THEPOWERGAME
«Παρελθόν αποτελεί πλέον η Αλβανία για την Alpha Bank», μας πληροφορεί η ειδησεογραφία των ημερών, αναφέροντας την πώληση της θυγατρικής της, μετά από 23 χρόνια παρουσίας στα Τίρανα, σε ευρωπαϊκό τραπεζικό όμιλο. Μας λέει μάλιστα, σαν να πρόκειται για κάποια μεγάλη επιχειρηματική επιτυχία, ότι έτσι ολοκληρώθηκε το «project Riviera» που σφραγίστηκε με ένα «άκρως ικανοποιητικό», σύμφωνα με τη διοίκηση, τίμημα.
Είναι όντως εντυπωσιακό ότι οι ελληνικές τράπεζες θεωρούν επιτυχία (ή τουλάχιστον έτσι δηλώνουν προς τα έξω), την αποχώρησή τους από τις διεθνείς αγορές, που με τόσους κόπους και τόσες δυσκολίες είχαν πραγματοποιήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 90 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2010. Ήταν τότε που για πρώτη φορά η Ελλάδα απέκτησε μια σφαίρα οικονομικής επιρροής, κυρίως στις γειτονικές βαλκανικές χώρες, αλλά και μακρύτερα, για τις πιο τολμηρές.
Ποιος δεν θυμάται, λόγου χάρη, το φιλόδοξο πρόγραμμα διεθνούς επέκτασης της Εμπορικής Τράπεζας, όραμα του τότε διοικητή της Παναγιώτη Πουλή, που αφορούσε στη δημιουργία έξι θυγατρικών τραπεζών σε έξι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ; Έτσι, την πενταετία 1995-2000, η Εμπορική ίδρυσε τράπεζες στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία, τη Μολδαβία, τη Γεωργία και την Αρμενία. Και εννοούμε πλήρεις τράπεζες, όχι απλά καταστήματα, με δικό τους μετοχικό κεφάλαιο, διοικητικό συμβούλιο, στρατηγικούς εταίρους (όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, η γνωστή EBRD), πληροφορική, δίκτυο κλπ.
Το ίδιο και η Εθνική (που ακόμα διατηρεί τη συμμετοχή της στη Stopanska Bank της Βόρειας Μακεδονίας), η Πειραιώς, η Eurobank, η Alpha Bank· όλες δημιούργησαν δίκτυα, ιδρύοντας εξαρχής ή αγοράζοντας προϋπάρχοντα τραπεζικά ιδρύματα στις χώρες αυτές, και εδραίωσαν την παρουσία τους σε νέες ενδιαφέρουσες αγορές με σημαντικά περιθώρια κέρδους. Η δημιουργία αυτών των δικτύων σήμαινε μεγάλη επένδυση στις διευθύνσεις διεθνών εργασιών των ελληνικών τραπεζών, για εξεύρεση και εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού, ταξίδια και επαφές με τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις των ξένων χωρών, καλλιέργεια σχέσεων και, φυσικά, ανάληψη κινδύνων. Μια τεράστια προσπάθεια που μέσω της «οικονομικής διπλωματίας» έδωσε στην Ελλάδα, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, το μέγεθος μιας περιφερειακής οικονομικής δύναμης, με τεράστια οφέλη για τη χώρα μας. Και δεν ήταν μόνο οι τράπεζες αλλά και άλλες ελληνικές επιχειρήσεις και όμιλοι που ακολούθησαν αυτή την οδό, όπως ο (κρατικός τότε) ΟΤΕ που απέκτησε τις εθνικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών της Σερβίας και της Αρμενίας.
Το «όνειρο» δεν κράτησε πολύ βέβαια· ήρθε η ελληνική κρίση και τα μνημόνια· μέσα στις υποχρεώσεις των ανακεφαλαιοποιήσεων ήταν και η συρρίκνωση των διεθνών δικτύων που επιβλήθηκε στις ελληνικές τράπεζες, όπως και η πώληση των άλλων θυγατρικών τους (ασφαλιστικές, επενδυτικές κλπ). Η Εθνική, για παράδειγμα, στα τέλη του 2016, πώλησε τη θυγατρική της UBB, τη μεγαλύτερη τράπεζα της Βουλγαρίας, που όποιος την ελέγχει έχει δεσπόζουσα θέση στην οικονομία της γειτονικής χώρας. Και ακολούθησαν οι άλλες ελληνικές τράπεζες, πουλώντας τα διεθνή δίκτυά τους. Η Εμπορική είχε ήδη κλείσει τις τρεις απ’ τις έξι θυγατρικές της στις «μακρινές» χώρες, με απόφαση των διοικήσεών της πριν την κρίση του 2010, ενώ ο βασικός μέτοχός της, η γαλλική Crédit Agricole, κράτησε για τον εαυτό της τις άλλες τρεις, (Βουλγαρία, Ρουμανία και Αλβανία), θεωρώντας τες αρκετά σημαντικά assets που άξιζε να διαχωριστούν από την Εμπορική. Το ίδιο έκανε και ο ΟΤΕ, που μετά από μια σύντομη διεθνή εμπειρία έσπευσε και αυτός να πουλήσει τις θυγατρικές του της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι εξηγήσεις που δόθηκαν απ’ τις τράπεζες γι’ αυτή τους την πολιτική ήταν περίπου «θριαμβευτικές». Ο σκοπός, είπαν, ήταν η ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων και η επικέντρωση στις βασικές αγορές δραστηριοποίησής τους, δηλαδή στο εσωτερικό της Ελλάδας. «Η συναλλαγή συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων του Στρατηγικού Σχεδίου του Ομίλου», είπε πρόσφατα μια ελληνική τράπεζα για να δικαιολογήσει την αποχώρησή της από το εξωτερικό.
Η αλήθεια, με απλά λόγια, είναι ότι ξηλώθηκε όλη η προσπάθεια δυο δεκαετιών, τότε που μετά το άνοιγμα των ανατολικών χωρών η Ελλάδα έφτιαξε για πρώτη φορά ζώνη οικονομικής επιρροής και απέκτησε σοβαρές διεθνείς δραστηριότητες. Όλα αυτά εξαφανίστηκαν λόγω «μνημονιακών υποχρεώσεων», κάτω απ’ την κοντόφθαλμη οπτική να μαζευτεί λίγο χρήμα (δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ), για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, αδιαφορώντας για την εξαφάνιση, μακροπρόθεσμα, μιας δυνητικής πηγής εσόδων και υπεραξιών από τις διεθνείς δραστηριότητες. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα να απ’ τα πολλά λάθη των περιοριστικών πολιτικών που μας επιβλήθηκαν από τους εταίρους, λάθη που οδήγησαν στη μακροχρόνια ύφεση στην οποία έχουμε περιπέσει τα δώδεκα τελευταία χρόνια και που θα πληρώνουμε για πολλά χρόνια ακόμα.