THEPOWERGAME
Mέχρι να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός στο 2% από το 10,7% που βρίσκεται σήμερα στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίζει «να ανεβάζει» τα επιτόκια. Αυτό σημαίνει πώς οι αυξήσεις θα συνεχιστούν για την επόμενη διετία, επηρεάζοντας τις δανειακές υποχρεώσεις πολιτών και επιχειρήσεων, αλλά και καθιστώντας τη λήψη νέων δανείων ακριβότερη.
Όσον αφορά τους πολίτες, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι στα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου η αποπληρωμή θα είναι όλο και ακριβότερη. Όσον αφορά τα υφιστάμενα δάνεια σταθερού επιτοκίου, αυτά δεν επηρεάζονται, όμως επηρεάζεται η χορήγηση νέων δανείων με σταθερό επιτόκιο, η λήψη των οποίων θα είναι ακριβότερη.
Οι δανειολήπτες με χαμηλά εισοδήματα ενέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο όσον αφορά την πιστοληπτική τους ικανότητα, καθώς αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, όμως ο μισθός τους παραμένει σταθερός και η αγοραστική τους δύναμη λόγω του πληθωρισμού παρουσιάζει μείωση.
Λόγω των παραπάνω συνθηκών, αναμένουμε ραγδαία αύξηση της ζήτησης για λήψη δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία άλλωστε είναι γνωστό ότι είναι χαμηλότοκα. Το μεσοσταθμικό επιτόκιο των συγκεκριμένων δανείων διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή σε 1,1% και η μέση διάρκεια αποπληρωμής τους είναι στα 11 έτη.
Τα ακριβότερα δάνεια έχουν επηρεάσει όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ για τον Οκτώβριο 2022, τα πιστωτικά πρότυπα που θέτουν οι τράπεζες για τη λήψη χρηματοδότησης έγιναν πιο αυστηρά για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Είναι γεγονός πως σε περιόδους ενισχυμένης αβεβαιότητας «σφίγγει» o κλοιός των τραπεζικών κριτηρίων. Τον Οκτώβριο του 2022 η ζήτηση δανείων από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αυξήθηκε. Το γεγονός αυτό οφείλεται στις χρηματοδοτικές ανάγκες των επιχειρήσεων για κεφάλαιο κίνησης, στο πλαίσιο του διογκωμένου κόστους παραγωγής. Ωστόσο, η ζήτηση δανείων από τα νοικοκυριά μειώθηκε, σε ένα πλαίσιο υψηλότερων επιτοκίων και χαμηλότερης εμπιστοσύνης.
Για το τέταρτο τρίμηνο του 2022 οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένουν μείωση της ζήτησης δανείων από τις επιχειρήσεις. Για τα νοικοκυριά, αναμένουν περαιτέρω μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων και μικρότερη, αλλά ακόμα σχετικά ισχυρή, μείωση της ζήτησης καταναλωτικής πίστης.