THEPOWERGAME
Η κλιματική αλλαγή είναι απώτατο μακροχρόνιο ζήτημα. Αφορά το 2050 και το 2100. Οι επιχειρήσεις δεν έχουν μάθει να σκέπτονται για το 2050 πόσω μάλλον για το 2100. Τα στελέχη Διοίκησης, έχουν μάθει από τα Business Schools να ενεργούν μεσοπρόθεσμα, μέχρι την επόμενη πενταετία. Τα δε μοντέλα κλιματικής αλλαγής, στα οποία βασίζονται σε μεγάλο βαθμό οι κρίσεις και οι αποφάσεις για το μέλλον του πλανήτη, δεν πηγαίνουν παράλληλα με τα επιχειρηματικά δρώμενα. Τι κάνουμε και από που αρχίζουμε;
Τι είναι ένα κλιματικό μοντέλο; Είναι μια προσομοίωση του κλιματικού συστήματος της Γης η οποία γίνεται με χρήση υπολογιστικών συστημάτων, και συμπεριλαμβάνει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατμόσφαιρας, ωκεανών και χέρσου. Τα μοντέλα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αναδημιουργία του παρελθόντος κλίματος ή την πρόβλεψη του μελλοντικού κλίματος. Τα κλιματικά μοντέλα έχουν ως παραμέτρους (στοιχεία εισόδου) πολλές διαφορετικές ιδιότητες και μεταβλητές του κλίματος, όπως η ατμοσφαιρική θερμοκρασία, η πίεση, ο άνεμος και η υγρασία, καθώς και παραμέτρους που επηρεάζουν αυτές τις μεταβλητές (π.χ. συγκεντρώσεις αερίων θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, ενεργειακό μίγμα, κοινωνικές και οικονομικές μεταβλητές). Τα μοντέλα συνυπολογίζουν αυτές τις μεταβλητές για χιλιάδες διαφορετικά σημεία πάνω στον πλανήτη, σε ένα τρισδιάστατο πλέγμα, δίνοντας τελικά τις προβλέψεις (projections).
Η επιφανειακή τους κάλυψη (resolution) ενός μοντέλου ποικίλλει και στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να φτάσει τα μερικά χιλιόμετρα. Όπως πολλές πτυχές της επιστήμης, τα κλιματικά μοντέλα βελτιώνονται συνεχώς αλλά συχνά υπάρχει ένα μικρό περιθώριο λάθους στα αποτελέσματά τους. Κανένα κλιματικό μοντέλο δεν είναι τέλειο, αλλά οι επιστήμονες εργάζονται σκληρά για να εντοπίσουν τυχόν αδυναμίες στο μοντέλο τους και να επικοινωνήσουν την αξιοπιστία διαφορετικών κλιματικών μοντέλων όταν δημοσιεύουν αποτελέσματα. Επομένως, σήμερα η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να βελτιώσει τα μοντέλα ώστε να μπορέσει να δώσει απαντήσεις στο τι θα συμβεί σε τοπικό επίπεδο για τις περιοχές που μας ενδιαφέρουν (π.χ. για το Νομό Ιωαννίνων), αποτελέσματα που μπορούν ασφαλώς να χρησιμοποιηθούν από επιχειρήσεις και άλλους οργανισμούς για την περιοχή που δραστηριοποιούνται.
Σε κάθε περίπτωση ένα γενικό κλιματικό μοντέλο πρέπει να προσαρμοστεί για μια επιχείρηση με βάση τις δικές της συνθήκες αν θέλει να προβλέψει το δικό της κλιματικό της μέλλον.
Όμως, παρουσιάζεται το εξής παράδοξο. Ενώ έχουμε στη διάθεση μας πληθώρα μοντέλων από δεκάδες Οργανισμούς με κύρος, τα οποία μπορούν να μας βοηθήσουν να χαράξουμε στρατηγική, η χρήση τους δεν έχει ακόμη εισαχθεί στην «καθημερινότητα» των επιχειρήσεων και των οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Οικονομία. Προς το παρόν φαίνεται, ότι τα κλιματικά μοντέλα βοηθούν κατά κανόνα τους επιστήμονες να δοκιμάσουν την κατανόησή τους για το κλιματικό μας σύστημα και να προβλέψουν μελλοντικές αλλαγές στον πλανήτη.
Η IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change), δηλαδή η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή διερεύνησε πρόσφατα τις επιπτώσεις της θέρμανσης κατά 1,5°C πάνω από τις προβιομηχανικές θερμοκρασίες χρησιμοποιώντας κλιματικά μοντέλα. Σαν αποτέλεσμα αυτού, εξέδωσε οδηγίες και προτάσεις για μη-χρηματοοικονομικές δημοσιοποιήσεις (Non-financial disclosures) επί κλιματικών ζητημάτων. Οι δημοσιοποιήσεις αυτές είναι κάτι καινούργιο για τις επιχειρήσεις και ενδεχομένως πολλά από αυτά τα ζητήματα να μην μπορούν να αποτυπωθούν με ασφάλεια και ακρίβεια.
Ποιος ο ρόλος των επιχειρήσεων και άλλων οργανισμών; Είναι τα κύτταρα της οικονομίας. Αυτά τα κύτταρα, με τις ενέργειές τους, θα πετύχουν ή θα αποτύχουν στη διαδικασία αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Συναλλάσσονται κάθε μέρα εκτελώντας δισεκατομμύρια συναλλαγές κάθε είδους. Μέχρι σήμερα, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί δεν έχουν την κλιματική αλλαγή στον «εργαλειοφόρο» της Διοίκησης. Για παράδειγμα, ενώ κάνουν πιστωτικό έλεγχο των πελατών τους πριν εκδώσουν ένα τιμολόγιο πώλησης, ή ενώ κάνουν ποιοτικό έλεγχο στις πρώτες ύλες και τα προϊόντα τους, ΔΕΝ κάνουν έλεγχο συμμόρφωσης των συναλλαγών τους προς τους κλιματικούς κινδύνους με βάση αυτά που προβλέπουν τα κλιματικά μοντέλα.
Τώρα αρχίζει να φαίνεται η “ανάγκη” ελέγχου των ζητημάτων της κλιματικής κρίσης, αλλά και πάλι η (νέα) διαδικασία θεωρείται και γίνεται ως batch, δηλαδή «μία φορά στο τόσο» να τσεκάρουμε την θέση μας. Να τσεκάρουμε ενδεχομένως τους προμηθευτές και τους πελάτες μας και να εξετάσουμε τις συνθήκες της εσωτερικής μας λειτουργίας.
Έτσι, ενώ επιχειρήσεις γνωρίζουν στοιχεία και έχουν πληροφορίες “από κάτω προς τα επάνω” δηλαδή για το τι συμβαίνει μέσα σε αυτές και με κατεύθυνση το σύνολο της Οικονομίας, τώρα καλούνται να ενταχθούν σε ευρύτερες κατηγορίες νέων συνθηκών προκειμένου να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Αυτό εκτός από τις γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες στις οποίες καλούνται να τοποθετηθούν, ισχύει και για το ανθρακικό τους αποτύπωμα, το οποίο αποτελεί κύριο στοιχείο συζήτησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Δηλαδή τα 51 δις τόνοι εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, που δεν θα μειωθούν ή εξαλειφθούν με μαγικό τρόπο. Κάθε μία επιχείρηση καλείται να μειώσει το δικό της και όλες μαζί συνολικά. Άρα, ενώ μία επιχείρηση μέχρι τώρα ασχολούταν μόνο με τον εαυτό της στο μεγαλύτερο βαθμό, από τώρα και στο εξής τόσο η ίδια όσο και οι γύρω της stakeholders, την “μετράνε” σαν μερίδιο σε αυτόν τον τεράστιο παγκόσμιο αριθμό. Και δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται: «εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, ας μειώσουν και οι άλλοι».
Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί, καταρτίζοντας ένα μεσο-μακροχρόνιο πλάνο, καλούνται να επανεξετάσουν ζητήματα π.χ. πώς χτίζουν νέες εγκαταστάσεις, πώς ανανεώνουν και συντηρούν τις ήδη υφιστάμενες, με τι υλικά, πώς μετακινούν τα εμπορεύματα και τους ανθρώπους τους, τι πρώτες ύλες χρειάζονται και από που προέρχονται αυτές και εν γένει όλες τις πτυχές της εφοδιαστικής αλυσίδας σε ένα ορίζοντα μέχρι το 2050!
Τα σχολεία Business διδάσκουν χρηματοοικονομικά μοντέλα για χρήση σε ετήσια πλάνα και πενταετή. Δεν διδάσκουν πώς να ετοιμάζουμε καταστάσεις για 30 χρόνια μετά! Το πρόβλημα των προβλέψεων στον επιχειρησιακό χώρο, είναι ένα παλιό πρόβλημα που προσεγγίζεται με βάση παραδοχές, σημειώσεις (disclosures) εν γένει πάνω σε παραδεκτές λογιστικές αρχές και μεθοδολογίες χρηματοοικονομικών αναφορών. Ένα χρηματοοικονομικό μοντέλο, λαμβάνει υπόψη του επιτόκια, μακροοικονομικές παραδοχές, τιμές πρώτων υλών και άλλων εμπορευμάτων. Φαίνεται ότι τα χρηματοοικονομικά μοντέλα μόλις τώρα αρχίζουν να «βλέπουν» τις ελλείψεις τους ως προς την κλιματική διάσταση, αλλά ακόμη απέχουν πολύ από το να προβλέπουν κλιματικά ζητήματα! Είναι βέβαιο επίσης ότι τόσο τα μάκρο- όσο και τα μικρο-οικονομικά μοντέλα, δεν φτάνουν στο 2050! Αντίθετα, όπως διαπιστώνουν οι οικονομολόγοι, είναι άκρως βραχυπρόθεσμα. Ίσως οι Οδηγίες, όπως η TCFD (Task Force on Climate Change Financial Disclosures), συμβάλλουν ώστε να αυξηθεί η πίεση για παραγωγή προβλέψεων πάνω σε κλιματικές μεταβλητές (φυσικές ή κοινωνικο-οικονομικές) και ποσοτικοποιήσεις ζητημάτων κλιματικής κρίσης για τις επιχειρήσεις αλλά και οργανισμούς και υπηρεσίες του Δημοσίου τομέα.
Σημασία έχει εν τέλει, ότι οι παραδοχές αυτού του είδους, π.χ. επιτόκια, δεν μπορεί να φτάσουν μέχρι το 2050. Ο βαθμός αυθαιρεσίας τέτοιων παραδοχών θα είναι τεράστιος αν κάποιος επιχειρήσει να κατασκευάσει ένα business plan μέχρι το 2050, για κλιματικούς σκοπούς.
Δεν πρέπει επίσης να παραλείψουμε, ότι τα Στελέχη και οι Διοικήσεις εμφορούνται από διάθεση βραχυχρόνιων θετικών αποτελεσμάτων, αυτών που θα δείξουν στον ετήσιο απολογισμό τους (Annual Report) για να μοιράσουν μερίσματα στους μετόχους. Ας το πούμε χοντρά: «ποιος ζει ποιος πεθαίνει μέχρι το 2050» στο μυαλό Διοικήσεων που έχουν ορίζοντα δράσης 2-3 χρόνια από σήμερα. Βέβαια δεν ξεχνάμε να σημειώσουμε ότι οι Ανώνυμες Εταιρίες μπορεί να έχουν ορίζοντα ζωής δεκάδες χρόνια, άρα εκ του καταστατικού τους έχουν κάθε λόγο να νοιάζονται για την βιωσιμότητά τους μακροπρόθεσμα.
Μόνο οι επιχειρήσεις; όσα είπαμε παραπάνω για τις επιχειρήσεις, ισχύουν και για το κράτος, εφόσον αυτό αποτελεί ένα μεγάλο μέρος (το μισό περίπου) της οικονομικής δραστηριότητας σχεδόν κάθε χώρας. Το κράτος αγοράζει πράγματα, αγαθά και υλικά, χτίζει υποδομές, καταλαμβάνει κτίρια, παρέχει υπηρεσίες Προστασίας του Πολίτη, Άμυνας, Παιδείας και Υγείας, συντηρεί στρατόπεδα, νοσοκομεία και σχολεία, και γενικά έχει τις ίδιες ανάγκες και την ίδια επίπτωση στο περιβάλλον όπως κάθε ιδιωτική επιχείρηση. Το κράτος, ταυτόχρονα, είναι και ο καταλύτης των αλλαγών, με τις ρυθμιστικές του παρεμβάσεις ως επίσης και με την τοποθέτηση (πολλές φορές) νέων κεφαλαίων – επενδύσεων όπου διστάζουν οι ιδιώτες. Αναφέραμε για παράδειγμα σε προηγούμενο άρθρο, τις ποσοτικές κεφαλαιακές ανάγκες για την κλιματική αλλαγή, που ανέρχονται ως επένδυση σε 24 τρις δολάρια ΗΠΑ, για να έχουμε μέχρι το 2050, οφέλη της τάξεως των 147 τρις δολαρίων, στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, μειώνοντας 51 δις τόνους αερίων θερμοκηπίου. Αλλά πρέπει να τονίσουμε εδώ, πως η παρεμβατική λειτουργία του κράτους, είναι δευτερεύουσας σημασίας, αν οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί, ατομικά ο καθένας, δεν αλλάξουν τρόπο συμπεριφοράς ως προς τα ζητήματα κλιματικής αλλαγής. Πρακτικό παράδειγμα η πρόσφατη επανενεργοποίηση των μονάδων λιγνίτη. «Αναγκαίο κακό», θα πει κανείς. Αλλά δεν παύει να είναι οπισθοδρόμηση πολλών ετών στην πορεία μείωσης των αερίων.
Άρα με βάση τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση και αλλαγή, πρώτα πρέπει να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι. Όχι μόνο ως καταναλωτές, αυτό ίσως είναι το λιγότερο. Αλλά ως Διοικήσεις που κρατάνε το τιμόνι των οικονομικών μονάδων τους. Η βραχυχρόνια θεώρηση και ενασχόληση είναι συνταγή καταστροφής. Ταυτόχρονα, τα χρηματοοικονομικά μοντέλα χρειάζεται να «μιλήσουν» με τα κλιματικά, έτσι ώστε οι οικονομικές παραδοχές να συμπληρώσουν τις κλιματικές. Μπορεί να μη χρειάζεται να προβλέψουμε τα επιτόκια του 2050, αλλά σίγουρα μπορούμε να εντοπίσουμε, μέσω των κλιματικών μοντέλων, ποια υλικά και ποια ανθρώπινη δραστηριότητα συμβάλλει περισσότερο στην άνοδο της θερμοκρασίας, ποιες δραστηριότητες κινδυνεύουν περισσότερο, και άλλα καίρια ερωτήματα, και να αναπροσαρμόσουμε τις συναλλαγές μας ανάλογα.