THEPOWERGAME
«Δεν θα επιτρέψω ποτέ στην Ταϊβάν να γίνει η επόμενη Ουκρανία». Το σύνθημα έδωσε το στίγμα για την υποψηφιότητα για τις επόμενες προεδρικές εκλογές του Ταϊβανέζου δισεκατομμυριούχου Τέρι Γκου, περισσότερο γνωστού ως ιδρυτή της Foxconn, του κολοσσού που συναρμολογεί μαζικά τα iPhones στην Κίνα. Δηλαδή, τη χώρα με την οποία το πλούσιο νησί -σε καθεστώς κηρυγμένης ανεξαρτησίας από το Πεκίνο, το οποίο, όμως, ελάχιστα κράτη στον πλανήτη αναγνωρίζουν- βρίσκεται σε μια διένεξη διαρκείας και ειδικά πέρυσι το καλοκαίρι, απείλησε να δημιουργήσει μία νέα εστία πολεμικής έντασης στην ανατολική Ασία. Ο δισεκατομμυριούχος, ο οποίος χρειάζεται να συγκεντρώσει 290.000 υπογραφές ψηφοφόρων έως τις 2 Νοεμβρίου για να κατέβει αυτήν τη φορά ως ανεξάρτητος υποψήφιος, υποστηρίζει πως θέλει να ενώσει την (φιλοκινεζική) αντιπολίτευση για να πετύχει πιο ειρηνικές προοπτικές στην περιοχή. Κάποιοι όμως θεωρούν πως τα οικονομικά συμφέροντά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ενδοχώρα, ενώ τελικά αυτό που θα πετύχει είναι να διασπάσει και να εξασθενήσει κι άλλο την πλευρά που τάσσεται υπέρ της πιο ήπιας γραμμής απέναντι στο Πεκίνο.
Η φιλία με τον Τιμ Κουκ, η πεθερά και η Atari
Πίσω στον χρόνο, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και την εποχή που ο Τιμ Κουκ, ο CEO της Apple, εργαζόταν ακόμη για την Compaq, μία φιλία αναπτύχθηκε ανάμεσα στον πανισχυρό τεχνοκράτη και τον Ταϊβανέζο δισεκατομμυριούχο. Η προσωπική σχέση οδήγησε αργότερα, όταν ο Κουκ μεταπήδησε στην Apple, στην όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη της γραμμής παραγωγής του εμβληματκού iPhone στην Κίνα και συγκεκριμένα στην κινεζική Σεντσού. Ήταν ένα ακόμη μεγάλο βήμα για τον Γκου, γιο Κινέζων μεταναστών που πήγαν στην Ταϊβάν το 1949 και η ζωή του οποίου ακολούθησε μία κατακλυσμιαία πορεία ανόδου από τα χαμηλά στα ψηλά. Τη δεκαετία του ’70, με δανεικά από την πεθερά του, ίδρυσε μια επιχείρηση παραγωγής πλαστικών εξαρτημάτων για τηλεοπτικές συσκευές. Η τύχη άρχισε να του χαμογελά, όταν έλαβε μία παραγγελία από την εταιρεία παιχνιδιών Atari για το χειριστήριο μιας κονσόλας παιχνιδιών.
Η επιχείρηση μετεξελίχθηκε στη Foxconn (Hon Hai Technology Group για την Κίνα και την Ταϊβάν), η οποία άνοιξε το πρώτο της κινεζικό εργοστάσιο το 1988. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg, η προσωπική αξία του Γκου ανέρχεται σε σχεδόν 7 δισ. δολάρια και, παρ’ ότι αποχώρησε από τη διοίκηση προ τετραετίας, εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικό μετοχικό ποσοστό στον κολοσσό, που βασίζεται πλέον στις δραστηριότητές του στην Κίνα για το 70% των εσόδων του.
Ο Γκου θέλει τώρα να «μεταφέρει» αυτό το άστρο και στη διαχείριση της οικονομίας της Ταϊβάν. Η πολιτική του σταδιοδρομία ξεκίνησε το 2019, όταν αποχώρησε από την εταιρεία και έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία με το κόμμα Κουομιτάνγκ (KMT), δηλώνοντας τότε πως… μία θεότητα της θάλασσας τον συμβούλεψε σε ένα όνειρο να δοκιμάσει την πολιτική σταδιοδρομία. Ήρθε δεύτερος στους προκριματικούς του κόμματος, από το οποίο αποχώρησε, για να επαναπροσχωρήσει φέτος, παρ’ ότι τελικά θα κατέβει στις εκλογές ως ανεξάρτητος. Παλιότερα είχε χαρακτηριστεί «παλιός φίλος» του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, ενώ τον Δεκέμβριο του 2022 θεωρείται πως η επιρροή του στην κινεζική ηγεσία ήταν καταλυτική προκειμένου να προχωρήσει η άρση της αυστηρής καραντίνας που είχε επιβληθεί στη διάρκεια της πανδημίας. Κάποιοι επίσης τον συγκρίνουν με τον Τραμπ, όχι για τις πολιτικές του κατευθύνσεις, αλλά για το γεγονός ότι προέρχεται από τον κόσμο των επιχειρήσεων και είναι πολιτικό αουτσάιντερ.
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας ήρθε στις 28 Αυγούστου, όταν ο Γκου, φορώντας το χαρακτηριστικό καπέλο με την σημαία της Ταϊβάν, επιφύλαξε σκληρά λόγια για την απερχόμενη πρόεδρο του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος, Τσάι Ινγκ Γουέν (η οποία δεν θα ξανακατέβει υποψήφια), για την οποία δήλωσε πως «την τελευταία επταετία είδαμε την Ταϊβάν από ευημερούσα, να φτάνει στο χείλος του γκρεμού». Σύμφωνα με δημοσκόπηση της διαδικτυακής έκδοσης my-formosa.com, ο αντιπρόεδρος της χώρας, Λάι Τσινγκ-Τε, που θα είναι υποψήφιος, χαίρει δημοτικότητας 39%, ενώ ο Γκου έρχεται τέταρτος με ποσοστό 12%.
Όσον αφορά τη σύγκρουση συμφερόντων (όσον αφορά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Κίνα), ο Γκου απαντά: «Αν το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς θελήσει να κρατικοποιήσει την περιουσία της εταιρείας στην Κίνα, ας το κάνει», υποστηρίζοντας ότι το Πεκίνο δεν θα διακινδυνεύσει τις ξένες επενδύσεις. Μάλλον αυτά λέγονται εκ του ασφαλούς, με δεδομένο πως δεν αναμένεται να εκλεγεί.