THEPOWERGAME
Η διεθνής οικονομία κλυδωνίζεται. Στον υψηλό πληθωρισμό, αποτέλεσμα των διαταραχών σε ζήτηση και προσφορά από την πανδημία και των σχετικών νομισματικών και δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, ήρθε να προστεθεί η επίδραση του πολέμου στην Ουκρανία. Οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες, ανησυχούν για το ενδεχόμενο ο πληθωρισμός να εδραιωθεί και να αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά, με την τρώση της αξιοπιστίας τους που αυτό θα επέφερε. Γι’ αυτό τον λόγο, προχωρούν σε εμπροσθοβαρή αύξηση επιτοκίων, αποδεχόμενες τον κίνδυνο αυτό να οδηγήσει σε επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας, ακόμα και ύφεση σε κάποιες οικονομίες. Αν συνυπολογιστούν και οι κίνδυνοι για την ενεργειακή τροφοδοσία της Ευρώπης λόγω της γεωπολιτικής έντασης, η αβεβαιότητα τους επόμενους μήνες θα είναι υψηλή.
Σε αυτό το δύσκολο τοπίο, η ελληνική οικονομία αντιπαρατάσσει μια αναπτυξιακή πορεία καλύτερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης, βασισμένη στην εξαιρετική επίδοση του τουρισμού, τα κονδύλια από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (ΤΑΑ) και τα υψηλά ποσά που έχουν διατεθεί από την Κυβέρνηση σε μέτρα στήριξης έναντι της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης (άνω την €50δις συνδυαστικά). Ταυτόχρονα, βέβαια, ο πληθωρισμός παραμένει από τους υψηλότερους στην Ευρώπη και το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών καταγράφει υψηλά ελλείμματα, άνω του 6% του ΑΕΠ, κι μάλιστα με μεγάλη αύξηση των εισαγωγών αγαθών πλην ενεργειακών προϊόντων. Θα ήταν ουτοπικό να υποθέσει κανείς ότι η αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας δεν θα επηρεαστεί από την διεθνή κρίση μεσοπρόθεσμα, ωστόσο στο μακροχρόνιο διάστημα το δυναμικό της για ανάπτυξη παραμένει σημαντικό. Για να πραγματωθεί αυτό το δυναμικό όμως είναι αναγκαίο να εμείνει η χώρα στην πραγματοποίηση φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα τονώσουν την παραγωγικότητά της και θα αποτρέψουν την επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων κάθε φορά που αναπτύσσεται το ΑΕΠ. Αυτό αποτελεί σημαντική συνθήκη διατηρησιμότητας αλλά και προϋπόθεση για την ταχεία ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση να στηρίξουν την αναπτυξιακή προσπάθεια. Μετά από μία μεγάλη προσπάθεια, περιλαμβανομένων τιτλοποιήσεων, πωλήσεων και διαγραφών, έχουν καταφέρει να μειώσουν τον Δείκτη των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων προς το σύνολο των δανείων σε μονοψήφια επίπεδα. Διαθέτουν επαρκή (και οργανικώς αυξανόμενα) ίδια κεφάλαια και άνετη θέση ρευστότητας: οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί κατά περίπου €36δις από το τέλος του 2020 και ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είναι μόλις στο 62%, παρέχοντας μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης των πιστώσεων. Η διάθεση και η δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη αποτυπώνεται στην ήδη σημαντικά θετική καθαρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις (στο +9,7% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο). Υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ανάκαμψης της χρηματοδότησης, πάντα με τήρηση νουνεχών κριτηρίων πιστοδότησης, καθώς η πρόοδος του οικονομικού κύκλου βελτιώνει την ποιότητα της ζήτησης για δάνεια και οι δανειακοί πόροι του ΤΑΑ δημιουργούν ανάγκες για συγχρηματοδότηση με επιχειρηματικά και τραπεζικά κεφάλαια. Απαραίτητη προϋπόθεση, όχι μόνο για την αύξηση των πιστώσεων αλλά και για την ίδια την οικονομική ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, είναι να διατηρείται αλώβητη η κουλτούρα πληρωμών. Οι τράπεζες, όμως, δεν παρέχουν μόνο ρευστότητα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά αλλά και σημαντική τεχνογνωσία για την βελτιστοποίηση της χρηματοοικονομικής τους διαχείρισης και την αξιοποίηση των ευκαιριών που αναδύονται στο νέο τοπίο. Ας μην το ξεχνάμε, κάθε κρίση δεν γεννά μόνο προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες για την δημιουργία νέων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, την ενσωμάτωση σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και, τελικά, την αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος. Σε αυτή την προσπάθεια, οι ελληνικές τράπεζες θα είναι αρωγός.