THEPOWERGAME
Βρίσκεται άραγε ο υπουργός Οικονομικών της Μ. Βρετανίας Κουάζι Κουάρτενγκ, ο άνθρωπος που -με το μίνι προϋπολογισμό του- αναστάτωσε τις αγορές, προκάλεσε παρέμβαση της Τράπεζας της Αγγλίας, ράλι στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και την πρώτη σοβαρότατη κρίση της νέας κυβέρνησης της Λιζ Τρας, ενώπιον ενός plan b; Αυτό υποστηρίζει το BBC, ενώ οι Financial Times παραθέτουν αναλυτικά τι θα μπορούσε να κάνει ο κορυφαίος υπουργός της Τρας για να οδηγηθεί πράγματι σε μείωση του βρετανικού χρέους και να αντιστρέψει το κλίμα των αγορών, που διάβασαν τις επιλογές του ως ένδειξη πως, λόγω του κυβερνητικού χάους, η Βρετανία είναι «μη επενδύσιμη».
Ως γνωστόν, ο νέος υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά ένα πρόγραμμα ελάττωσης του φόρου εστιασμένο στα υψηλά οικονομικά κλιμάκια, του λεγόμενου 45% (που εισήγαγε αρχικά ως 50% ο Γκόρντον Μπράουν) για τα ετήσια εισοδήματα άνω των 150.000 λιρών, το οποίο πυροδότησε μία αχρείαστη οικονομική κρίση, δίνοντας μάλιστα το μήνυμα πως η κυβέρνηση ελαφρύνει το βάρος των πολύ πλούσιων σε μία εποχή αύξησης του κόστους ενέργειας και πληθωριστικών πιέσεων. Κι αυτό, ενώ φαίνεται πως αυτή η ελάττωση φόρου δεν θα έχει μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της χώρας, που είναι και ο στόχος της οικονομικής πολιτικής.
Παρότι παραδέχθηκε την κακή συγκυρία του συγκεκριμένου μέτρου, κάποιοι κατηγορούν τον Κουάρτεγκ για ιδεολογικές παρωπίδες αλλά και για ελιτισμό (στον μίνι προϋπολογισμό του δεν ενέπλεξε το ανεξάρτητο Γραφείο Ευθύνης Προϋπολογισμού). Μέχρι στιγμής, δεν φάνηκε η Βρετανή πρωθυπουργός να σκοπεύει να τον αδειάσει, όμως πλέον τα βήματά του είναι προς την κατεύθυνση κατ’ αρχήν καθησυχασμού των αγορών. Αρχικά παίρνοντας πίσω το συγκεκριμένο μέτρο με ένα U-turn (σημαίνει επιτόπια στροφή) και έπειτα, αποφασίζοντας τελικά να ανακοινώσει νωρίτερα από το αρχικά σχεδιαζόμενο, δηλαδή την 23 Νοεμβρίου, το δημοσιονομικό πρόγραμμα, το σχέδιό του για τον τρόπο με τον οποίο θα χρηματοδοτηθούν οι ευρύτερες περικοπές στη φορολογία, προκειμένου να μην εκτοξευθεί το βρετανικό δημόσιο χρέος.
Ήδη, σε άρθρο της στην εφημερίδα The Daily Telegraph, η πρωθυπουργός Τρας προανήγγειλε πως η κυβέρνηση θα «ελέγξει τις δημόσιες δαπάνες» και πως έχει «σταθερή δέσμευση στην δημοσιονομική υπευθυνότητα». Όπως γράφει στον Guardian o Άνταμ Τουζ, ιστορικός της Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Columbia, είναι αυτό που οι Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ αποκαλούν πολιτική του «να λιμοκτονείς το θηρίο» (starving the beast).
Με άλλα λόγια, περικοπές των φόρων που, καθώς τα δημόσια έσοδα συρρικνώνονται, δημιουργούν πίεση για περιορισμό των δημοσίων δαπανών, συχνά συνεπικουρούμενες και από την πίεση των αγορών. Σύμφωνα με τον Αμερικανοαιγύπτιο οικονομολόγο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, ο σχεδιασμός του Κουάρτεγκ θέτει σε κίνδυνο τα πιο ευάλωτα εισοδήματα και δεν επανεκκινεί την ανάπτυξη, ενώ απειλεί να πυροδοτήσει μία περίοδο στασιμοπληθωρισμού (συνδυασμού χαμηλής ή αρνητικής ανάπτυξης με υψηλό πληθωρισμό).
Σύμφωνα με τους Financial Times, ο κ. Κουάρτενγκ θα μπορούσε να επιτύχει δημοσιονομική πειθαρχία -και να πείσει τους επενδυτές γι’αυτό- με μία σειρά τρόπων. Αφ΄ενός, να κάνει πίσω και σε άλλες από τις εξαγγελθείσες φορολογικές περικοπές, ενδεχομένως με την επαναφορά της προηγουμένως προγραμματισθείσας αύξησης του εταιρικού φόρου από το 19% στο 25% το διάστημα 2023-23. Αυτό θα οδηγούσε, εκτιμούν οι FT σε έσοδα της τάξης των 17 δισ. λιρών το χρόνο, όμως θα ανέτρεπε την ίδια την ουσία των οικονομικών εξαγγελιών της Τρας, που βασίζονταν στην ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω μείωσης της φορολογίας.
Θα μπορούσε επίσης να περιορίσει το δανεισμό, επιλέγοντας να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, όπως είδε διαφάνηκε να προτίθεται να πράξει η κυβέρνηση. Θα μπορούσε για παράδειγμα να μην αναπροσαρμόσει τα προνοιακά επιδόματα ανάλογα με τον πληθωρισμό, κάτι που -σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης Resolution Foundation- θα οδηγούσε σε ετήσια εξοικονόμηση 11 δισ. λιρών. Σε αυτό το ενδεχόμενο έχει αντιταχθεί ήδη η επικεφαλής των Συντηρητικών στη Βουλή των Κοινοτήτων, Πένι Μορντό, προειδοποιώντας πως «δεν προσπαθούμε να βοηθήσουμε τον κόσμο με το ένα χέρι, για να του τα πάρουμε πίσω με το άλλο».
Διαφορετικά, γράφουν οι FT, θα ήταν δυνατόν και με δεδομένη την αύξηση των επιτοκίων, να αποφασίσει να περιορίσει, ακόμη και να μηδενίσει τα επιτόκια, με τα οποία οι τράπεζες έχουν τοποθετήσει περισσότερα από 800 δισ. λίρες στην Τράπεζα της Αγγλίας από το 2009. Σύμφωνα με το Φρανκ βαν Λέρβεν, ανώτατο οικονομολόγο στο New Economics Foundation, περί τα 200 δισ. λίρες αναμένεται να αποδοθούν σε τόκους στις τράπεζες ως το τέλος του 2026-27.
Μία ακόμη επιλογή θα ήταν να καταρτιστούν εξαιρετικά σφιχτά σχέδια δαπανών όχι για την τρέχουσα, αλλά για την επόμενη περίοδο, μετά δηλαδή το 2024-25, μειώνοντας έτσι τις προβλέψεις για τον μελλοντικό δανεισμό.
Ο υπουργός Οικονομικών θα μπορούσε επιπλέον να παρατείνει την περίοδο εντός της οποίας δεσμεύεται να αποκαταστήσει δημοσιονομική πειθαρχία από την «επόμενη τριετία» ως το τέλος του 2027-28. Ή να πείσει το Γραφείο Ευθύνης Προϋπολογισμού (ΟΒR) πως μπορεί να επιτύχει βιώσιμα επίπεδα ανάπτυξης (αν και οι αναλυτές εκτιμούν πως το ΟΒR έχει ήδη υπάρξει υπερβολικά αισιόδοξο στις προβλέψεις του για την ανάπτυξη). Ή τέλος, ακόμη κι αν διαφωνεί με το γραφείο, το τελευταίο να καταρτίσει πάντως ένα σενάριο των δημόσιων οικονομικών σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιτύχει τον στόχο για ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 2,5%.
Ποιος είναι ο Κουάζι Κουάρτενγκ
Ο ιστορικός της Οικονομίας με γονεϊκή καταγωγή από την Γκάνα και περγαμηνές από το Κολέγιο του Ήτον, το Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, διορίστηκε υφυπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για το τμήμα Αποχώρησης από την ΕΕ το Νοέμβριο του 2018. Το 2019, επί Μπόρις Τζόνσον, ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο των Επιχειρήσεων, της Ενέργειας και της Καθαρής Ανάπτυξης, ενώ το 2021 προήχθη σε Υπουργό Επιχειρηματικότητας. Η υποστήριξή του προς την υποψηφιότητα της Τρας, τον οδήγησε στην κεφαλή του Υπουργείου Οικονομικών. Ο Κουάρτεγκ έχει διατελέσει αρθρογράφος στην Daily Telegraph, οικονομικός αναλυτής στην JPMorgan Chase, στην WestLB και στο hedge fund Odey Asset Management.