THEPOWERGAME
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί αναμφισβήτητα μια ανθρωπιστική κρίση και καταστροφή. Μία από τις σημαντικότερες δευτερογενείς επιπτώσεις του είναι η αναστάτωση που έχει προκαλέσει στο ενεργειακό τοπίο παγκοσμίως. Με λίγα λόγια, πολλές δυτικές χώρες επανεκτιμούν την εξάρτησή τους από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Γερμανίας.
Όσον αφορά στην κλιματική αλλαγή, o ΟΗΕ αλλά και τα έθνη που έχουν προσχωρήσει στη Συμφωνία του Παρισιού, έχουν θέσει ως στόχο την απεξάρτηση από τον άνθρακα, έτσι ώστε να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1.5°C έως το έτος 2030. Μέρος λοιπόν της λύσης στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και ένα πολλά υποσχόμενο μέτρο μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου είναι η απεξάρτηση από τον άνθρακα ως καύσιμο και η στροφή σε καθαρότερες μορφές ενέργειας.
Και ενώ πολλές χώρες, όπως οι Ευρωπαϊκές, είχαν ξεκινήσει σταδιακά, με ισχυρή δέσμευση, την κατάργηση του άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας και τη μετάβαση σε πιο καθαρές ή/και πράσινες μορφές ενέργειας, ξαφνικά οι ενέργειες αυτές έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα. Και τούτο, διότι πολλές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ελλάδα, εξακολουθούν να προμηθεύονται πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία, άρα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από αυτή.
O ακόλουθος πίνακας δείχνει για μια σειρά από χώρες στην ευρύτερη «γειτονιά» μας, την συμμετοχή των άνθρακα σε κάθε κιλοβατώρα Ηλεκτρικού Ρεύματος (g/Kwh CO2) που έχει παραχθεί από όλες τις διαθέσιμες πηγές (ορυκτά καύσιμα, ανανεώσιμες, πυρηνική κ.λ.π.) [Πηγή: Our World in Data based on BP Statistical Review of World Energy, Ember Global Electricity Review (2022) & Ember European Electricity Review (2022)]1. Τα διαθέσιμα στοιχεία από το έτος 2000, δείχνουν σαφή πρόοδο για πολλές χώρες όπως επίσης και την πολύ χαμηλή συμμετοχή στο δείκτη για άλλες. Για παράδειγμα, ο δείκτης για την Ελλάδα ήταν 719 gCO2 το έτος 2000, άρα έχουμε μείωση κοντά στο 50% στην εικοσαετία. Η Ελλάδα έχει δείξει ίσως την καλύτερη επίδοση από το δείγμα αυτών των χωρών, αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε.
Η αναστάτωση που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία καθώς και η μεγάλη εξάρτηση κάποιων χωρών από τη ρωσική ενέργεια έχουν ωθήσει τις χώρες αυτές, αλλά και οντότητες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση – ΕΕ, στο να επανεξετάσουν αφενός την εξάρτηση τους από τη Ρωσία ή και άλλα κράτη που προμηθεύουν ορυκτά καύσιμα, αφετέρου στο να βρουν τρόπους να παράγουν γρήγορα φθηνή ενέργεια, που δεν είναι άλλη από αυτή που παράγεται παραδοσιακά με άνθρακα (λιγνίτη, πετρέλαιο). Ήδη πολλές χώρες, όπως και η Ελλάδα, αναγκάζονται να σχεδιάζουν να θέσουν ξανά σε λειτουργία λιγνιτικούς σταθμούς για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών και την απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα. Αυτό θα ήταν κατ’ αρχάς ένα μεγάλο λάθος. Αλλά βραχυπρόθεσμα δεν μπορεί να κανείς να φανταστεί άλλη λύση.
Αν λάβει κανείς υπόψη του τις δεσμεύσεις για τη μετάβαση σε πράσινες μορφές ενέργειας, η επαναφορά του πετρελαίου και του λιγνίτη μπορεί να θεωρηθεί οπισθοδρόμηση. Δηλαδή, επανερχόμαστε στα ορυκτά καύσιμα και εξακολουθούμε να εκπέμπουμε άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Βραχυπρόθεσμα, δηλαδή έως το έτος 2030, η χρήση ορυκτών καυσίμων ασφαλώς δημιουργεί εμπόδια στο να μειώσουμε τις παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα και μας καθυστερεί από το να «πιάσουμε» στο στόχο του 1.5°C. Άρα πρόοδος 20 ετών θα πάει χαμένη.
Αυτή είναι μια πλευρά του ζητήματος. Υπάρχουν φωνές που ισχυρίζονται ότι μακροπρόθεσμα, η ενεργειακή αυτή κρίση προερχόμενη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, θέτει κράτη και πολίτες σε σκέψεις ως προς την εξάρτηση τους από τη Ρωσία και άλλα κράτη που παράγουν και εμπορεύονται ορυκτά καύσιμα. Η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια κατέδειξε μια πλευρά και ένα κόστος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) των ορυκτών καυσίμων που δεν σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή ούτε με τη μείωση των εκπομπών άνθρακα στον πλανήτη. Σχετίζεται με την πολιτική και τη σχέση εξάρτησης των αγοραστών ενέργειας από τα προβληματικά κράτη που τα παράγουν.
Εξίσου ενδιαφέρον είναι το ποσοστό εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που φαίνεται για κάποιες χώρες στο διάγραμμα που ακολουθεί [Πηγή δεδομένων: Our World in Data based on BP Statistical Review of World Energy, Ember Global Electricity Review (2022) & Ember European Electricity Review (2022)]2.
Για το έτος 2021, τις πρώτες θέσεις κατέχουν οι χώρες που προκαλούν τουλάχιστον πονοκέφαλο στη Δύση για τις πολιτικές και οικονομικές δομές των καθεστώτων τους. Φαντάζεται κανείς με πόσο ενδιαφέρον και αγωνία παρακολουθούν τις εξελίξεις στο Ουκρανικό η ΕΕ, ιδιαίτερα δε η Γαλλία, και τον κίνδυνο να τιναχθεί η ανθρωπότητα στον αέρα (κυριολεκτικά). Ας μην προτρέξει κάποιος να πει «αυτά είναι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και της φυγής της παραγωγής από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προς χώρες χαμηλού κόστους». Διότι οι χώρες αυτές στην 30ετία, ανέπτυξαν τις οικονομίες τους με πολλαπλάσιους ρυθμούς από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ενώ έφτιαξαν τα δικά τους club ντόπιων δισεκατομμυριούχων. Τώρα όμως έχουν και έχουμε να ξαναδούμε την κλιματική κρίση και το ενδεχόμενο οπισθοδρόμησης 20 και 30 ετών. Εξαίρεση και παράδειγμα κρατικών ενεργειακών στρατηγικών αποτελεί η Γαλλία η οποία αδίκως υποφέρει η ίδια για τις απρονοησίες των «άλλων», εντός της ΕΕ, αν και έχει σχεδόν επιλύσει τα δικά της ενεργειακά και κλιματικά ζητήματα. Να θυμίσουμε ότι ο Πρόεδρος Μακρόν, μόλις πριν έξι μήνες δέσμευσε 30 δις ευρώ για περαιτέρω επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές και πυρηνική ενέργεια, που θα φέρουν την χώρα νωρίτερα από κάθε άλλη στους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού.
Προφανώς ένα αδιαμφισβήτητο ζήτημα είναι οι τιμές τόσο των ορυκτών καυσίμων όσο και των εναλλακτικών λύσεων τους. Στη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή, εδώ και χρόνια διερευνάται η τιμολόγηση του άνθρακα, δηλαδή επιβολή φόρων για τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, ως μέτρο για τη μείωση της χρήσης τους και κατ΄ επέκταση για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων στην ατμόσφαιρα. Το φυσικό αέριο μέχρι στιγμής αποτελούσε μια δελεαστική επιλογή λόγω των χαμηλότερων τιμών του, κάτι το οποίο φυσικά δεν ισχύει σήμερα.
Τελικά υπάρχει το εξής παράδοξο: αφενός η κλιματική κρίση επιτάσσει σε μακροχρόνιο ορίζοντα απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, αφετέρου έχουμε τεράστιες ενεργειακές ανάγκες παγκοσμίως, τις οποίες καλούμαστε να καλύψουμε βραχυπρόθεσμα, με όποια διαθέσιμη και εύκολα εφαρμόσιμη λύση υπάρχει, ώστε να διατηρήσουμε το βιοτικό μας επίπεδο και να συνεχίσουμε τις δραστηριότητες μας ως κράτη, κοινωνίες, άτομα. Προφανώς, όταν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ μιας βραχυπρόθεσμης ανάγκης σε σχέση με μακροχρόνιες λύσεις (π.χ. επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια), μάλλον κερδίζει το πρώτο.
Ο αποκλεισμός της Ρωσίας, από τη λίστα των παγκόσμιων παραγωγών ορυκτών καυσίμων, θα έχει δύο πιθανές διοδεύσεις στην ενεργειακή αγορά: ή θα επιταχύνει την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών (π.χ. πυρηνική, ανανεώσιμες) ή θα επιφέρει Μεσαίωνα στις ήδη ρευστές οικονομίες της Ασίας που στην συνέχεια θα μεταφερθεί (ο Μεσαίωνας) στη «Δύση». Και αυτή η πρόβλεψη, αν στραβώσουν τα πράγματα πολύ στο ουκρανικό, δεν είναι για το έτος 2050 αλλά για «μεθαύριο».
1 https://ourworldindata.org/grapher/carbon-intensity-electricity?tab=chart&time=2000..2021®ion=Europe&country=IRL~GRC~ISR~POL~NLD
2 https://ourworldindata.org/grapher/share-electricity-fossil-fuels?tab=chart&time=earliest..2021