εμπειριών τους και προχώρησαν με τη ζωή τους. Είναι μια μοναχική πάλη για να αλλάξει προοπτική ένα θύμα, καθώς το ψυχολογικό ταξίδι πάει πολύ πίσω στον χρόνο. Όλοι οι υπόλοιποι, μπορούμε απλώς να παραδεχτούμε τη δύναμη της ψυχής τους.