Καθώς οι πολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν απροσδόκητα κάθε φορά που έχουμε νέο κύμα δημοσκοπήσεων, νέες εκδοχές έρχονται να καλύψουν το κενό του χαμένου εδώ και καιρό στα συρτάρια του παρελθόντος δικομματισμού. Γίνεται πλέον αναφορά για «ευνοϊκό δικομματισμό», για ικανοποίηση στο Μαξίμου για την ορμητική-δημοσκοπική πάντα-άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας. Υπάρχει και η εκτίμηση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πριμοδοτεί το κόμμα της κ. Κωνσταντοπούλου ώστε στις εκλογές να έχει απέναντί του μια αντίπαλο, που θα του δίνει πόντους στο δίλημμα της κυβερνησιμότητας. Μάλιστα ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης αναρωτιόταν στις 24/3/3035: «Τι θέλουν σήμερα; Κόμματα χωρίς πρόγραμμα, Κόμματα μονοπρόσωπα. Κόμματα του Τικ Τοκ. Αυτά τα κόμματα θα αλλάξουν την Ελλάδα;», αφήνοντας υπαινιγμούς για «σχέδια του παρασκηνίου».
Μπορεί στ’ αλήθεια ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κινήσει την πολιτική του μπαγκέτα και να επιλέγει την αξιωματική αντιπολίτευση της αρεσκείας του; Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την εποχή της πρώτης νίκης της ΝΔ στις εκλογές του 2019 μέχρι σήμερα. Η κυβερνητική παράταξη βρέθηκε αντιμέτωπη με τρία κόμματα που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης: τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την κατάρρευσή του, το ΠΑΣΟΚ που έγινε κοινοβουλευτικά δεύτερο κόμμα λόγω της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ και της δημοσκοπικής δεύτερης θέσης της Πλεύσης Ελευθερίας τον τελευταίο μήνα. Και μόνο η απαρίθμηση αυτών των εναλλαγών-και ο διαφορετικός τρόπος που έγιναν- δείχνει πως είναι οι πολιτικές συγκυρίες που καθόρισαν τους εκάστοτε συσχετισμούς και όχι οι επιθυμίες του Μαξίμου για τον ποιον θα έχει απέναντι.
Σήμερα είναι δυσκολότερο από το 2019 ή το 2023 να υποθέσει κάποιος ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινεί τα νήματα για μια «βολική αντιπολίτευση». Η κυβερνητική παράταξη μετά τη νίκη της με 41% στις εκλογές του 2023, μετρά μεγάλες απώλειες που καταγράφτηκαν στις ευρωεκλογές, με πτώση του ποσοστού της στο 28%. Η τραγωδία των Τεμπών την έφερε στο χαμηλότερο μέχρι σήμερα σημείο της πολιτικής της ισχύος. Η ΝΔ επιχειρεί μέσα σε δύσκολες συνθήκες να επανακτήσει δυνάμεις. Επιπλέον, το αντισυστημικό κλίμα αλλά και ο μεγάλος βαθμός απογοήτευσης από την κυβερνητική πολιτική, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ακρίβεια, μεγαλώνουν το βαθμό δυσκολίας στην υλοποίηση σχεδίων ανάκαμψης. Είναι, συνεπώς, έωλο σε τέτοιες συνθήκες να κυοφορούνται σχέδια στα… υπόγεια του Μαξίμου για «κατασκευή» βολικής αντιπολίτευσης.
Η δημοσκοπική εκτόξευση της Πλεύσης Ελευθερίας, εξάλλου, οφείλεται σε μικρό βαθμό στις απώλειες που καταγράφει η ΝΔ. Στην έρευνα της MRB, μόλις ένα 4% των δυνάμεών της μετακομίζουν στο κόμμα της κ. Κωνατνοπούλου. Αντίθετα, οι απώλειες που καταγράφονται από τον ΣΥΡΙΖΑ προς την Πλεύση (23,5%) αλλά και από το ΠΑΣΟΚ (21,1%) είναι αυτές που εκτοξεύουν το κόμμα αυτό στη δεύτερη θέση. Η κ. Κωνσταντοπούλου κέρδισε σημαντικό έδαφος «επενδύοντας» στην υπόθεση των Τεμπών-εκεί που η κυβέρνηση βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο- αλλά φαίνεται πως σταθεροποιεί τα ποσοστά της καθώς οι εισροές από το χώρο της Κεντροαριστεράς έχουν να κάνουν και με την συνολική απογοήτευση για την αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά φανερώνουν έντονες πολιτικές διεργασίες, μεγάλες μετατοπίσεις σε ένα αντισυστημικό τοπίο-διεργασίες που καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να ελέγξει.
Μήπως όμως η ανάδειξη της Πλεύσης Ελευθερίας σε δεύτερο κόμμα στο τελευταίο κύμα ερευνών είναι μια βολική εξέλιξη για τη ΝΔ; Πολύ περισσότερο που ήδη γίνονται εκτιμήσεις ότι η άνοδος της κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου δεν είναι μόνο προϊόν συγκυρίας λόγω των Τεμπών αλλά σταδιακά αποκτά πιο πάγια χαρακτηριστικά; Αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, με επιχειρήματα υπέρ και κατά.
Η αντιπολίτευση καταγράφει την αύξηση των αναφορών από τον Κυρ. Μητσοτάκη στη Βουλή κατά της Πλεύσης Ελευθερίας, συνάγοντας το συμπέρασμα ότι αξιοποιεί την κ. Κωνταντοπούλου για να αναδείξει το δίλημμα «Μητσοτάκης ή χάος». Υπάρχει και η ανάλυση πως διαμορφώνεται μια άτυπη συμμαχία μεταξύ του «συστημικού» Κυριάκου Μητσοτάκη και της «αντιθεσμικής» Ζωής Κωνσταντοπούλου, όπου «το ένα χέρι νίβει το άλλο» αλλά στο τέλος της ημέρας, ο ωφελημένος θα είναι ο Πρωθυπουργός, που θα κερδίσει το στοχίχημα της κυβερνησιμότητας.
Όλα αυτά βεβαίως απέχουν πολύ από τις προσεχείς εκλογές, που εκτός απροόπτου θα διεξαχθούν το 2027, με τα κριτήρια ψήφου και τους συσχετισμούς να είναι διαφορετικοί. Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν και ποιον συμφέρουν οι ακτιβισμοί τόσο της Πλεύσης Ελευθερίας όσο-ας μην το ξεχνάμε- και της Ελληνικής Λύσης. Ας εστιάσουμε την προσοχή μας σε ένα από τα πιθανά σενάρια, με τη ΝΔ να μην έχει την αυτοδυναμία στις εκλογές ή εάν προσφύγουμε σε δεύτερη αναμέτρηση. Πόσο ωφελεί τον τόπο η βεβαιότητα πως το ενδεχόμενο μετεκλογικών συνεργασιών κάθε άλλο παρά εξυπηρετούνται από τα κόμματα της «βολικής» για τη ΝΔ αντιπολίτευσης;
Εξάλλου, με την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ στο τέλος της περασμένης χρονιάς, υπήρξαν ελπίδες για ένα «θεσμικό δίπολο» αλλά και ψήγματα συναίνεσης σε πολύ βασικά θέματα. Αυτή η τάση εδώ και δύο μήνες δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αντί γι’ αυτό έχουμε την εικόνα μιας πολυκερματισμένης αντιπολίτευσης όσο ποτέ άλλοτε-και αυτό τίποτα ευοίωνο δεν προοιωνίζεται.