THEPOWERGAME
Πέρα από τις προφανείς, άμεσες συνέπειες της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, όπως είναι η αύξηση των τιμών ρεύματος, φυσικού αερίου και πετρελαίου για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς και η συνεπαγόμενη αύξηση των τιμών των υπόλοιπων καταναλωτικών αγαθών, επιβάλλεται πλέον να μας απασχολήσουν και οι πιθανές μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες που αυτή έχει συνολικά στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Ανταγωνιστικότητα
Η παράταση των αυξημένων τιμών ενέργειας, και ιδίως του φυσικού αερίου, που επηρεάζει άμεσα ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας υλικών όπως χημικών, χάλυβα, λιπασμάτων, κεραμικών, και έμμεσα σχεδόν όλη την ευρωπαϊκή βιομηχανία, κάνει τα ευρωπαϊκά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, σε σχέση με τα αντίστοιχα αμερικανικά ή ασιατικά. Ορισμένοι κατασκευαστές θα επιδιώξουν ίσως να αντικαταστήσουν μέρος των πρώτων υλών ή των ενδιάμεσων υλικών τους με φθηνότερα εισαγόμενα, ώστε να μειώσουν το κόστος παραγωγής, ωστόσο και αυτή η κίνηση θα αναστατώσει περαιτέρω τις εμπορικές ισορροπίες. Όπως είναι αυτονόητο σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, εφόσον διαρκέσουν οι υψηλές τιμές στην ενέργεια, τότε οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες θα αρχίσουν να αναδιατάσσονται, καθώς η ζήτηση θα στραφεί σε φθηνότερα, μη ευρωπαϊκά προϊόντα. Και αν η κρίση στις τιμές της ενέργειας στην Ευρώπη διαρκέσει αρκετά χρόνια, τότε είναι ορατό το ενδεχόμενο αυτές οι αλλαγές να εδραιωθούν και να σημειωθεί μόνιμη ζημιά στην ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Δημόσιο χρέος
Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, διαρκούσης της ενεργειακής κρίσης, έχουν εφαρμόσει διάφορα συστήματα επιδότησης των τιμολογίων ρεύματος, πετρελαίου θέρμανσης και φυσικού αερίου, ώστε τα νοικοκυριά να μπορούν να έχουν πρόσβαση στα παραπάνω αγαθά σε τιμές μη απαγορευτικές. Άλλες παρεμβάσεις (όπως λ.χ. στη Γερμανία) περιλαμβάνουν την εθνικοποίηση του μεγαλύτερου παρόχου ηλεκτρικής ενέργειας. Όλα αυτά τα μέτρα έχουν όμως κόστος στα δημοσιονομικά, οδηγώντας σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς οι οποίοι μακροπρόθεσμα ανεβάζουν το δημόσιο χρέος. Η Ελλάδα, μέχρι στιγμής, καταγράφοντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κατορθώνει να μειώσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ (καθώς το ΑΕΠ της μεγαλώνει ταχύτερα από ό,τι το χρέος) όμως συνολικά το χρέος των ευρωπαϊκών κρατών, ιδίως μάλιστα μετά τα μέτρα στήριξης που έλαβαν χώρα για την πανδημία, μπορεί στο μέλλον να αρχίσει να προκαλεί ανησυχία για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του.
Πράσινη μετάβαση
Παρόλο που η πράσινη μετάβαση, σε συνδυασμό με την ψηφιακή, έχει τεθεί ως ύψιστη προτεραιότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και ενώ ο στόχος για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το -όχι και τόσο μακρινό πλέον- 2050 παραμένει, η κρίση στην ενέργεια και κυρίως η δυσκολότερη πρόσβαση στο φυσικό αέριο, έχει δημιουργήσει de facto αλλαγές στον τρόπο υλοποίησής της. Ο αρχικός σχεδιασμός περιελάμβανε το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο, με πρόβλεψη να αρχίσει να μειώνεται το μερίδιο του στο ενεργειακό μείγμα από το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Με δεδομένο ότι πλέον η προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου περιορίζεται δραματικά, αλλά και με δυσχερή την αντικατάστασή του συνόλου της ποσότητας αυτής με LNG από άλλες χώρες-προμηθευτές (καθώς οι τελευταίοι αναζητούν αγοραστές που ενδιαφέρονται να δεσμευθούν για μεγάλα διαστήματα, κάτι ασύμβατο με την στρατηγική μηδενικών εκπομπών της ΕΕ), οι μελετητές προβλέπουν ότι η ΕΕ δεν θα φτάσει ποτέ ξανά το επίπεδο κατανάλωσης φυσικού αερίου που είχε προ πανδημίας. Η ταχύτερη αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ θα είναι ασφαλώς μία συνιστώσα της λύσης, με δεδομένο όμως ότι δεν προβλέπεται να καλύψει το σημαντικό κενό άμεσα, οι στρατηγικές αποφάσεις, που λαμβάνονται σήμερα στα ενεργειακά, όπως η επιστροφή σε παλαιές τεχνολογίες (π.χ. λιγνίτη, πυρηνική ενέργεια) ή η επιλογή νέων συνεργασιών, τεχνολογιών και η κατασκευή νέων υποδομών (π.χ. για μεταφορά υδρογόνου) είναι κρίσιμες τόσο για την οικονομική θέση της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια (με όρους ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας κ.ά.) όσο και για την επιτυχία της πράσινης μετάβασης.
Η θέση της Ελλάδας και ο πανευρωπαϊκός στόχος
Η χώρα μας ήδη έχει κατορθώσει, από εκεί που ήταν ουραγός στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, να καλύψει από τις αρχές του 2022 έως σήμερα το 46% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Πριν λίγα μόλις χρόνια κάτι τέτοιο φάνταζε αδιανόητο, και δεν μπορεί παρά να αποτελεί πηγή αισιοδοξίας για το μέλλον, ανεξάρτητα από τις αναταράξεις που θα βιώσουμε τα λίγα επόμενα χρόνια της μετάβασης. Σε κάθε περίπτωση, όπως και για άλλα μεγάλα προβλήματα που έχουν πανευρωπαϊκή διάσταση, έτσι και για το πρόβλημα της ενέργειας πρέπει να αναζητηθεί πανευρωπαϊκή λύση. Σε αυτή τη λύση, πάντως, κάθε κράτος συνεχίζει να συμβάλλει χωριστά, είτε αξιοποιώντας τις διαθέσιμες -πλην όμως κατάλληλες- πηγές ενέργειας που διαθέτει, είτε αναπτύσσοντας υποδομές μεταφοράς ενέργειας είτε επενδύοντας στην έρευνα και την καινοτομία, με τελικό στόχο την ενεργειακή αυτάρκεια της ηπείρου μας. Μια όσο το δυνατόν ταχύτερη μετάβαση σε ενεργειακά αυτάρκη και κατά το μεγαλύτερο μέρος της πράσινη οικονομία, είναι η μόνη ικανή μέθοδος να εξαλείψει μακροπρόθεσμα τους οικονομικούς κινδύνους για την Ευρώπη που δημιούργησε η ενεργειακή κρίση.