THEPOWERGAME
Οι τέσσερις μεγαλύτεροι δημιουργοί/διαχειριστές data centers (Microsoft, Google, Amazon και Digital Realty) στον κόσμο επέλεξαν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Οι επιχειρήσεις αυτές, όπως έχουν ανακοινώσει, θα διαθέσουν εκατοντάδες εκατ. ευρώ στα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια, για να δημιουργήσουν νέα data centers στη χώρα μας.
Γιατί όμως ξαφνικά όλοι επενδύουν στην Ελλάδα και δη στον τομέα των data centers; Ενας λόγος έχει να κάνει με το ότι η Ελλάδα είναι απλά «ένα πολύ καλό οικόπεδο». Βρίσκεται στις παρυφές τριών ηπείρων και είναι η ευρωπαϊκή χώρα με την καλύτερη προσιτότητα στο στενό του Σουέζ.
Από εκεί «βγαίνει» μια μεγάλη δέσμη καλωδιακών συστημάτων που μεταφέρουν κίνηση Internet, επικοινωνίες κ.λπ., από Ασία προς Ιταλία, Γαλλία και άλλα σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα σήμερα είναι εκτός αυτών των οδεύσεων. Ολες ωστόσο οι απολήξεις των καλωδιακών συστημάτων οπτικών ινών είναι πολύ μακρυά για να στηρίξουν καλωδιακά συστήματα που ξεκινούν από Ασία (Ινδία, Σιγκαπούρη, Κίνα κ.ά.) και φτάνουν στην Δυτ. Ευρώπη.
Η ιδανική χώρα για τη δημιουργία «πυλών» δεδομένων είναι η Αίγυπτος. Ωστόσο η αφρικανική αυτή χώρα έχει δύο μειονεκτήματα, που ταυτόχρονα αποτελούν πλεονεκτήματα για τη χώρα μας.
Πρώτον έχει μεγάλη μέση θερμοκρασία μέσα στο έτος, γεγονός που εκτοξεύει το λειτουργικό κόστος των data centers. Δεύτερον έχει ασταθές πολιτικό σύστημα που μπορεί να διακινδυνεύσει την ακεραιότητα των δεδομένων. Με απλά λόγια, οι εταιρείες λειτουργίας (operators) data centers φοβούνται τ’ αυταρχικά καθεστώτα π.χ. Τουρκία, Σ. Αραβία κ.λπ., μην τυχόν τους αρπάξουν τα δεδομένα και καταρακώσουν την αξιοπιστία τους.
Η Ελλάδα από την άλλη διαθέτει εύκρατο κλίμα, άρα χαμηλότερο κόστος λειτουργίας των data centers κι είναι μια σταθερή δημοκρατία τουλάχιστον 40 ετών. Επιπλέον σε αυτό, προσφέρεται για ΑΠΕ που μπορούν να μετριάσουν περαιτέρω το ενεργειακό κόστος.
Ενας επιπλέον παράγοντας που συντελεί στην δημιουργία data centers στην Ελλάδα, είναι ότι σπανίζουν τέτοιου είδους υποδομές στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οι νέες υπολογιστικές υποδομές πρέπει για να πλησιάζουν γεωγραφικά τους χρήστες. Τα δεδομένα τρέχουν μεν με την ταχύτητα του φωτός, αλλά όταν αυτά είναι πολλά, παρουσιάζονται «μποτιλιαρίσματα».
Έτσι, όπως ανέφεραν τόσο η Google όσο και η Amazon, ο βασικός στόχος δημιουργίας νέων υποδομών στη χώρα μας, είναι η μείωση του latency, δηλαδή του χρόνου απόκρισης μεταξύ χρήστη και της εφαρμογής που βρίσκεται στο data center, δηλαδή στο cloud. Μια εφαρμογή που βρίσκεται (ηλεκτρονικά) στην Ελλάδα λειτουργεί πιο γρήγορα για ένα χρήστη που βρίσκεται στην Τουρκία ή το Ισραήλ, από μια εφαρμογή που βρίσκεται στην Μασσαλία, ή την Φρανκφούρτη.
Όλα αυτά βεβαίως ίσχυαν και θα ισχύουν και στο μέλλον. Η ειδοποιός διαφορά ωστόσο που επελέγη η Ελλάδα για αυτές τις επενδύσεις, είναι επειδή οι επιχειρήσεις αυτές έχουν βρει πλέον ικανούς συνομιλητές με τους οποίους μπορούν να συνεννοηθούν πολύ καλά.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης, ο Κυρ. Πιερρακάκης, ο Άδ. Γεωργιάδης και εν γένει το όλο περιβάλλον, έχει αποδείξει στους ενδιαφερόμενους ότι πραγματικά θέλουμε τις επενδύσεις αυτές, ότι οι ξένοι επενδυτές είναι ευπρόσδεκτοι στη χώρα μας και δει οι αμερικανοί επενδυτές. Αν συνυπολογιστούν και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ κ.λπ., η ελκυστικότητα της χώρας αυξάνει.
Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο βασικός λόγος που γίνονται οι επενδύσεις. Εξ’ άλλου μπορεί αυτές οι επενδύσεις να μοιάζουν μεγάλες για τη χώρα μας, αλλά μερικά εκατοντάδες εκατ. ευρώ επένδυσης μέσα σε μια τριετία για την Microsoft ή την Google στην Ελλάδα, αποτελούν μόνον ένα πολύ μικρό κλάσμα των ετήσιων κερδών τους ή των ετήσιων επενδύσεών τους ανά τον πλανήτη. Σήμερα η κεφαλαιοποίηση αυτών των τεσσάρων εταιρειών που τώρα επενδύουν στην Ελλάδα, ξεπερνά τα 6 τρισ. δολ. ΗΠΑ ή 30 φορές το Ελληνικό ΑΕΠ.
Πάντως το κύμα επενδύσεων που ανακοινώθηκε σε data center προκλήθηκε και από ένα ιδιότυπο «μιμητισμό». Η δυσκολία ήταν να γίνει η αρχή. Μόλις έγινε η αρχή με την Microsoft, η κίνηση δεν πέρασε απαρατήρητη. Οι εταιρείες που πιέζονται για επέκταση, όταν είδαν ότι ένας κορυφαίος παίκτης σε παγκόσμιο επίπεδο επενδύει στη χώρα μας, πολύ γρήγορα, απλά τον μιμήθηκαν.